Απόστολος Θηβαίος | Λυπητερές Φιλολογίες

© Eugene Smith

Ι.

Των ονείρων ο Τρόμος 

Απόσπασμα από τις
Εξομολογήσεις ενός
Οπιομανούς

 

[…Καιρός λοιπόν, να περάσω σε εκείνο που συνιστά το ουσιώδες των εξομολογήσεών μου. Αυτό το είδος της ιστορίας που εκτυλίσσεται μες στα όνειρά μου, αυτές τις ανεξάντλητες πηγές της πιο πληγωμένης απαντοχής. Μα πριν από αυτό, θα ήθελα να ενημερώσω τον αναγνώστη πως τα περισσότερα παιδιά, αν όχι όλα διαθέτουν το χάρισμα της αναπαραστατικής τέχνης, σαν να ξεχωρίζουν τα είδη των οραματικών μορφών, μες στην σκοτεινιά. Και αυτό προσέξτε, κατέχει μια ξεχωριστή σημασία για την συνέχεια αυτού εδώ του κεφαλαίου.

Κάπου στα μέσα του 1817, θαρρώ πως τότε ήταν, αυτή η ικανότητα για την οποία σας έκανα πρωτύτερα λόγο, έλαβε μια μάλλον ενοχλητική τροπή. Τις νύχτες, όταν παρέμενα άγρυπνος στο κρεβάτι μου, οι πιο ευτράπελες, παραγωγές περνούσαν εμπρός μου με ένα χαμηλό, θρηνητικό ήχο. Χειμώνες και ιστορίες δίχως τέλος, που πλήγωναν και έκαναν κομμάτια την καρδιά μου, ιστορίες που έσερναν καιρούς παλιότερους και από εκείνους του Οιδίποδα ή του Πριάμου, καιρούς παλιότερους της Τροίας και της Μέμφιδας. Μια παράξενη ανταπόκριση παραχωρούσε το δικαίωμα σε αυτά τα όνειρα να υπάρχουν. Ένα είδος θεάτρου, ξαφνικά φωτισμένου μες στον νου μου, μια σκηνή για τα βραδινά θεάματα της πιο γήινης απόλαυσης έδινε υπόσταση σε αυτές τις τρομερές ρητορικές του νου μου.

Κάθε που μια λεπτομέρεια αλλιώς μακιγιαριζόταν, την αγωνία μου συντρόφευε μια ολόλαμπρη μελαγχολία που δεν μπορεί να περιγραφεί. Κάθε βράδυ διαλυόμουν, όχι μεταφορικά μα στα αλήθεια. Αυτή μου η συνήθεια στοίχιζε σε χάσματα και ανήλιες αβύσσους, απροσμέτρητα βάθη που δεν άφηναν καμιά ελπίδα για μια ανάβαση μελλοντική. Ακόμη και αν περπατούσα, αν σκαρφάλωνα με όλες μου τις δυνάμεις, ως το απόγειό τους, τίποτε, μα τίποτε δεν θα κατόρθωνα.

Μια απώλεια χώρου και χρόνου, αμφότερες ισχυρά επηρεασμένες από την τρομερή μου έξη. Να τι θυμάμαι, ένα μυθιστόρημα γεμάτο τις ιδιοτροπίες μου, τους άπειρους χαρακτήρες μου. Κτίρια, τοπία, όλα αναπαράγονταν σε μια άλλη κλίμακα που μήτε το πιο ικανό μάτι δεν θα μπορούσε να συλλάβει. Ο χώρος διαστελλόταν, πλουτισμένος με μια αδιαπραγμάτευτη ακεραιότητα. Όχι, όχι, αυτό δεν με ενοχλούσε τόσο, όσο η έκταση του χρόνου που κάποιες φορές απλωνόταν σε μεγέθη πέρα και έξω από την ίδια του την μονομέρεια.

Τα ελάχιστα γεγονότα της παιδικής μου ηλικίας, σκηνές λησμονημένες από περασμένα χρόνια, όλα ξαναζούσαν. Και έτσι, αισθανόμουν το ελάχιστο ασφαλής και βέβαιος και ολότελα αποφασισμένος πως δεν υπάρχει αυτό που οι άνθρωποι ονόμασαν λησμονιά. Αυτή η πιθανότητα δεν υπάρχει. Χιλιάδες τυχαιότητες θα επαναφέρουν μια ανάμνηση ανάμεσα στην συνείδηση του παρόντος και τις μυστηριώδεις, τις εσωτερικές μας εγγραφές. Συμβάντα ύστερα, που τους μέλλει να χαθούν, να υποχωρήσουν, όπως ακριβώς τα άστρα παραμερίζουν για το καλό της καινούριας μέρας θα αναλάβουν τις θέσεις τους.

Στα αρχικά στάδια της έξης μου, οι πολυτελείς απολαύσεις των παιδικών ονείρων επανήλθαν. Και πια υπήρξαν κατά βάση αρχιτεκτονικές. Τι πολιτείες, τι παλάτια, σκηνογραφίες που δεν αντίκρισε ποτέ το βλέμμα του διαβάτη, στοιχεία μιας άλλης ατμόσφαιρας. Στο βάθος του νερού δεν έφεγγε το πρόσωπό μου μα άπειρες θάλασσες και άλλοι ωκεανοί.

Μια τρομερή, όμως αλλαγή ήδη κατατρέχει την κατάστασή μου, σαν μια υπόθεση που ξετυλίγεται, υποσχόμενη φριχτές και επώδυνες αναστατώσεις. Ένα είδος προσώπου, μια τυραννία του κυριεύει την ζωή μου, δίχως δεσποτισμούς στην αρχή και με διακριτικότητα. Μερικά αποσπάσματα από τις μέρες του Λονδίνου έρχονται και χάνονται μες σε αυτήν την αγωνία. Όμως στα αλήθεια, αν με ρωτούσατε, θα σας έλεγα πως τα πρόσωπα στα όνειρά μου ξεπροβάλλουν μέσα από τους βράχους και τους ωκεανούς. Και συνοδεύονται από χιλιάδες, όχι χιλιάδες, μα μυριάδες γενιές και αιώνες. Η αγωνία μου ατέρμονη, ο νους μου βυθισμένος στον ωκεανό…]

**Ο Ντε Κουίνσι υπήρξε εκπαιδευτικός, δοκιμιογράφος, κριτικός, οπιομανής. Γεννήθηκε το 1785 στο Μάντσεστερ και υπήρξε πάντα ένας άνθρωπος ευαίσθητος, που ένιωθε πως αυτός ο κόσμος της φαντασίας που με τόση θέρμη πίστεψε, περιείχε εντός του στοιχεία της αιωνιότητας. Η έξη του στο όπιο περιγράφεται εκτενώς και με ξεχωριστή φρεσκάδα στις Εξομολογήσεις του, από όπου και το παραπάνω απόσπασμα. Ο ίδιος συνιστά την μαρτυρία του εαυτού του. Το μαρμάρινο γόητρό του, όπως απέδωσε το βάρος του παρελθόντος ο Πάμπλο Νερούδα στον μυθικό ενδεκασύλλαβό του, υδατογραφεί τις εκτενείς αποκαλύψεις του.

ΙΙ.

Ο λοχαγός Χόντζανσον
Σε τρίτο πρόσωπο
Που μόλις στο τέλος
αποκαλύπτεται

Συχνάζει έμαθα εδώ και χρόνια στην ταβέρνα του Σαίξπηρ. Στην απάνω, βορινή γωνιά της οδού Νασάου όταν συναντά την σύντομη αλλά πολύχρωμη Φούλτον Στρητ. Στο κυκλικό, εγγλέζικο μπαρ της ταβέρνας διαμορφωμένο ήδη από τα μακρινά 1822, με σκουρόχρωμο κέδρο ή απλά μια ώριμη ποικιλία ξυλείας από το Όρεγκον, πνίγεται σαν αυθεντικός και γνήσιος ήλιος. Συχνάζει ανάμεσα σε τόσες προσωπικότητες, ηθοποιούς, ποιητές και κριτικούς, ανθρώπους των γραμμάτων και όσους κανονίζουν πάντα μια συνάντηση, ένα γαλλικό rendez vous με άγνωστες προεκτάσεις και φιλοδοξίες. Στο απάνω πάτωμα λαμβάνουν χώρα στρατιωτικές τελετές, αποστρατεύσεις, προαγωγές και τα ρέστα. Όπως προσφάτως, όταν ο αδερφός Χόντζινσον ορκίστηκε λοχαγός του αμερικανικού στρατού. Για την ακρίβεια διοικητής της πρώτης ύλης του ουλαμού Φούλτον, εβδομήντα και πλέον, αποφασισμένων ανδρών, σιδηρουργών, υφασματάδων, οικοδόμων, χειριστών γερανών κάτω στο λιμάνι.  Ακριβώς ένα πάτωμα πάνω στέκει σιωπηλό το γουστόζικο θεατράκι που εξυπηρετεί μικρές, ιδιωτικές εκδηλώσεις. Ή τις εξαλλοσύνες των πατρώνων, όταν μαζεύονται μες στα μεσάνυχτα από δεκάδες, καλοβαλμένους δρόμους, παζαρεύοντας λευκή, νεανική σάρκα και τα ορυχεία, που σκοτώνουν χιλιάδες άτυχους μες στις φριχτές γαλαρίες. Αν δεν είναι η εργασία, τότε, θα είναι ο φοβερός πόλεμος του αδερφού Χόντζανσον που θέλησε κάποτε να γραφτεί στις καλύτερες σελίδες του καιρού του.

 Η Κοινωνία της Ευτέρπης, -θα πρέπει να αναλογιστείτε την περίφημη, εννεαμελή κομπανία της αρχαίας μυθολογίας και όλα τα μυστήρια για αυτήν την νεοκλασική επωνυμία θα εξηγηθούν-, διοργανώνει σε αυτόν τον χώρο το επίσημο κονσέρτο της ορχήστρας του Δημαρχείου. Φέτος, θα μπορούσε να πει κανείς πως οι κυρίες ξεπέρασαν τον εαυτό τους και η αίθουσα υπήρξε κατάμεστη. Ίσως έπαιξε ρόλο στην φήμη που απέκτησε η ταβέρνα μετά την επιτυχημένη ορκωμοσία του αδερφού λοχαγού Χάντζινσον, διοικητή εβδομήντα, αποφασισμένων ανδρών. 

Κάπως ζαλισμένοι οι θαμώνες της ταβέρνας του Σαίξπηρ με την καταπράσινη, ευλογημένη πόρτα των ηδονών, δεν υποψιάζονται την ταυτότητα του παράξενου πότη. Κάποιος αποκάλυψε πως επισκέπτεται την ταβέρνα νωρίς το απόγευμα και δεν αποχωρεί αν ο λογαριασμός του δεν εκτοξευθεί και αν δεν μεσολαβήσει μια βαριά λογομαχία ή χειρότερα, ένας φριχτός καβγάς για τα μάτια της μικρής Βαλκάνιας πριγκίπισσας που χορεύει εκεί έξω. Να δείτε πώς σπάζει σαν παιδικό χαρταετό την σφιγμένη στο χρώμα του κάστανου, ταφταδένια μέση της και όλα τα μυστήρια ευθύς θα εξηγηθούν.  

Εκεί συχνάζει, λοιπόν, αναλογίστηκε, ανάμεσα σε τόσους ευγενείς Άγγλους με περήφανη καρδιά. Αν ήξεραν θα τον κοιτούσαν με θυμό και αργά ή γρήγορα θα του έδειχναν την περίφημη, φλεγματική τους περιφρόνηση. Αν γνώριζαν πως ανάμεσα σε εκείνον και στον αδερφό Χόντζινσον αναπτύχθηκε κάποτε ο έρωτας των σωμάτων που νικητήριος βαίνει για δυο αδύναμες, δυο ψυχές αβέβαιες, αν ήξεραν, το ωραιότερο κομμάτι της ζωής μου θα είχε, λοιπόν θα χαθεί.

Απόστολος Θηβαίος