Σήμερα βρέχει. Την τέταρτη μέρα του Απρίλη πάντα βρέχει. Από το 1992, από εκείνη τη συννεφιασμένη Δευτέρα που αντικρίσαμε το πρόγραμμα της κηδείας του συμμαθητή μας. Από τη στιγμή που ο λυκειάρχης ανακοίνωσε στο προαύλιο τον θάνατό του. Ο Σταμάτης είχε διαγνωστεί με λευχαιμία. Ήμασταν συμμαθητές από την πρώτη γυμνασίου. Τη χρονιά που πέθανε μοιραζόμασταν το ίδιο θρανίο. Ο θάνατος ενός δεκαπεντάχρονου δεν είναι ένας φυσιολογικός θάνατος. Κανένας θάνατος δεν είναι φυσιολογικός. Φυσιολογική είναι μόνο η ζωή. Ο θάνατος εμπεριέχει βία. Τη δυσκολότερα διαχειρίσιμη μορφή βίας.
Αρκετά γεγονότα έχουν χαραχθεί στην μνήμη μου από εκείνη την περίοδο. Το σημαντικότερο απ’ όλα έχει να κάνει με την αδιαφορία που έδειξαν για την ψυχική υγεία των μαθητών τόσο οι καθηγητές όσο και το υπουργείο παιδείας. Λες και το να χάνεις στα δεκαπέντε σου χρόνια το συμμαθητή σου, είναι κάτι συνηθισμένο.
Έχουν περάσει σχεδόν τριάντα χρόνια από εκείνη την ημέρα. Ακόμη έχω στα ρουθούνια μου τη μυρωδιά των λευκών κρίνων που πήραν τη θέση του Σταμάτη στο θρανίο μας.
Είναι λίγα τα ποιήματα που δεν θα ήθελα να έχω γράψει. Ένα απ’ αυτά αφορά εκείνη την ημέρα. Συμπεριλήφθηκε στο, Ένα ποτήρι ακόμη, Τσαρλς. Κλείνω το σημερινό ημερολόγιο με αυτό το ποίημα. Αφιερωμένο την μνήμη κάθε εφήβου που έφυγε νωρίς…
[Τέσσερις Απρίλη ]
1992.
Αχρείαστη χρονιά.
Παράλογη
ως το έσχατό της βλέμμα.
Είκοσι χρόνια
κι ακόμη να κοπάσει
η μυρωδιά των κρίνων
στα ρουθούνια μας.
Σιχαίνομαι τα άνθη
που πήραν κάποτε
το μέρος του θανάτου.
Δεν τα μεγάλωνε η βροχή
να σέρνονται σε μνήματα.
Δύο δεκαετίες πέρασαν.
Εσύ εκεί.
Ατάραχος.
Πιστός στα δεκαπέντε χρόνια σου.
Είμαστε ακόμη συνομήλικοι,
μην το ξεχνάς.
Δεν τήρησε κανείς από το Α7
το αβάντζο του θανάτου.