Μαρίλια Γιακουμή | Στην καινούρια μέρα

Φωτογραφία: Josef Sudek

Το ταξίδι της ανακάλυψης δεν
σημαίνει να ψάχνεις για καινούρια μέρη
αλλά να έχεις καινούρια μάτια.

Μαρσέλ Προυστ

 

Να λοιπόν που η ανθρώπινη παντοδυναμία κλονίστηκε. Που πλέον δεν έχει σημασία τι δουλειά κάνεις, πόσα χρήματα βγάζεις, πόσο αναγνωρίσιμος είσαι. Όλοι είναι απόλυτα και αδιαπραγμάτευτα ίσοι μπροστά στο ενδεχόμενο του να είναι το επόμενο νέο κρούσμα του κορωνοϊού . Ξαφνικά ένα τόσο δα μικροσκοπικό “παράσιτο” κατάφερε να σου θυμίσει τη θνητότητά σου και πόσο μακριά από την ουσία ζούσες.
Μέχρι τώρα, στην πλειοψηφία τους, οι άνθρωποι έτρεχαν να μην αργήσουν στη δουλειά, προσπαθούσαν να επεκτείνουν τον χρόνο και να καταφέρουν να δουν μέσα στη μέρα φίλους και γνωστούς, άλλωστε έχουν τόσους “φίλους”. Οδηγούσαν νευρικά, εστίαζαν σε όσες ατυχίες ή άσχημα τους συνέβαιναν και ποτέ σε αυτά για τα οποία θα έπρεπε να είναι ευγνώμονες. Δεν ήταν ικανοποιημένοι με όσα είχαν, δεν έλεγαν σ’ ευχαριστώ ή σ’ αγαπάω, γιατί ο χρόνος ήταν στη σκέψη τους δεδομένος. Ενδιαφέρονταν περισσότερο να χτίσουν μια περσόνα, παρά να βελτιώσουν τους εαυτούς τους. Το ένα είναι εύκολο, το άλλο θέλει αυτομαστίγωμα, απουσία εγωισμού και χρόνο μέχρι να καρποφορήσει. Άλλοι πάλι βυθισμένοι σε ένα εικονικό κόσμο, αγχώνονταν για το αν θα καταφέρουν μέσα σε όλα να “ανεβάσουν” και κάποια φωτογραφία στους λογαριασμούς τους στα social media. Αυτό και αν δεν είναι απλή υπόθεση. Αρχικά, αποφασίζεις πως θέλεις να εκτεθείς. Είσαι μόνος ή έχεις παρέα, περνάς τέλεια ή μελαγχολείς, είναι αρκετά φανταχτερά αυτά που φοράς ή θα σε σχολιάσουν, φαίνεται και λίγο αυθόρμητη ή παραφαίνεται στημένη, είναι λίγα από τα ερωτήματα που πρέπει να απαντήσεις πριν προχωρήσεις στην απονενοημένη πράξη. Έπειτα, σειρά έχει ο εξονυχιστικός έλεγχος. Ως εδώ δεν αρκεί να είσαι μόνο προσεχτικός αλλά επιστρατεύονται και άλλες δεξιότητες. Οφείλεις να είσαι παρατηρητικός και να έχεις και κάποια εμπειρία. Περιττά παχάκια, σπυράκια, παραπανίσιες ελιές εξαφανίζονται. Φαλακρά κεφάλια βγάζουν μαλλιά, στραβά δόντια ισιώνουν, πλαδαρά σώματα σφίγγουν και εν ολίγοις ό,τι μαρτυράει την ανθρώπινη ιδιότητα σου κρύβεται. Στην εικονική πραγματικότητα τα πάντα έχουν το ρόλο τους και τίποτα δεν είναι τυχαίο. Ο εικονικός κόσμος είναι αυστηρός κριτής.
Κάπως έτσι λοιπόν, μέσα στην απίστευτη ματαιοδοξία μας, είχαμε πετύχει το αδύνατο. Σχεδόν είχαμε και οι ίδιοι πιστέψει την σουρεαλιστική ευτυχία που βιώνουμε, είχαμε υιοθετήσει την εικόνα που θέλαμε να δείχνουμε και είχαμε ξεχάσει ποιοι ήμασταν στην αρχή. Κάπως νοιώθαμε ανώτεροι και ο πόνος του διπλανού δεν μας έτρωγε και τόσο. Παραήμασταν ψηλά, για να βλέπουμε τόσο κάτω.
Σταδιακά, η ευαισθησία, ο αυθορμητισμός, ο ρομαντισμός θεωρήθηκαν ελαττώματα και έπρεπε να τα καμουφλάρουμε. Ο προβληματισμός και ο στοχασμός έγιναν πράγματα βαρετά και ανούσια, εκτός και αν ήταν όπλα, ώστε να δείχνουμε πιο ελκυστικοί και πιο ενδιαφέροντες. Δεν χάναμε ευκαιρία να επιμένουμε για τα όσα ξέρουμε, ασχέτως αν τα ξέρουμε. Άλλωστε, ο Σοπενχάουερ θεωρούσε τέχνη το να πείθεις τους άλλους πάντα για το δίκιο σου και έτσι γίναμε επιδέξιοι καλλιτέχνες. Τα λάθη που παραδέχεσαι σε κάνουν στόχο και οι ετυμηγορίες έγιναν το αγαπημένο μας χόμπι. Πανίσχυροι, αλάνθαστοι, φίλαυτοι, ωραιοπαθείς και τόσο ναρκωμένοι, κρύβαμε τα ψεγάδια μας με μεικ απ και με ψέματα. Ψέματα που λέγαμε σε εμάς τους ίδιους.

Κάπως έτσι, λοιπόν, μας βρήκε και το μικρό αυτό “παράσιτο”. Στην αρχή γελάγαμε, κάποιοι ακόμα γελάνε. Πώς ένα “παράσιτο” θα χτυπήσει εμάς; Σιγά σιγά όλο και περισσότερα παράθυρα φωτίζονταν από νωρίς, όλο και περισσότερο οι δρόμοι άδειαζαν. Οι μέρες περνούσαν και το σπίτι που θα έπρεπε να είναι καταφύγιο για κάποιους άρχισε να γίνεται φυλακή. Κάποιοι διαμαρτυρήθηκαν ότι η όραση τους βελτιώθηκε πολύ και πλέον έβλεπαν ρωγμές στο Είναι που έχτιζαν τόσα χρόνια. Κενοί εαυτοί που ορίζονταν από ένα φίλτρο, από ένα γκάτζετ, από μερικά λάικς, μα μόλις η πόρτα κλείνει δεν αντέχουν τον εαυτό τους. Έχουν βάλει τόσα κοστούμια που με λύσσα τα τραβούν για να τα βγάλουν. Έχουν τόσες τύψεις, που μετατρέπονται σ’ ένα ορθάνοιχτο στόμα με χιλιάδες δόντια, έτοιμο να δαγκώσει και να ξεσκίσει. Οι τοίχοι όλο και σε απειλούν και εσύ αρχίζεις να ξεφουσκώνεις και να μικραίνεις.
Ένα “παράσιτο” είναι αρκετό να ταράξει τον κόσμο και να σε κάνει να αρχίσεις επιτέλους να καθαρίζεις κάτω από το χαλί, να αλλάξεις τα γυαλιά που φόραγες, γιατί δουλειά δεν κάνανε. Να μείνεις με τον εαυτό σου. Να τον συγχωρήσεις, να τα πείτε, να τον αγαπήσεις, να τον πιάσεις και να πάτε ένα βήμα παραπέρα, να τον εξελίξεις και να τον αποδεχθείς, να τον γιατρέψεις. Μακριά από τον εξωπραγματικό κόσμο που ζούσαμε, υπάρχει ένας πανέμορφος κόσμος γεμάτος με λάθη, ψεγάδια, ατέλειες, θλίψεις και πτώσεις και αν μπεις εκεί σίγουρα κάποια στιγμή θα βγεις και τότε το φως θα είναι άπλετο και η ζεστασιά του θα σε γεμίζει ομορφιά, αγάπη και ηρεμία. Από εκεί και πέρα δεν θα είσαι ποτέ λίγος, ούτε μόνος. Θα αγαπάς τον εαυτό σου στοργικά και τρυφερά, όχι ματαιόδοξα και εγωιστικά και θα έχεις ένα ωραίο καβούκι να ξεμακραίνεις, όταν χρειάζεσαι. Σ’ ένα δεύτερο κείμενο, το “παράσιτο” θα μας αποκαλύψει πτυχές που δεν ξέραμε. Θα μας δείξει πόσο σημαντική είναι η σύνδεση με τους ανθρώπους. Πόση συγκίνηση και πόση ευτυχία μπορείς να πάρεις από μια βόλτα στη φύση. Βλέπεις, αυτή θα βρει το δρόμο της και χωρίς εμάς, ενώ για εμάς είναι απαραίτητη. Θα μας κάνει να βρούμε ομορφιά στα πράγματα γύρω μας και δεν θα έχουμε ανάγκη να τη φτιάξουμε με φίλτρα. Θα μάθουμε να αποτραβιόμαστε και να επαναξιολογούμε ανθρώπους και καταστάσεις. Θα μάθουμε να συγχωρούμε και να ζητάμε συγνώμη. Θα μάθουμε να προσφέρουμε χωρίς να μας το ζητάνε. Η πραγματική τρύπα του χρόνου άνοιξε και έχουμε την ευκαιρία να μπούμε και να διακοσμήσουμε έναν χώρο έτοιμο να υποδεχθεί τα μελλούμενα. Στα πάντα υπάρχει τελικά η στιγμή που καλούμαστε να κάνουμε το άλμα.
Θα έρθει ο καιρός που θα αγκαλιαζόμαστε και πάλι ελεύθερα και οι αποστάσεις θα είναι για να τις μειώνουμε και τα χαμόγελα θα έχουν νικήσει το σκοτάδι αλλά οφείλουμε τότε να γυρίσουμε αλλαγμένοι και ειλικρινείς και άνθρωποι.