Απόστολος Θηβαίος | Ω, Τζόναθαν – Μικρές ιστορίες με τέλος πικρό και γνώριμο

© George Krause

[«Κτισθείς κατά Θεόν,
Εν δικαιοσύνη και
Οσιότητι της αληθείας.»
Έτσι έζησε, έγραψε και πέθανε ο
Αλ. Παπαδιαμάντης
Υπομένοντας
Την ζωή και τα ρίσκα της
Φυλάσσοντας την ιδέα της,
Την πιο
Ακατηγοριοποίητη]

 

Δραστική Ουσία

Το φάρμακο Τζόναθαν θα κάνει όλη την δουλειά. Εσύ μονάχα θα πρέπει να υπομείνεις. Την θέα με το παράταιρο και λυπημένο κτίριο, τις αδελφές που τριγυρνούν κουβαλώντας λίγο από το αίμα σου. Τους άλλους, που ζουν με την ελπίδα πως κάποιος θα ακούσει την ιστορία τους, τον νεαρό με το ολόλευκο δέρμα και την λίγη μνήμη, την μέρα που γέρνει αργά μες στους θαλάμους , την νύχτα μες στους ίδιους θαλάμους μεγεθυμένη.

Όχι φως, όχι σινιάλα από τούτο τον κόσμο. Θα πρέπει να υπομείνεις αυτό το αποστειρωμένο μπλουζ μες στα παγωμένα χωράφια της μουσικής του. Σκληρά κοκτέιλ, υπέροχες μέρες με γυναίκες, λουλούδια, επισκέπτες, κουρτίνες, φρουτιέρες, λίγος ο θάνατος κάθε μέρα, ο θάνατος που δεν έχει κανενός τα μάτια Τζόναθαν, μην πιστέψεις ποτέ τα ποιήματα.

Λοιπόν, θάνατος το γλυπτό φιλί και θάνατος  εκείνα τα μπαλκόνια στην άκρη της πόλης με τα καρφωμένα ουρλιαχτά, τις γυναίκες που καπνίζουν έπειτα από μια μάχη ή έναν έρωτα, θάνατος Τζόναθαν με πρόσωπο κατάμαυρο στην πιάτσα των ταξί, αποστεωμένες ψυχές, μια αδειανή σημαία κάτω από τα φώτα της λεωφόρου. Η τέχνη του αποχαιρετισμού Τζόναθαν μοιάζει με το πιο δύσκολο πράγμα του κόσμου. Ας πούμε, να παραμείνεις αμέτοχος και να υπομείνεις, όπως στην αρχή Τζόναθαν, όπως στις πρώτες γραμμές, τον δροσερό καιρό που ξεθωριάζει, μια κατακίτρινη πλατεία που αφανίζεται κάτω από το βάρος ενός ολόκληρου μεσημεριού. Τζόναθαν άσε τα βιβλία να λένε και άσε το παλιό υφαντουργείο να σωπαίνει, άσε την βροχή, είναι μονάχα ένα αρχαίο νερό, ψάξε μέσα σου Τζόναθαν, κάτω από τις σκόνες και την μνήμη φίλε μου, ένα κοπάδι τρελά ψάρια που σπαράζουν την καρδιά σου όσο το φάρμακο κάνει την δουλειά του Τζόναθαν, καλέ μου φίλε. Το ρίσκο σου είναι όμορφο, τα κορίτσια του θαλάμου σου μικρές Καλιφόρνιες με άλικα χείλη και δέρμα από ροδόνερο. Κορίτσια από το Σινσινάτι, το Οχάιο, το Κλίβελαντ, το Βερμόντ γυρεύουν το χρίσμα της τύχης, μιλούν χαμηλόφωνα και ανασηκώνονται ξαφνικά από τις θέσεις τους, σαν κοιμισμένα περιστέρια όταν Τζόναθαν ακουστεί η τρομερή μηχανή και πάψει ο σάλος της ζωής.

Ο Τζόναθαν νοσηλεύτηκε στο μητροπολιτικό νοσοκομείο. Παρέμεινε για μερικές μέρες πριν την εκπνοή του χρόνου. Στην καρτέλα του οι θεράποντες κατέγραψαν τα εξής. Ο ασθενής διαθέτει σπάνια διάθεση για ζωή. Κάνει αστεία με τους λειτουργούς και τις νοσοκόμες, ζητά να ξυριστεί και έχει συνείδηση της ομορφιάς του. Μονάχα τις νύχτες στέλνει σήματα, περιγράφει πώς πνίγεται από τις κρίσεις του πανικού. Ζητά να αφήσουν το φως αναμμένο, πάσχει από ζωή και κανείς δεν θα μπορούσε να του αρνηθεί το οτιδήποτε. Εκτιμώμενος χρόνος ζωής, δύο εβδομάδες. Συστήνονται όλες οι πρακτικές που θα μπορούσαν να κάνουν τον Τζόναθαν έναν κάπως ευτυχισμένο άνθρωπο. Συστήνονται ακενεντόν, ταφτάδες, μουσελίνες, υφάσματα, οτιδήποτε θα μπορούσε να κάνει την λίγη ζωή του Τζόναθαν υποφερτή. Τίποτε άλλο δεν έγραφε στην καρτέλα του Τζόναθαν, μονάχα μιλιγκράμ, ατέλειωτες στήλες μιλιγκράμ και εκείνος, φαντάσου, δυο κάνες καρφωμένες στα μάτια. Μια θύελλα ακίνητη.

 Κατά βάθος

Ο Τζόναθαν πουλά ανθρώπους και εμπορεύματα κοντά στην Τρίτη λεωφόρο. Δεν το κρύβει και όλοι λένε για εκείνον τα χειρότερα. Μονάχα οι καρδιές των κοριτσιών νοιάζονται τόσο για τις μέρες και για τις νύχτες του ωραίου Τζόναθαν. Όταν συναντιούνται λένε μεταξύ τους πως ο Τζόναθαν τις γύρεψε στο τηλέφωνο του σταθμού των υπεραστικών. Και πως για την φωνή του αγοράζουν ζαχαρωτά και υπομένουν από το μεσημέρι τα πειράγματα των στρατιωτών. Όλα ψέματα, όλα μα αν ξέρατε πόσο σπουδαίος μοιάζει όταν πάνω στο πάλκο παίζει την μουσική του, καπνίζοντας μισός σε αυτόν τον κόσμο και άλλος μισός χαμένος μες στην καρδιά του φεγγαριού, σπασμένος Ορφέας, χαμένες ευκαιρίες και ο άνεμος που τον φυσά, τα έγχορδα που γερνούν, ο Τζόναθαν με τις μαγικές του νότες και τα τεχνάσματά του. Παίζει τον σκοπό του και ο άνεμος τον φυσά, γελά στα πρώτα τραπέζια και ο άνεμος τον φυσά, κρατά τον χρόνο στο ξύλινο πάλκο που πάει να πει πως περνούν οι μέρες σαν εραστές από την αυλή του Τζόναθαν. Και ο άνεμος που τον φυσά.

Η αστυνομία ανέφερε πως ήταν ατύχημα. Οι εμπειρογνώμονες που διαθέτουν ξεχωριστή πείρα, ακόμη και για τα σπάνια τροχαία του αυτοκινητοδρόμου 66 , απέδωσαν το δυστύχημα σε δέκα δάχτυλα ουίσκι και τα πολλά άλογα της Μάστανγκ, που βρυχάται αμερικάνικα, καίει αμερικάνικη βενζίνη, φτιαγμένη για αμερικάνικους δρόμους και αμερικάνικες εσχατιές. Η Μάστανγκ που περνά εμπρός από τα αραδιασμένα βαρέλια του υποσταθμού, η Μάστανγκ με τις αστερόεσσα στο σασί και τον έντονο βρυχηθμό, ξανθό σαλόνι και γυαλισμένα τάσια. Όλα τα έχει ο Τζόναθαν και ίσως για αυτό νιώθει πως μπορεί τώρα, εδώ και τώρα να αστράψει σαν ιδιαιτερότητα παντού και πάντα.

Πώς λυπήθηκαν τα κορίτσια, πόσο έκλαψαν για τον Τζόναθαν. Μα αυτό είναι μια άλλη ιστορία που ωστόσο μπορεί και πληγώνει όσους τον γνώρισαν. Και για αυτό σε τούτο την περίσταση δεν θα ειπωθεί.

Ροδάνι

Ο Τζόναθαν δουλεύει στις βενζίνες. Είναι πρόθυμος, πλένει δέκα αμάξια την ώρα χαμογελώντας, καμιά φορά τραγουδά, χάνεται με το ποδήλατό του στο βάθος του δρόμου και πάντα επιστρέφει με ένα πελώριο λουλούδι και ένα μάτσο φανταχτερά χρώματα. Οι πελάτες γυρεύουν τον Τζόναθαν, το χαμόγελό του σημαίνει καλή τύχη. Εκείνος αφήνεται στα χάδια της κυρίας Μάγιερ που έφθασε μυστικά ως εδώ μόνο και μόνο για να ζητήσει από τον Τζόναθαν να την προσέξει λίγο περισσότερο. Επειδή απόψε νιώθει ολομόναχη , το τελευταίο σκουπίδι ενός μπολ μασκέ που έχασε τον παλμό του.

Ο Τζόναθαν δεν δείχνει περισσότερη συμπάθεια από όση επιβάλλεται στην κυρία Μάγιερ. Εκείνη το αντιλαμβάνεται, οι δυο τους καίγονται σαν άστρα, ο Τζόναθαν φροντίζει τον κήπο και μαζεύει μερικά λουλούδια μονάχα για εκείνη. Ο βόμβος της νύχτας είναι που κρύβει το τραγούδι του.

Μάτια Μυθικά

Ο Τζόναθαν είναι, να δεις πώς το λένε, ναι, βέβαια, το βρήκα. Ο Τζ. Είναι ένας   θαυματοποιός, ίσως ο τελευταίος της ξέφρενης πολιτείας μας. Το αγαπημένο του νούμερο είναι να ζωγραφίζει πεντάγραμμα μες στην νύχτα ζητώντας από το πλήθος να τον ακολουθήσει όταν τριγυρνά εκστατικός στις εξοχές, φιλώντας στα χείλη τις τόσο σπάνιες στιγμές, σπάζοντας τις λύρες που ανθίζουν στα χώματα. Έπειτα οΤζόναθαν αποσύρεται στο καμαρίνι του και ο νους του κυλά μέσα από τα συρτάρια και τα πόστερ στην θελκτική μορφίνη. Τα μάτια του θυμίζουν νεφρίτες, ο ίδιος έναν νεαρό θεό της νύχτας όταν εμφανίζεται και πάλι, αφήνοντας στην σκηνή μια μακριά σειρά από χρωματιστά μαντίλια. Και όταν με ένα του νεύμα ανάβει το τσίγγινο, σισιλιάνικο φεγγάρι του θεάτρου που με τόσο κόπο απέκτησε ο Τζόναθαν από εκείνους τους αγριεμένους κομπάρσους του Καινούριου Θεάτρου. Φαντάσου, απλήρωτοι και εξαιρετικά θυμωμένοι να γυρεύουν το μηνιάτικό τους. Ύστερα τα αργοκίνητα κονβόι του αυτοκινητοδρόμου, οι αναμνήσεις από τις περίφημες νύχτες στην Μπρέσια, τις ρωμαϊκές φιέστες, το πλήθος που παραληρεί, ο Τζόναθαν  ξανά με το κολλαρισμένο του κοστούμι και το μολυβένιο βάρος της ζωής του. Να μετανιώνει ξανά και ξανά, ένας Τηλέμαχος από τερακότα με τα αμυγδαλωτά των Ασσυρίων μάτια.

Απόστολος Θηβαίος