Απόστολος Θηβαίος | Η παραβολή της άσωτης οδού

© Γεωργία Τσόκου

Ο μεγάλος περίπατος
Αφήνει έξω
Τον έρωτα των ηρώων
Που ονόμασαν
Τους πιο ταπεινούς
Από τους δρόμους
Της πατρίδας μου,
Ο μεγάλος περίπατος
Τσακίζει απόψε
Την νοσταλγία μου

 

Πικρό παράπονο σε χρώμα bo rouge
Και
Φανταχτερό καναρινί

 

Βύρωνος, Βάκχου, Θρασύλλου, Βουλής, Ικαριέων, Κλεάνθους, Ελασίδων, Μυκάλης, Αγησιλάου, μικρή πλατεία Κουλούρη, πλατεία Καρύτση, Στρατονίκης. Δρόμοι μικροί, σωσμένοι στους καταλόγους της πόλης που παλιώνει και έπειτα ξυπνά καινούρια για να σωπάσει έπειτα από δεκαετίες, χτυπημένη από την επάρατο νόσο που λέγεται ζωή. Οδοί που κάλυψε με επάρκεια ο Νίκος Βατόπουλος στο μικρό, μέγα οδοιπορικό του. Παλιά νεοκλασικά, χαλάσματα, συντρίμμια μεσοπολεμικά με τις ιστορίες και τα αετώματά τους. Σήματα πυκνόφυτα, λαθραία, με βγαλμένα τα σωθικά τους και ορθάνοιχτα παραθυρόφυλλα. Η σκιά που μπαίνει και ριζώνει δεν είναι άλλο από χρόνος. Κάθε δρόμος ένας μικρός Απρίλης, μια χαμένη κατεύθυνση που δεν βγάζει πουθενά πια. Δρόμοι ατημέλητοι, παραστατικοί, απροσποίητοι, σωσμένοι από την μαγγανεία του χρόνου που όλα τα γκρεμίζει. Δρόμοι που λάμνουν έσπεροι εν φθιμένοις. Κεραμεικοί, κλειστές αυλόπορτες, ατίθασες γαρδένιες, κρυψώνες των αγγέλων που δεν σου γεμίζουν το μάτι όμως αντέχουν σε πείσμα του καιρού. Ένα μαγαζάκι, ένα κλειστό καφενείο, οι μεταπράτες στην σειρά που κάνουν όλα τα θελήματα, αλλάζοντας την μοίρα των πραγμάτων, ένα σύμπαν υπέροχο με κλασσικά κορίτσια, βαριές κουρτίνες, μαρκίζες και λουλούδια. Αυτά είναι οι μικροί δρόμοι, σιωπηλοί ομιλητές της Αθήνας που επάργυρη πορεύεται στον καινούριο αιώνα. Οδοί που γνώρισαν τις δόξες και τα κατεστημένα και τώρα πλανώνται σύντομες και ανέλπιδες μες στην καρδιά της πρώτης εκείνης συμμαχίας. Αυτό είναι οι μικροί δρόμοι  που φωτίζουν την νύχτα με ποίηση και πολλή μοναξιά.

Έχουν γράψει για εκείνες οι στιχουργοί και τα τραγούδια έχουν κάνει την δουλειά που τους αναλογεί. Τώρα οι δρόμοι κατευθύνονται φορτωμένοι με τις αλλόκοτες μυρωδιές της ασφάλτου, θαρρείς πως εκεί κάπου πίνουν και μεθούν όσοι απόψε δεν πεθαίνουν. Σε αυτούς τους δρόμους τριγυρνάει η μυθική Αταλάντη και η προσφυγιά και η σπασμένη χορδή που συνδέει έναν περαστικό με μια ραγισμένη πλάκα και ένα ερείπιο. Αυτό είναι οι μικροί δρόμοι, ξαπλωμένες προτομές με ονόματα που κερδήθηκαν μες στην φριχτή και αναπάντεχη αγωνία μιας ευγενικής βιογραφίας. Ωραίοι, αρχαίοι νέοι , αναπαυόμενοι, γυμνοί με περιδέραια χάρισαν κάποτε τα ονόματά τους στους παλιούς μας δρόμους. Και έτσι τώρα, κάθε φορά που περνούμε βιαστικοί, δίνοντας υποσχέσεις για εκείνο το καθυστερημένο rendez – vous  το πέρασμά μας μοιάζει με την ανάμνηση μιας ιστορίας συντελεσμένης και για αυτό τέλειας. Σαν να διαβάζουμε με τρυφερότητα τ΄ωραίο και ανίκητο έπος.

Αυτοί οι δρόμοι, οι μικροί, οι μέτριοι χάνουν απόψε την σημασία τους. Αλλάζουν θέση μες στα στενά κοστούμια τους, φωτογραφίζονται σε επετηρίδες, γκρεμίζονται, αλλάζουν, γερνούν και πονούν πίσω από κόκκινους τοίχους, πίσω από συνθήματα και κιτρινισμένες διαφημίσεις σε στυλ Παολούτσι. Δεν χωρούν μες στα δημοτικά σχέδια των αναπλάσεων. Τι σόι νεωτερισμοί, πόσο θα κρατήσουν, με ποιον σκοπό, κανείς δεν γνωρίζει. Οι δρόμοι κρατούν τον έρωτα και μια αίσθηση ασώματη νοερή, αίσθηση της ίδιας της πολιτείας. Τίποτε δεν τους αναλογεί, όπως τίποτε δεν αναλογεί στα ωραία και μελαγχολικά σπίτια με τα αγάλματα και τις αυλές των φοινίκων.

Αυτοί οι δρόμοι δεν θα γίνουν ποτέ ένας μεγάλος περίπατος. Θα παραμείνουν αθέατοι, ιδανικά και ανάξια μοντέλα για τις τουριστικές καρτ ποστάλ . Κανείς δεν μιλά για την σκληρή τους μοίρα. Τα πηγάδια τους σφραγίστηκαν και οι ιστορίες του μεσοπολέμου έχουν πια απολησμονηθεί. Οι δρόμοι αυτοί δεν κατέχουν πια καμία σημασία. Τα σπίτια που ράγισαν, οι πόρτες που πέφτουν, οι γρύπες και τα ακροκέραμα, τίποτε δεν λένε. Έχουν σωπάσει, περνούν λέει την αιωνιότητα και έτσι μακάρια και ειρηνικά βρίσκουν αργά τον θάνατό τους. Συνιστούν το λεγόμενο χνούδι της πολιτείας που σαλεύει ολομόναχο μες στην νύχτα. Κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει την μοναξιά τους γιατί τότε θα έπρεπε να εξηγήσει τα ένστικτα της πόλης που την καθιστούν σκληρή, πνιγμένη πόλη στα θολά νερά των αιώνων. Δεν θα τους περπατήσεις τους μικρούς, αυτούς δρόμους. Κυρίως επειδή τους ξέχασες, όπως κάνει κάποιος με την παιδική του γλώσσα, αυτήν την τόσο κοινή και αγαπημένη. Όλη τους η δόξα έχει πια χαθεί. Εγκάρσια η πόλη πλημμυρίζει από μοναξιά και δεν υπάρχουν λόγια και δεν υπάρχει χρώμα για να σου πει πως σε εκείνους τους δρόμους ετοιμάζει το βραδινό της η ωραία Ελένη, περιτριγυρισμένη από φριχτά χρόνια δεσμοφύλακες.

Όμως όπως ένας άγγελος προσμένει κάτι μες στην ερημιά, κάτι που ποτέ δεν φτάνει, έτσι και οι δρόμοι στοιβαγμένοι έξω από τα σχέδια και τις συγκοινωνίες μεταμορφώνονται στα δάκρυα της Αθήνας και στους δυο της λυγμικούς στίχους. Ο μεγάλος περίπατος σαρώνει την πόλη και ότι σώζεται σήμερα το χρωστούμε στους ζωγράφους και τα φιλμ που εργάζονται άοκνα για να μην χαθεί η λαλιά αυτού του κόσμου. Ίσως στα υπόγεια στρώματα της οδού Μαραθώνος ακόμη να περιμένουν  τα επιγράμματα για να αποκαλυφθούν, παίρνοντας το ρίσκο του μεγάλου τους ύπνου. Ανυποψίαστοι εμείς, με την λυρική μας παρόρμηση τους χαρίζουμε μερικά φανταστικά ψίχουλα συμπάθειας και μακραίνουμε. Όμως ο μεγάλος περίπατος πνίγει όπως ποτέ την οδό Μαραθώνος και η ταπεινή της αισθησιακή λιτότητα ανακτά τώρα μια αξία  αναμνηστική . Πνιγμένες μουσικές και ένα είδος απρόσμενης λαϊκής σοφίας που για πάντα θα κατοικούν εκεί.

Αν καταφέρουν  να αντέξουν τον καιρό που τους σαρώνει, οι μικροί δρόμοι θα ζωντανέψουν μια βραδιά σαν αυτή. Θα φυσήξουν ένα αεράκι στιγμιαίο, μια ξαφνική ευεργεσία. Θα φυσήξουν, χαρίζοντας στην νύχτα την φωνή τους. Βύρωνος, Βάκχου, Θρασύλλου, Βουλής, Ικαριέων, Κλεάνθους, Ελασίδων, Μυκάλης, Αγησιλάου, μικρή πλατεία Κουλούρη, Στρατονίκης και πάλι από την αρχή. Μικρά μεγάλα χρονικά μου, γαλάζια μου στενά, που χάνεστε μες στου ροδανιού το παθητικό τραγούδι, καληνύχτα.

Απόστολος Θηβαίος