Απόστολος Θηβαίος | Ποιος χρειάζεται τον Δον Κιχώτη;

Χάλκινα αγάλματα του Δον Κιχώτη και του Σάντσο Πάντσα, στην πλατεία Plaza de España στη Μαδρίτη

Απόσπασμα από το
Περιοδικό
Σέλτον
Που σε όλες τις γλώσσες του κόσμου
μεταφράζεται

 

Ο κύριος Α. χαμογέλασε από το κρεβάτι του πλάι στο παράθυρο. Κατοικεί  ένα από εκείνα τα κυκλώπεια, ισπανικά κτίρια με τα αμέτρητα, μικρά παράθυρα. Η ιστορία του απέκτησε φήμη, καθώς στο μπαλκόνι του σπιτιού του στην Μαδρίτη υπάρχει εδώ και χρόνια, κρεμασμένο ένα παράξενο, λησμονημένο σύμβολο. Πρόκειται για την σημαία ενός χαμένου, ιπποτικού τάγματος που όμως προσδίδει ένα κύρος γεμάτο θάρρος και νοσταλγία. Το μπαλκόνι του κυρίου Α. αποτέλεσε κατ΄αυτόν τον τρόπο, μια σπάνια περίπτωση, από αυτές που λυμαίνονται με απελπισία τα διεθνή μέσα. Ο κύριος Α. είναι ψηλόλιγνος, με πρόσωπο όλο γωνίες, σχεδόν ένας μισοτελειωμένος πίνακας του Γκρέκο, με νερένια βλέμματα. Ο κύριος Α. λοιπόν μας εμπιστεύτηκε λίγα λόγια για την παράξενη ζωή του που κατά ομολογία γενική φαντάζουν ενδιαφέροντα και ίσως επίκαιρα για κάποιον λόγο που οι αναγνώστες ολομόναχοι και απροστάτευτοι οφείλουν να ανακαλέσουν. Μόνον μην αφήσετε τον νου σας να ταξιδέψει έξω από τούτη την ιστορία, αφού στους κόλπους της, κατοικεί η θερμή αλήθεια, μια βαθιά αφοσίωση που μόνον στα παιδιά και τους απατημένους κάποτε λάμπει.

Στις σελίδες του μηνιαίου τεύχους του περιοδικού Σέλτον, ο κύριος Α. αφηγείται.

[…Όταν τους είδα, μάρτυς μου ο θεός όλου του κόσμου, πως μέσα μου γεννήθηκε μια αστείρευτη δύναμη. Επιτέλους, τόσες μοναχικές πορείες, τόσες μονομαχίες, τόση λάσπη και μοναξιά δεν χάθηκαν, δεν ξοδεύτηκαν. Ω, να είχα εκεί πλάι μου τον πιστό σύντροφό μου. Καλέ μου Σάντσο, πώς έγινε και φέραμε την ζωή μας ως εδώ. Πιστέ μου φίλε, καλή σου ώρα εκεί που ζεις πια ανάμεσα στα ακρολόφια και τα ολομόναχα, παρακλητικά δέντρα. Μην με διακόψετε, σας ικετεύω, τα χρόνια μου σκορπούν κάπου κάπου μια σκόνη αξεδιάλυτη, όλα συντρίβονται, μια Ρώμη που χάνεται. Το λοιπόν, φορούσαν γαλάζιες στολές, κάθε τόσο μονομαχούσαν. Και όταν έχαναν το θάρρος απόβαινε αμείωτο, η καρδιά τους πίστευε σε έναν ακατόρθωτο σκοπό. Δύσκολα τους ξεχώριζες, θέλω να πω πως τα μεμονωμένα χαρακτηριστικά τους υπήρξαν κρυμμένα. Φανταστείτε, σαν τις αλήθειες που κοιμούνται μες στην καρδιά ενός ανδαλουσιανού περιβολιού. Πολεμούσαν δίχως σπαθιά, έτρεχαν ξωπίσω από το αβάσταχτο τρενάρισμα της νύχτας. Κάθε λέξη έπαιρνε χιλιάδες σημασίες στα χείλη τους και ο καλός θεός του κόσμου μου χάριζε την ψυχή που οι αιώνες μού στέρησαν. Λοιπόν, δεν πρόκειται για τα σκουπίδια του καρναβαλιού, δεν πρόκειται για τα απομεινάρια ενός παροπλισμένου πιερότου. Εκείνα τα βήματα πέρα από την γνώση και το πνεύμα, εσήμαιναν σχεδόν τον άγρυπνο αγώνα με την σπουδαία ερμηνεία που απλώνει τούτο το αγριομάλλικο παιδί τριγύρω. Με πράγματα και λόγια διαφωτισμένα που αφήνουν για πάντα πίσω τις καρδιές και το αστείο που σπάει. Το ολόγιομο φεγγάρι, τον αγώνα για την ψυχή ενός κοριτσιού, την μακρινή θράκα μες στην απέραντη ερημιά δυο οδοιπόρων, το επικό, καλοκαιριάτικο πανηγύρι των δαλματικών χωριών, το αφάνταστο. Αφήνουν πίσω τον άνεμο που κουβαλά κανέλλα και ζάχαρη και μέλι και ένα σμάρι γλώσσες. Έφθαναν πάντα την ώρα του απογεύματος, την ώρα που όλες μου οι δυνάμεις με εγκατέλειπαν. Αφροδίτες και Παναγίες, ο μικρός Ιησούς και ο Άρης, οι θεοί και οι ήρωες και η μακάρια αιωνιότητα των πραγμάτων. Θα πείτε πως ο νους μου ταράχθηκε για πάντα και πως όλα τούτα δεν είναι παρά τα απόφωνα ενός κουρασμένου μυαλού. Όμως τότε, καλέ μου Σάντσο όπου και αν είσαι, καλέ μου Σάντσο, η περίλυπη ως θάνατος ζωή μου αποκτούσε το παλιό της ύφος. Και οι εξοχές της πατρίδας μου που ως τότε κοιμόντουσαν κάτω από τις φτερούγες της λήθης, εσάλευαν. Σε αυτό τον παράξενο εξώστη ξεσταχιάζει ένας ιππότης σαν και εσάς, ήθελα να ουρλιάξω χαρούμενα. Η ομορφιά ενός κόσμου που μες στην ιερή του εξέταση διατήρησε επιμελώς την άγνοια αυτής ακριβώς της συναρπαστικής ιδιότητας που επανέρχεται δριμύτερη, αγριότερη, σαν μια γνήσια, σκληρή ασθένεια. Αυτοί οι ιππότες  που ως τότε αποτέλεσαν συγκινήσεις μακριά από το κοίταγμα, ιστορική καλλιγραφία μιας γηραιάς κυρίας, με ανείπωτα σημάδια,  έγιναν μια υπενθύμιση. Μια υπενθύμιση του αιωνίου που λάμπει μες στον χρόνο και απόψε δικαιώνει τις ατέλειωτες πρόζες της ανθρώπινης βιογραφίας. Παρακαλώ όπως μεταφερθούν αυτούσια τούτα τα λόγια. Θα με υποχρεώνατε αν αναδεικνύατε το γεγονός πως ένας παράξενος γέρος σαν εμένα μπορεί τουλάχιστον να επικαλείται την θερμή επίγνωση του παρελθόντος…]

Ανταποδώσαμε την αγάπη της απόκοσμης εκείνης μορφής και τηρήσαμε στο ακέραιο την υπόσχεση που μας απέσπασε. Τα χρόνια βάρυναν την διάθεση του κυρίου Α. και έβαλαν τέρμα σε εκείνη την τρυφερή συνομιλία.

Στο τέλος της συνέντευξης προσθέσαμε ένα απόσπασμα από τις δηλώσεις του Μίκαελ Νέρλιχ που τόσο τρυφερά μίλησε κάποτε για τον αθεράπευτο ιδαλγό, τον Δον Κιχώτη, μορφή αιώνια της Μάντσα. Ο Νέρλιχ έγραφε πως «δεν χρειαζόμαστε πια πολιτικο – φιλοσοφικά όνειρα όπως εκείνο του Θερβάντες…Στα αλήθεια;», αναρωτιόταν. «Για να είμαι ειλικρινής», συνέχιζε, «πιστεύω πως στο κατώφλι της νέας χιλιετίας για την οποία αναγγέλλεται η εξαφάνιση των εθνών, έχουμε περισσότερο από κάθε άλλη φορά την ανάγκη να θυμηθούμε την πολυεθνική μας ευρωπαϊκή ταυτότητα και να προβληματιστούμε για τις συνέπειες που θέλουμε να προκύψουν στο μέλλον.»

«Σέλτον»

Απόστολος Θηβαίος