Απόστολος Θηβαίος | Νουέβο Εξτρέμο

© René Burri

[…κρεμασμένο ανάμεσά μας
Εκείνο το φοβερό
Ή εσύ
Ή εγώ…]
Λίνα Κάσδαγλη

 

Πρώτη Πράξη, Μαουρίτσια

 (Σκηνικό ηλιόλουστης μέρας κάπου στην Πλατεία των Όπλων της πόλης Σαντιάγο. Η Μαουρίτσια, με χείλη υγρά καμωμένα στα πρότυπα του Λεονάρντο, τριγυρνά μες στον χειμώνα της πόλης. Μοιάζει να τα έχει χαμένα, ωστόσο τα είκοσι της χρόνια λάμπουν όπως το χρυσάφι των ποταμών και η αντανάκλαση πάνω στα αρχαία βιτρό ενός καθεδρικού. Ο Κύριος Κλωντ Μονέ γνωρίζει καλά από τέτοιες διακοσμήσεις και η Μαουρίτσια πως είναι το πιο όμορφο λουλούδι του Σαντιάγο. Κάθε πρωί περπατά στην πλατεία. Φθάνει εδώ πριν το χάραμα και έπειτα κοιτάζει τον κόσμο που πληθαίνει καθώς σηκώνεται ο ήλιος. Κουβαλά πάντα μαζί της μερικά ποιήματα, την βοηθούν όταν αντιμετωπίζει τις δύσκολες στιγμές της και όταν γυρεύει λίγο χρόνο και μια θάλασσα. Τα σκουλαρίκια της είναι εγχάρακτα όστρακα με μικρές, ασημένιες γέφυρες, λεπτομερούς, είναι η αλήθεια και επιδέξιας απόδοσης. Η Μαουρίτσια δεν έχει ερωτευτεί ποτέ. Ή μάλλον μια φορά μονάχα η Μαουρίτσια έπεσε θύμα του μικρού θεού, έκανε κομμάτια την υαλογραφία, το πρόσωπό της θύμιζε πένθιμη προσευχή. Ο έρωτας πέρασε όπως συμβαίνει με τόσα πράγματα νεανικά και η Μαουρίτσια τότε πίστεψε πως αυτό το πράγμα που ξεσηκώνει τις καρδιές και χαλά τα όμορφα σπίτια, είναι στ΄αλήθεια ένας αρχαίος υδράργυρος που ξεγλιστρά. Μικρή Μαουρίτσια, έμαθες τι σημαίνει ο κόσμος με ένα νεύμα του, έτσι δεν είναι; 

Ετούτο το πρωινό λάμπει έρημο μα ωραίο. Όσοι πέρασαν μια νύχτα πάνω στους σταυρούς τους κατηφορίζουν εδώ, στην πλατεία των Όπλων. Χάνονται μες στο πλήθος ή περνούν μες στους κύκλους της αιωνιότητας, κανείς δεν ξέρει. Άλλωστε το Σαντιάγο βαδίζει πέρα από τον χρόνο, είναι μια εικόνα μισοτελειωμένου μεγαλείου και όλα τα κορίτσια, ανεξαιρέτως το νιώθουν βαθιά μέσα τους, ακόμη και όταν παρασύρονται από τα ωραία λόγια, τα γλυκά φώτα και το σχήμα των σύννεφων. Η Μαουρίτσια κατορθώνει με την μορφή της πράγματα για τα οποία πάσχισε χρόνια και χρόνια η ζωή. Η Μαουρίτσια είναι τέχνη, ας πούμε ένα έργο γλυπτικής, διόλου αφηρημένο, με δίχως τεχνάσματα, μια επιστήμη που χάθηκε μες στα στοιχεία της φύσης και τώρα μες στο βλέμμα της βρίσκει ξανά τις φόρμες και την σκληρή ομορφιά που αναγνωρίζεται από τις χίλιες γωνιές αυτού του κόσμου.

Ένας νεαρός, με την στολή της εξόδου και το προσεγμένο παρουσιαστικό, έρχεται και κάθεται πλάι της. Εκείνη στρέφει το πρόσωπο και τον κοιτάζει με απορία, όπως κανείς περιεργάζεται ένα πυκνό, επίμονο ποίημα. Εκείνος λέγεται Πωλ, φέρει τον βαθμό του δόκιμου, εκπαιδεύεται χρόνια τώρα στο να αντιμετωπίζει σιδερόφραχτα θηρία. Μην με ρωτήσετε πώς τα ξέρω όλα αυτά. Πρόκειται για το δικαίωμα της φαντασίας και αναλογεί ακόμη και σε εσάς, ακόμη και σε εσάς.)

Μαουρίτσια: (κοιτάζει τον Πωλ μες στην ωραία, προσεγμένη του στολή.) Δεν έχετε κανέναν βαθμό;

Πωλ: (της δείχνει τα σημάδια στους ώμους) Μετρώ μονάχα δυο χρόνια στην σχολή των αξιωματικών. Αν το θέλει ο θεός ίσως μια μέρα…

Μαουρίτσια: (γελώντας ειρωνικά) Σκοτωθείτε;

Πωλ: (αμήχανα) Ίσως, μα ένας τέτοιος θάνατος κάνει κομμάτια, σκόνη που λένε την ανώφελη ροή, την άσκοπη δράση. Το πιστεύετε στα αλήθεια;

Μαουρίτσια: (ενοχλημένη κάπως) προτιμώ να φαντάζομαι πως δεν θα χαθείτε. Είναι κρίμα, κάποιος τόσο νέος να πεθαίνει για μια ξένη υπόθεση. Δεν συμφωνείτε;

Πωλ: Ναι, πώς! Με λένε Πωλ, λυπάμαι δεν συστήθηκα.

Μαουρίτσια: Εγώ έχω ένα όνομα, όπως όλα τα  κορίτσια του Σαντιάγο, μα θα πρέπει να παραμείνει μυστικό, ανείπωτο. Αυτό κάνει τα καλά κορίτσια, δεν νομίζετε;

Πωλ: (κομπιάζοντας) Και όμως καμιά δεν μπορεί να είναι τόσο όμορφη.

Μαουρίτσια: Πώς τολμάτε κιόλας!

Πωλ: (ντροπιασμένος) Να με συγχωρείτε, θαρρώ πως παρασύρθηκα από αυτόν τον ήλιο. Λυπάμαι, φέρθηκα ανόητα, (σκύβει το κεφάλι του και λυπάται)

Μαουρίτσια: Τι θα λέγατε να περπατήσουμε ως το κέντρο;

Πωλ: Μα εγώ νόμιζα πως…

Μαουρίτσια: Θα μου κρατήσετε το χέρι;

Πωλ: Ίσως είναι ακόμη νωρίς, δεν νομίζετε;

Μαουρίτσια: Θα πούμε σε όλους πως αγαπιόμαστε μυστικά εδώ και τόσα χρόνια. Και πως τώρα έφθασε η πιο κοντινή στιγμή στο θαύμα που ζητούμε. Και πως χάσατε και σας αξίζει παρηγοριά. (χαμογελά με το πνευματώδες πρόσωπο του κοριτσιού του Μουλέν Λε Γκαλέ. Τίποτε σπουδαίο και μελαγχολικότερο.)

Πωλ: Είναι νωρίς, δεν νομίζετε;

Μαουρίτσια: Όχι Πωλ, κάνεις λάθος. Είναι πια τόσο αργά που ακόμη και αν μου κρατήσετε το χέρι οι μελλοθάνατοι εκεί έξω δεν θα συγκινηθούν.

Πωλ: Οι μεταπράτες που τα κοιτάζουν κάτι τέτοια, θα γυρέψουν εξηγήσεις. Πώς εσείς, μια τόσο όμορφη πέσατε στα χέρια του στρατού ξηράς. Θα σας πολεμήσουν!

Μαουρίτσια: Σας αρέσει η μουσική κύριε Πωλ;

Πωλ: Πώς! Μάλιστα, μπορώ να σας πω εμπιστευτικά πως παίζω λίγη κιθάρα, μα τίποτε σπουδαίο, μονάχα για την όρεξή μου.

Μαουρίτσια: (βραδιασμένο πρόσωπο, αμήχανα προσπαθεί να κρύψει το γεγονός πως η νοσταλγία της έχει τσακίσει την ζωή τούτη την ώρα.) Είστε απροσποίητος κύριε Πωλ, μια λυρική παρόρμηση που ξέφυγε, στίχος που δεν βρίσκει πουθενά το ισοδύναμό του. Σας αρέσει αυτό;

Πωλ: Δεν βρίσκω λόγο να το αρνηθώ. Και εσείς όμως, σας το είπα ξανά και θα το επαναλάβω όσες φορές και αν χρειαστεί. Είστε το πιο όμορφο κορίτσι του Σαντιάγο.

Μαουρίτσια: (γελά) Είστε ένας φριχτός ψεύτης!

Πωλ: Ναι, το παραδέχομαι. Μα είναι οι συνθήκες και εσείς που το επιτρέπουν.

Μαουρίτσια: Εγώ;! (με έκπληξη, μάλλον επιτηδευμένη)

Πωλ: Σχεδόν ζητάτε την ευσέβεια περισσότερο και όχι τον έρωτα. Κάνω λάθος;

Μαουρίτσια: (στρέφει αλλού το πρόσωπό της για να κρυφτεί. Έπειτα θυμωμένα, μα δίχως να το εννοεί.) Είμαστε σε πόλεμο!

Πωλ: Θα χάσετε, δεν φοβάστε Μαουρίτσια;

Μαουρίτσια: Πώς ξέρετε το όνομά μου; (έκπληκτη)

Πωλ: Πρέπει κανείς να γνωρίζει τον εχθρό του. Τεχνικές της μάχης, τίποτε το σπουδαίο.

Μαουρίτσια: Θα σας περιμένω αύριο εδώ, με όλες τις δυνάμεις μου παραταγμένες.

Πωλ: Νιώθω ήδη ένα τρομερό βάρος, μα δεν είναι ο πόλεμος.

Μαουρίτσια: Είναι οι θύελλες, δεν πρέπει να φοβάστε. Πρέπει να φύγω.

 (Η Μαουρίτσια χάνεται στο βάθος της πολύβουης πλατείας των Όπλων. Ο Πωλ απομένει μόνος και η βροχή που έρχεται πάντα αναπάντεχα στο Σαντιάγο γεμίζει κρύσταλλα τους δρόμους και σπασμένα ποτήρια. Η Μαουρίτσια έχει πια χαθεί. Και ο Πωλ που συλλογιέται για πρώτη του φορά το πρόσωπο του Θεού του, γνωρίζει καλά πως εκείνο το ρητό δεν ήταν ψέμα. Για την ακρίβεια, «αιδ΄εσύ Ανδριανού, κουχί Θησέως πόλις.» Το Σαντιάγο ανήκει στην Μαουρίτσια, η μάχη δόθηκε και εκείνη κέρδισε. Ο Πωλ δεν είναι άλλο από έναν δόκιμο στο μέσον του πύρινου μετώπου. Γύρω του, πάνω του, πίσω του, παντού συναντά το κορίτσι της πλατείας των Όπλων, σπουδάζοντας τον έρωτα στο ξαφνικά βροχερό Σαντιάγο του μητροπολιτικού, νευρωτικού του ρομαντισμού.)

Απόστολος Θηβαίος