Απόστολος Θηβαίος | Στράνι ή αλλιώς, Μορφίνη Για να ξεχάσουμε

© Édouard Boubat

[…Ανάβεις την λάμπα
Και ευθύς έρχονται πλάι σου
Όλοι οι μεγάλοι πρόγονοί σου…],
Εκείνοι που πάντα φεύγουν
Και ποτέ

 

  

«Ορισμένες εποχές ονομάστηκαν ιδιοφυείς και έτσι καταχωρήθηκαν μες στο χαώδες βιβλίο της ιστορίας. Αυτές οι εποχές εκτέλεσαν τον στόχο των κοινωνιών τους με τον μέγιστο βαθμό επιτυχίας, προχωρώντας σε πρωτοπορίες που ως τότε παρέμεναν ανείδωτες, απίθανες φιλοδοξίες. Στις πεντηκονταετίες τους άλλοτε κήρυξαν και πέτυχαν σπουδαίες επαναστάσεις, φέρνοντας κοντύτερα το δίκαιο στον κόσμο των ανθρώπων. Και άλλοτε προσέφεραν στην ανθρωπότητα έργα πολιτιστικού ενδιαφέροντος, εμβέλειας και αδιαμφισβήτητου κύρους. Προϊόντα που ετέθησαν στο επίκεντρο της μελέτης και στιγμάτισαν τον κόσμο των συμβόλων. Στο όνομά τους εκείνες οι εποχές στήριξαν τόσες και τόσες φιλοδοξίες. Στους εμπνευστές τους θεμελίωσαν τα μέτρα και τα σταθμά της ιδιοφυίας τους. Οι καλλιτέχνες, οι πολιτικοί, οι επιστήμονες, οι κληρικοί, όλοι τους ανεξαιρέτως υπήρξαν λαμπρά παραδείγματα της προδιάθεσης μιας ιδιοφυούς εποχής να δώσει δείγματα μιας άλλης ανωτερότητας, διαχρονικής, νεανικής, όπως οι στίχοι κάποιου σπουδαίου ποιητή. Κάπως έτσι οι εποχές που στα αλήθεια εμπεριέχουν την θέληση της ανθρωπότητας, ξεπερνούν την απλή συρραφή των χρόνων και μετατρέπονται σε κιβωτούς της προόδου του ανθρώπινου πολιτισμού.

Όλες οι εποχές αυτής της άφθαρτης, μες στους αιώνες ιδιοφυίας, πέτυχαν την ένταση, την δύναμη, έθεσαν και πάλι στα χείλη του κόσμου την ελπίδα προς έναν άλλον έρωτα. Εκείνον της δόξας. Με αυτές τις εποχές μετρούν σήμερα οι κοινωνίες τα βήματά τους, την μετριότητα ή την επάρκεια των μηνυμάτων τους.»

Τι ωραία λόγια σκέφτηκε, τι σπουδαία λόγια, είπε μέσα του ο Άντυ και προχώρησε αργά. Δίπλα του, σε κρυστάλλινες προθήκες με μια απόσταση μεταξύ τους, αναπαριστούσαν με φθαρμένες συνόψεις τις κορυφαίες εποχές της ανθρωπότητας. Τον τροχό ακολουθούσε η φωτιά και έπειτα τα αετώματα και οι ρυθμοί, άκαμπτοι Δωριείς και η Κόρινθος με τα επτά χαμένα της στρώματα. Έπειτα, στην πιο περίοπτη θέση το περίστροφο, σκαλιστό, πανέμορφο, ικανό για το χειρότερο. Και έπειτα η βρετανική ατμομηχανή με το βαρύ της μέταλλο, εκατοντάδες κιλά επαναστατικής, ανθρώπινης σκέψης. Ακολουθούσαν δεκάδες άλλες ανακαλύψεις σε μικρότερη κλίμακα, εργαλεία που ανακαλύφθηκαν για να χαραχτούν οι νέοι δρόμοι του εμπορίου, μέσα που επιστρατεύθηκαν από τον δημιουργικότερο νου για να διαμορφωθούν εξαρχής σπουδαία κατορθώματα όπως η λεωφόρος Στάλιν και το κτίριο Empire State, η νέα καγκελαρία με τον περήφανο αετό του υπ’ αριθμού τάδε ράιχ, οι κτιριακές δομές του ευλογημένου Σικάγο διά εμπνεύσεως Frank Loyd Wright και τόσα άλλα που διαφεύγουν αυτής εδώ της δίχως σημασία ανάμνησης. Οι μακέτες, βαλμένες υπερυψωμένα σε αυτοσχέδια θεωρεία, επεδείκνυαν την μνημειακή αξία, το είδος της πληρωματικής αχρονίας εκείνου του παλιού θεού της αγάπης που έπεσε από το βάθρος του έγινε συνθήκη. Ο Άντυ σταματούσε κάθε τόσο στις προθήκες, περίμενε ευλαβικά την σειρά του και όταν πλησίαζε μελετούσε διεξοδικά το έκθεμα και τις σχετικές πληροφορίες. Έφευγε πάντα με μια αίσθηση ανωτερότητας, νιώθοντας ευγνωμοσύνη για εκείνο το στοιχείο που έκανε λιγότερες τις λευκές, αχρείαστες μέρες του ανθρώπινου πολιτισμού. Ο Άντυ ήταν τότε είκοσι χρονών και ο δρόμος του παρέμενε κρυμμένος. Πλάι του, γύρω του, μέσα του ακούγονταν τα μπλουζ μιας νεότητας που σκορπά γρήγορα, αφήνοντας παλίρροιες. Τα ταξίδια πολύ τα αγαπούσε ο Άντυ, όπως και τούτες τις εκπαιδευτικές εκδρομές του επιστημονικού ομίλου για την διάδοση του πολιτιστικού κεκτημένου. Και έτσι ξεκινούσε τις  Κυριακές, τριγυρνώντας τα μουσεία, μαθαίνοντας από την αρχή τις αναρίθμητες εκδοχές του παγκόσμιου πολιτισμού. Η ψυχή του θαύμαζε τόσο αυτόν τον υπέροχο κόσμο και η βρετανική ατμομηχανή τον είχε κυριεύσει, κυρίως επειδή δεν υπήρξε προϊόν της φαντασίας μα η φωνή που καθορίστηκε από τα σπουδαιότερα βήματα της ανθρώπινης δημιουργικότητας.

 «Τίποτε δεν χωρά μες στους κόλπους αυτής της ιστορίας. Μια εποχή με στοιχεία ιδιοφυίας κυριαρχεί έναντι όλων, σβήνοντας όλα τα παλιά σημάδια και ότι είναι ξένο προς την πρόοδο.»

Το κοινό χειροκρότησε τον εισηγητή. Το πρόσωπό του έκρυβαν σταθερού ρυθμού προβολές διαφανειών, με κορυφαία επιτεύγματα της ανθρώπινης επινόησης. Ο Άντυ χειροκρότησε τότε με την καρδιά του, κάπως συνεπαρμένος, κάπως κουρασμένος από τον περίπατο μες στους αιώνες. Συλλογίστηκε πως το επόμενο βήμα θα είναι μια μηχανή του χρόνου, ωστόσο γρήγορα πρόσθεσε, -πάντα εντός του-, πως ένα τέτοιο κατόρθωμα απαιτεί μερικές δεκαετίες ακόμη ώσπου να αποσαφηνιστεί αυτό το πράγμα που οι άνθρωποι ονόμασαν ύλη και πιστά την πίστεψαν. Κοίταξε δίπλα του και είδε έναν άνδρα με εμφανή τα σημάδια του χρόνου επάνω του. Φορούσε ένα κατάμαυρο κοστούμι και είχε καρφιτσωμένα μερικά παράσημα που βάρυναν και ομόρφαιναν το κλασσικό κατά τα άλλα ένδυμά του. Εκείνος ο γέροντας δεν χειροκροτούσε, μόνον κοιτούσε με στωικότητα πλατωνική το πλήθος που ποδοκροτούσε ασυγκράτητο εκείνη την σπουδαία ομιλία. Κρατούσε το πρόσωπό του απόλυτα ευθυγραμμισμένο με μια σειρά από φώτα νέον που κέρδιζαν αργά την πρακτική τους σημασία. Το πρόσωπο του γέροντα γινόταν διάφανο και όλο αναχωρούσε προς έναν κήπο μυστικό, ο Άντυ τίποτε δεν γνώριζε τότε. Όμως, ένιωθε ξεκάθαρα τον πνιγηρό αέρα του αμφιθεάτρου, που έπεφτε σαν μολύβι στα στήθια του. Θύμιζε στήλη επιτύμβια, γωνιά των αγαλμάτων μες στο κατάμεστο περιβόλι, το γέρικο σπουργίτη που πάντα μένει. Ο Άντυ συλλογίστηκε πως αυτός εκεί ο άνδρας διαθέτει επάνω στο πρόσωπό του μέρες και χρόνια και δεκαετίες. Ο Άντυ συλλογίστηκε πως  ίσως του αξίζει μια θέση πίσω από τις προθήκες όταν ο άνεμος τον αφανίσει. Κάπως χαμογέλασε, μα πικρά, με μια δόση νοσταλγίας και ένοχης συνείδησης. Ο γέροντας γύρισε προς την μεριά του και έτσι ανέκφραστα, με βλέμμα δροσερό και αργυρόχρωμο είπε στον Άντυ τα παρακάτω λόγια. 

Ένα πράγμα δεν αντέχουν οι ιδιοφυείς εποχές αγαπητέ. Τους ήρωες, μάλιστα αυτούς. Οι τομές που επιφέρουν στην αδάμαστη πορεία της ανθρωπότητας προς έναν άδικο σκοπό μπορούν να γίνουν βαθιές, ανακόπτοντας την πορεία των πραγμάτων. Έτσι, μες στην ιδιοφυία τους, οι εποχές εφευρίσκουν τεχνάσματα, ας πούμε ανθισμένες μουσελίνες, δεκάδων μέτρων που μπορούν και κρύβουν αγαπητέ εκείνες τις ρωγμές ψηλά στα ξύλα. Οι μουσαμάδες και τα τσίγκινα φεγγάρια κάνουν την δουλειά, έτσι δεν είναι; Συμβάλλουν έτσι ώστε αλάνθαστοι οι στόχοι της εποχής να επιτευχθούν. Οι ήρωες θυμίζουν χρονικά, γραμμένα να διαβάζονται όταν το απαιτούν οι συνθήκες. Γίνονται ιστορίες, στυγνό φολκλόρ που κανείς δε νιώθει, μόνον για να σωθεί αυτό που λέμε, ιστορικά, ανθρώπινη καλλιγραφία. Οι ήρωες μένουν πίσω, στον τόπο του χαμού τους, γυρνούν με ξυλοπόδαρα, σαν χοντρές στάλες απάνω σε ξύλινους σταυρούς. Εισβάλλουν στα καφενεία και φυσούν έναν άνεμο, πατούν τις κορυφές και με τα καθρεφτάκια τους στέλνουν σινιάλα στην ιστορία. Έπειτα γυρνούν μες στον βυθό τους, έναν βυθό ομηρικό, κάτι σαν τους εργάτες των Αιγυπτίων που θάβονταν μαζί με τον βασιλιά τους μες σε κόλπους αρχιτεκτονικούς. Θυμίζουν απαλές αστραπές και έτσι το πλήθος τους αναγνωρίζει. Αυτοί είναι οι ήρωες, αγαπητέ μου, πράγμα ολότελα αταίριαστο στις ιδιοφυείς εποχές. Δέρματα κατάλληλα για τα αναπάντεχα, λαϊκά αραβουργήματα, ντελικάτες σκηνογραφίες μες σε έναν κόσμο τόσο πρακτικό και ιδιοφυή.

Ύστερα ο γέροντας σηκώθηκε από την θέση του. Με δυσκολία, ωστόσο περισσότερο θύμιζε έναν τεράστιο αρχάγγελο με ανοιξιάτικο μέτωπο, παρά τον αληθινό του χρόνο. Ο Άντυ έκανε να τον χαιρετήσει από σεβασμό. Συγκράτησε το πρόσωπό του και έπειτα άκουσε το ξυλοπόδαρο να τραβά τον πένθιμο δρόμο του. Αργά την νύχτα, καθώς επέστρεφε, αφήνοντας πίσω τους τις επαγγελματικές ορχήστρες των αθίγγανων, είδε στην μικρή πλατεία, κάτω από φώτα την προτομή του ήρωα. Πλησίασε και το στεφάνι το βρήκε πολυκαιρισμένο. Μα την όψη γνωστή, οικεία. Θυμήθηκε τον γέροντα και όσα του είπε μες στον καταιγισμό εκείνης της λήξης. Οι ήρωες δεν ανήκουν στις ιδιοφυείς εποχές. Μοιάζουν ολομόναχοι καθώς λάμπουν στο στερέωμα πλάι στην άδολη Βερενίκη.  Είναι λόφοι για να κυλούν τα νερά και οι ποιητές επάνω τους. Κυκλώνες είναι και τελετές μιας ανυπέρβλητης προσφοράς.

Γύρισε στο σπίτι κουρασμένος. Η βρετανική μηχανή τώρα δεν σήμαινε τίποτε. Έπιασε να βρέχει και ο θόρυβος πάνω στους ξύλινους σταυρούς δεν θα μπορούσε ποτέ ξανά να κρύψει τα ξυλοπόδαρα που σέρνουν σε πείσμα των καιρών οι ήρωες μες στις σκοτεινές μας γειτονιές.

Απόστολος Θηβαίος