Απόστολος Θηβαίος | Δανέζικο Παραμύθι

André Kertész

 […κάπου ψηλότερα
Από τα χρώματα ενός τόξου
Υπάρχει μια χώρα,
Για αυτήν μιλούν τα
 Νανουρίσματα…]

 

Over the Rainbow”
Μια μπαλάντα του
 Χάρολντ Άρεν
Με την αλησμόνητη φωνή
Της
Eva Cassidy,

[1]Δανέζικο Παραμύθι
Τρυφερή σκηνογραφία
με
Μια άνεργη ανταύγεια

 ¥

 […Ο Γιώργος Σαραντάρης τις είπε σκοτεινές. Και όμως οι γειτονιές μας διασχίζουν τον καιρό με τα φτερά στις πλάτες τους, με τις μικρές και τις μεγάλες απώλειές τους, τις διορθώσεις στο τοπίο που αφήνουν χώρο για την νοσταλγία μιας κάποιας ώρας. Και όμως οι γειτονιές μας ανάβουν και σβήνουν κάθε μέρα, βρέχονται και στεγνώνουν μαζί με τα σακάκια και τα ρούχα της δουλειάς μας. Τις γνωρίζουμε από τα μυστικά τους σημεία, μια πλάκα που ξηλώθηκε, ένα μαγαζί που σφραγίστηκε, ένας περαστικός που έζησε την βιογραφία του και έτσι ξαφνικά τσάκισε όλη μας την ελπίδα. Οι γειτονιές μας διαθέτουν λιγοστά δέντρα, μια πλατεία, ένα άγαλμα για τους πεσόντες, -κάθε γειτονιά στην πόλη μου έχει μια ιστορία και μερικούς νεκρούς. Ζούμε τους κυκλώνες τους, πετούμε κάθε βράδυ την τρυφερότητά μας στους καταπράσινους κάδους που διαθέτουν το χρώμα της λήθης, ανακυκλώνουμε τις σημασίες μας και προσθέτουμε τους εαυτούς μας στην ατέλειωτη σειρά των χαμένων γενεών. Τις περιφρονούμε τις γειτονιές μας τους χειμώνες μα την άνοιξη, με την προοπτική της ποίησης που ξυπνά εντός μας, τις ζωγραφίζουμε κάπως ομορφότερες και πιο ανθρώπινες. Στους μικρούς τους δρόμους πλάθουμε τον μύθο της βιογραφίας μας και θρηνούμε για εκείνο που ποθήσαμε μα χάθηκε. Σαν ηρωίδες ανεξιχνίαστων ιστοριών οι Ηλέκτρες παρελαύνουν στους δρόμους της , ψιθυρίζοντας ένα αλεξανδρινό κουαρτέτο. Οι γειτονιές μας κρύβουν μες στους κόλπους τους ασημικά και πουλιά σε κλουβιά που όλο γερνούν. Οι γειτονιές μας κρύβουν εντός τους εμάς τους ίδιους που πάντα σαν έκπτωτοι θεοί κοντά τους γυρνούμε.

Όσα ακολουθούν συνιστούν την σύντομη εικονογραφία μιας γειτονιάς που προσμένει να φανεί το κρύο. Μια σκηνογραφία εμπνευσμένη από τις φιγούρες του Τριανταφυλλίδη, τις βινιέτες του Ντομιέ και τ΄όνειρό μας που δεν θεραπεύεται. Εκείνο που γαντζώνεται σε γαλάζια στενά και λέει το τραγούδι του δίχως σταματημό. Μες στις γειτονιές μας που θυμίζουν ιαπωνέζικες στάμπες με φυσικό φως και μια διόλου ευθύγραμμη ιστορία, γεμάτη αντανακλάσεις και αναμνήσεις προσωπικές…]

¥

 Γραφείο Τελετών

Ο κύριος Χ. άνοιξε το μαγαζί του νωρίς το πρωί. Ο κύριος Χ. τακτοποίησε την αλληλογραφία και παρήγγειλε τον καφέ του. Ο κύριος Χ. διαθέτει ένα εξαιρετικό παρουσιαστικό και δυο μάλλον, μελαγχολικά μάτια που όλο συλλογίζονται κάτι μακρινό και φθαρμένο. Το φως του ήλιου ξεπλένει την βιτρίνα και γδέρνει τους τοίχους του μαγαζιού. Ο κύριος Χ. εξαφανίζεται πρόσκαιρα πίσω από το φως. Η δουλειά του είναι σκληρή, οι σκέψεις του ακατάστατες, η μυρωδιά της ασφάλτου βαριά και ανυπόφορη. Εμπρός από το μαγαζί του περνά ένα κορίτσι, ο κύριος Χ. πιστεύει πως έτσι μοιάζει η κόρη του Θεού και ο Τζακ στέκει μεθυσμένος στην άλλη πλευρά του γραφείο του. Ο κύριος Χ. δεν μετανιώνει για την μετριότητα της ζωής του. Άλλωστε, όταν κάποιος πεθαίνει ο κύριος Χ. φαντάζει ο πολυτιμότερος χαρακτήρας σε αυτό το ηθικολογικό παραμύθι που παίζεται εκεί έξω. Ο κύριος Χ. αφήνει τον χρόνο να περάσει, συλλογίζεται την αιωνιότητα και τους ήρωες της τραγωδίας που περνούν σκεφτικοί για μια άγνωστη κατεύθυνση. Ο θάνατος για την γειτονιά μου διαθέτει το πρόσωπο του κυρίου Χ. , τι φοβερό για τον ίδιο.

 Artbakery

Ο Δ. φθάνει περί τις δύο το πρωί. Οι κινήσεις του μοιάζουν βαριές, όμως καλά προετοιμασμένες, αρκετά συνηθισμένες κινήσεις που φανερώνουν έναν άριστο επαγγελματία. Κλείνεται σαν στρείδι μες στο εργαστήρι του, ως το πρωί θα ΄χει ετοιμάσει μια καλή ποσότητα ψωμιού και αποκαμωμένος θα βυθιστεί στις σκέψεις του. Ο Δ. διαβάζει μυθιστορήματα με αμερικάνικα τσιγάρα και Κορέες και ως το μεσημέρι βυθίζεται στα ταξίδια του, στους πιο μακρινούς παραλλήλους. Ως το μεσημέρι, ο Δ. θα ΄χει ξεπουλήσει και το σώμα του ήσυχα θα σκληρύνει σαν κιβώτιο παλιό. Από την κούραση θα περάσει στ΄όνειρο ήμερα και ειρηνικά και για λίγη ώρα, ο Δ. θα μεταμορφώνεται σε εκείνο που αγαπά περισσότερο.

Καφενείο «Η Κόρινθος»

Ρωτήστε στο καφενείο στο τέλος του δρόμου. Το καφενείο «Κόρινθος» λειτουργεί αδιαλείπτως εδώ και μισό αιώνα. Οι καλύτεροι μας φίλοι κάποτε πέρασαν από την σάλα του. Στο βάθος βρίσκονται τα τραπέζια των αθάνατων καρέ. Και στους τοίχους στέκει ο Γέρος και η θάλασσα σε πολλές και διαφορετικές εκδοχές, σε στυλ ποπ αρτ. Στο μέσον της σάλας καίγονται μερικά ξύλα και το κορίτσι του καφενείου περνά στ΄ανάμεσά μας με την σπιρτάδα των είκοσι χρόνων που φαντάζει ένας αθάνατος θεός και τίποτε λιγότερο. Εδώ λαμβάνουν χώρα οι πολιτικές συγκεντρώσεις και το καλοκαίρι όλα τα παιδιά γυρεύουν λίγο νερό και τον ίσκιο του. Το καφενείο «Κόρινθος» δεν κλείνει ποτέ. Ακόμη και μες στην βαθιά νύχτα ακολουθεί το παράδειγμα του Τσέζαρε Παβέζε και ανάβει στα τραπεζάκια του χαμηλούς φωτισμούς, κατάλληλους για αρτίστες και γέρους. Όλη την μέρα μια δυνατή μυρωδιά καφέ σου τρυπά τις αισθήσεις. Ωστόσο, εκείνο που απομένει σαν την πιο στέρεα ανάμνηση δεν είναι άλλο από τα ασημένια κεφάλια των Ευαγγελιστών που μεθούν και αποκαλύπτουν εντός τους την πέτρα.

 Το περίπτερο και οι φίλοι μου

Στα σκοινιά ανεμίζει ένας σπουδαίος ποδοσφαιριστής. Μοιάζει πως από στιγμή σε στιγμή θα αφήσει το εξώφυλλο της φυλλάδας του και ντριπλάροντας την μία μετά την άλλη, τις ζωές μας θα φτάσει στο πολυπόθητο τέρμα. Σε μια στοίβα πωλούνται τα καινούρια τεύχη του περιοδικού Σταυρόλεξο με διακριτικά αισθησιακά εξώφυλλα και έναν σωρό παιχνίδια του νου. Γλυκίσματα, καπνά, σκονισμένα παιχνίδια στοιβάζονται στα ράφια του περιπτέρου. Στην πίσω του πλευρά οι φίλοι μου ξοδεύουν τις καλοκαιρινές τους νύχτες, συζητώντας τα μεγαλύτερα προβλήματα της εποχής. Αυτοί οι φίλοι μου, πάλεψαν κάποτε με ανέμους, με ανδρείκελα και έχουν πια βαθιά μες στην ψυχή τους μια ιερή λατρεία για την ζωή. Πάνω από τις φωνές τους τραγουδούν τα πένθιμα τριζόνια, τις φωνές τους τις θάβουν όμως δεν πειράζει, επειδή οι φίλοι μου διαθέτουν μια σύντομη και μοναδική ζωή. Ωστόσο, κάθε τόσο σωπαίνουν, λυπούνται επειδή κάποιος υπάλληλος του δήμου το΄πε απερίφραστα, δίχως ευγένειες, πως από το τέλος του καλοκαιριού το κιόσκι θα ξηλωθεί. Πως ένα κομμάτι της γειτονιάς τους θα πεθάνει, ακριβώς στις αρχές κάποιου φθινοπώρου.

Εύστοχον, μελετητήριο

Η Άννα, η Κατερίνα, ο Αλέξανδρος, η Δανάη, η Κλαίρη, η Αναίς, η Βιολέτα, ο Αντίνοος, ο Μιχάλης εμφανίζονται κατά τις επτά το απόγευμα, οπλισμένοι με όλη την όρεξη του κόσμου. Φορούν τις τσάντες τους σαν αλεξίπτωτα και ερωτεύονται βαθιά με  ένα μονάχα βλέμμα. Τι τυχερά που είναι τα παιδιά, με όλες τις ελπίδες τους άθικτες, όταν μιλούν με χιλιάδες φωνές σαν νεογέννητα άστρα που θα σκορπίσουν. Ω, ναι, Κατερίνα, Άννα, Δανάη, Αντίνοε θα σκορπίσετε, ανάμεσά σας θα εισβάλλει η μοίρα με τις παράξενες τροπές της. Και το φιλί που ανταλλάξατε μυστικά στην σκάλα του φροντιστηρίου σας για πάντα θα σας σημαδέψει. Θα είναι η μυστική σας βροχή, εκείνη που έπεσε κάποιο απόγευμα ανάμεσα στα σπίτια. Για τα παιδιά η μέρα, κάθε μία, ξεχωριστή μέρα φαντάζει κιόλας μια ιστορία γερασμένη. Η ψυχή τους απόψε γυρεύει μια ερωτική τραγωδία μες στο συνοικιακό κεντράκι, κάθε τους όνειρο επιβεβαιώνει κάποιο θεώρημα.

Γαλάζιο Στενό

Εκεί πλέουν οι παλιές ψυχές και τα καλύτερα μου ποιήματα, όσα ποτέ δεν θα γράψω. Για το γαλάζιο μου στενό τίποτε δεν θα προσθέσω. Την παρόρμησή μου θα συγκρατήσω για αυτήν την ανάγλυφη σκηνή. Το ξέρω καλά, πως ένα τέτοιο ισοδύναμο μοιραζόμαστε με τον καθένα, μια κρυψώνα παιδική με τις καλύτερες εποχές μας για πάντα παρούσες.

¥

Κοιτάζω τους Οιδίποδες που επιστρέφουν στους εξώστες τους. Τι και αν δεν έχουν μάτια, γεννήθηκαν στο γαλάζιο μου στενό και διαθέτουν την μνήμη της καρδιάς τους. Καληνύχτα στους δρόμους της πόλης, λοιπόν, καληνύχτα Φιντέλ, άνεργη ψυχή της γειτονιάς μου με το γατίσιο βάδισμα που σ΄αγαπώ.

¥


[1] Το δανέζικο παραμύθι προτείνει την εμψύχωση, ως νέο στοιχείο όλων εκείνων των αντικειμένων που συνθέτουν την καθημερινή μας ζωή. Το παραμύθι μας γεννιέται με την μοίρα του καθορισμένη. Φτιάχτηκε βλέπετε για να αντιστέκεται στις ραγδαίες αλλαγές που μετέβαλαν για πάντα τον χαρακτήρα των μεγάλων, αστικών κέντρων.

Απόστολος Θηβαίος