Απόστολος Θηβαίος | Roman 19 – Αποσπάσματα επιστολής από μια παράξενη εποχή

© Willy Ronis

Τα αποσπάσματα που ακολουθούν αφήνουν πολλά ζητήματα αξεδιάλυτα. Ωστόσο, παραχωρούν στον αναγνώστη μια κάποια ιδέα για εκείνη την τρομερή εποχή που στοίχισε στην ανθρωπότητα την ελευθερία της. Τα αποσπάσματα μεταφέρθηκαν αυτούσια από ένα δερματόδετο βιβλίο με τίτλους και σύντομα σημειώματα. Παντού επαναλαμβάνεται το ωραίο και δισύλλαβο του έρωτα. Μπεά, Μπεά, διαβάζοντας το με τον διδακτικό τρόπο που πέρασε πια και πάει.  

[…Το περίμενες ποτέ Μπεά; Φαντάστηκες ποτέ μια Ρώμη τόσο μόνη; τα γήπεδα Μπεά, τα καφενεία, οι σταθμοί, τα στέκια που θυμάσαι, όλα να χάνονται. Η πόλη μαζί με τους ανθρώπους της κρύφτηκε από τους αιώνες. Μόνο τα κτίρια από την θέα του διαμερίσματός μου, μόνον αυτά αντέχουν ακόμη. Οι επιγραφές τους ανάβουν την νύχτα, όπως πάντα. Πετρέλαια, ασφάλειες, εισιτήρια αεροπορικού τύπου, αναψυκτήρια γεμάτα ανθρώπους με υποψίες εργάζονται επάνω στον τρομερό τους ρόλο. Ένα είδος συντριπτικού κατάγματος στις συνήθειες αυτού του κόσμου, να τι σημαίνει ο φόβος Μπεά. Ο κύριος Μικέλε δεν τα κατάφερε. Μην λυπηθείς, εκείνος ο επίμονος βήχας ήταν γραφτό να τον πάρει μαζί του. Το ξημέρωμα, πάνε δυο εβδομάδες τώρα, ακούστηκε αυτός ο υπόκωφος χτύπος, καθώς τα πνευμόνια του κυρίου Μικέλε πήραν να φτερουγίζουν ανάμεσα στους τοίχους του παλιού σπιτιού. Όσοι γνωρίζουμε προσμέναμε μια έξαρση και έπειτα την σιωπή. Όμως αυτήν την φορά ο βήχας επέμεινε, ο κύριος Μικέλε πάλευε για την ζωή του ανάμεσα στους τοίχους του παλιού σπιτιού, ο κύριος Μικέλε που αγαπά τα γήπεδα, τα καφενεία, που έζησε τον χαμό των δικών του ανθρώπων, που στο χέρι του κρατιέται αχνό το νούμερο μιας σκοτεινής συναλλαγής. Ο κύριος Μικέλε δεν τα κατάφερε. Ως το ξημέρωμα είχε αφήσει την τελευταία του πνοή. Οι άνδρες που τον πήραν μας κοιτούσαν απεγνωσμένοι, μας προέτρεπαν να παραμείνουμε μακριά ενώ κάποιοι άλλοι ήδη συγύριζαν το παλιό διαμερισματάκι με τα αμέτρητα φεγγάρια και τον ασημένιο διάδρομο και τα ωραία φωτιστικά σώματα με τις αλυσίδες ,τους περίτεχνους κηροστάτες, το στυλ των αποικιών. Μην λυπάσαι Μπεά, ο κύριος Μικέλε έφυγε ευτυχισμένος, καθώς ενώ τον φόρτωναν με κάθε προφύλαξη στο αυτοκίνητο της εταιρίας ένιωσα πως οφείλει κανείς να πει ένα αντίο και άνοιξα στην διαπασών τον ραδιοφωνικό σταθμό αφήνοντας μια μουσική που δεν θυμάμαι πια, να ζεστάνει τα παγωμένα σπίτια αυτής της πολιτείας. Εκείνο το απόγευμα…]  

Κάπου αλλού φαίνεται πως κάποιος νικήθηκε, φθάνοντας, -ω, ναι, τούτο οφείλουμε να το αναγνωρίσουμε-, από αναρίθμητους δρόμους. 

[..Μην αναρωτιέσαι γιατί σου γράφω. Όλες αυτές τις συνήθειες τις σκότωσε ο καιρός. Τις πήρε το κύμα Μπεά και άλλα τέτοια ρομάντσα που τίποτε δεν θέλουν να πουν και δεν μπορούν πια. Κοιτάζω την Ρώμη που νυχτώνει, τόσα κτίρια, τόσοι άνθρωποι στις κόχες των πύργων, πάνω σε άμαξες ή ολομόναχα στάχυα μαρμάρινα μιας εποχής και μιας ιδέας. Το διαμερισματάκι μας θυμίζει τα άδεια όστρακα του καλοκαιριού. Θυμάσαι Μπεά; Δεν είχαμε ανάγκη τότε από μάσκες, κάθε απώλεια μας στοίχιζε. Δυο μάτια, μια ιδέα από τα χείλη μας, τα φαγωμένα ζυγωματικά, στοίχειωναν την ζωή μας, που ηταν πλασμένη για το φως. Όμως αλλάζουν οι καιροί Μπεά. Τα κορίτσια στα θέατρα φορούν το καλό τους φόρεμα, δαντέλα και ολομέταξους γιακάδες, τα αγόρια ποντάρουν στο ποδόσφαιρο ολάκερη την ζωή τους, ο πατέρας τριγυρνά στους δρόμους με ένα μωρό παιδί, ένα αυτοκίνητο με ορθάνοιχτα παράθυρα, το κιόσκι με τις εφημερίδες και τις χορευτικές σελίδες τους, εσύ Μπεά, μια κούκλα με κολλαρισμένο χαμόγελο εμπρός από το φως στο μικρό διαμερισματάκι μας, με φιλντισένια βλέφαρα και ένα κόκκινο Πεζάρο στα μήλα Μπεά. Στατιστικές και οι νεκροί ήδη σε εκατοντάδες πόστα. Η ζωή σε προσκύνημα λαϊκό των θαλάμων και των ραδιοφώνων…] 

[…Δυο φίλοι με επισκέφτηκαν μυστικά χθες βράδυ. Μου έφεραν λίγο ψωμί και φρέσκο κρασί, τσιγάρα και εφημερίδες. Τους ευχαρίστησα Μπεά και κοίταξα τον ασημένιο διάδρομο μήπως φανεί το κορίτσι που γεννήθηκε για πάντα νέο σε μια πολιτεία αιώνια. Ιταλική μελαγχολία, πανδοχεία των προαστίων, τερματικοί σταθμοί με έξαλλους, πρώην επιβάτες να σκορπούν σε όλες τις κατευθύνσεις αυτού του παράλογου κόσμου. Οι φίλοι έφυγαν γρήγορα, χάθηκαν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, δίχως τίποτε να πουν. Υποσχεθήκαμε πως αν, πως όταν αυτή η ιστορία πάρει ένα τέλος θα βρεθούμε με την πιο εορταστική διάθεση στο μπαρ του Σαμ. Και αν το θέλει ο θεός, θα πίνουμε ως το πρωί και θα αγκαλιαζόμαστε, πνιγμένοι στην ευτυχία, ζυγίζοντας ο ένας στον άλλο τα λόγια που θέλουμε να πούμε στα κορίτσια μας. Τι μαρτύριο για μια νέα καρδιά ο έρωτας Μπεά, τι κλεισμένοι δρόμοι και ξαφνικά φεγγάρια και μεγάλες, άπληστες μέρες από ησυχία και χειμώνα ανάμεσα στα πόδια σου, κατοικίδια πιστά στον χαμό…] 

Σε μια άλλη παράγραφο το απόσπασμα παραχωρεί εικόνες μιας χειμαζόμενης πολιτείας με ανθρώπους πνιγμένους στην ελπίδα. 

[..Μια κυρία σήμερα συνελήφθη στην γειτονιά. Πάνοπλοι άνδρες με καλυμμένα χαρακτηριστικά της ζήτησαν επιτακτικά, όμως με την ευγενικότερη πρόθεση βάσει των περιστάσεων να επιβιβασθεί δίχως βία στο ειδικό όχημα. Εκείνη πλησίασε, ναι, σχεδόν έφτασε μα την τελευταία στιγμή ψιθύρισε, θέλω να ζήσω και χτύπησε τα φτερά της πρώτη φορά με τον πιο παράδοξο τρόπο, κάνοντας ξεκάθαρο πως τούτο το ρίσκο της θα ΄ναι όμορφο πολύ μα στο τέλος θα της στοιχίσει. Το ίδιο σκηνικό επαναλαμβάνεται διαρκώς. Κάποια ώρα οι φωνές που ακούγονται, έπειτα οι οδηγίες στους κατοίκους που χαιρετιούνται εγκάρδια από μπαλκόνι σε μπαλκόνι, που ανεμίζουν φουλάρια και μαντίλια και σημαίες λίγο πάνω από το φως που αποκαλύπτει την Ρώμη. Το αυτοκίνητο του εργοστασίου μόλις πέρασε με τα νυχτωμένα του φώτα. Κάποιοι το σταμάτησαν για έναν τυπικό έλεγχο. Σε λίγο ένας από τους επιβάτες φορτώθηκε βιαστικά στο όχημα του κλιμακίου. Κανείς δεν έμαθε ποτέ για εκείνον, αν έζησε κάπως αλλιώτικα ή νικήθηκε κάπου κοντά στον σταθμό των λεωφορείων που φθάνουν από κάθε δρόμο και κουβαλούν ονόματα ζωγράφων. Έχω μέρες να ακούσω πως περνούν. Ένας μικρός σεισμός, δυο κινητήρες πετρελαίου αρκετών, εκατοντάδων γέρικων ίππων και η πόλη αποκοιμιέται. Έπειτα Μπεά φθάνεις εσύ και κάτι από τον παλιό μου εαυτό ρίχνεται απόψε στα νερά σου δίχως προφύλαξη και δίχως σχεδία. Φαντάσου οι δυο μας στο διαμερισματάκι, σε στυλ Έντουαρντ Χόπερ, με μπορντώ ρόμπες και σακάκια και μια κομψή ιδέα για τους ανθρώπους και τα πράγματα. Ας είναι, βλέπεις δεν συνήθισα να σου γράφω και νιώθω ξένη τούτην την εξομολόγηση. Για αυτό λοιπόν σου στέλνω τους πιο τρυφερούς χαιρετισμούς από την Ρώμη που απόψε ακουμπά στο εγγλέζικο δεκανίδι της. Και ελπίζω Μπεά πως γρήγορα θα επιστρέψεις, πως θα σε δω να κυμαίνεσαι από το σκοτάδι ως τους ακάλυπτους, μια ασημένια πριγκίπισσα, το σπανιότερο άνθος Μπεά μες στο διαμερισματάκι…] 

[…Οι φίλοι που με επισκέφτηκαν φορούσαν τις μάσκες τους. Μα τι ωραίοι που ήταν και απόκοσμοι. Είπα να τους ζωγραφίσω, όμως έδειχναν βιαστικοί και έλεγαν πως μια τέτοια δουλειά θέλει ώρες και δίσταζαν. Όλοι αγαπούσαν την μάσκα τους και την είχαν διακοσμήσει με φτερά καπονιού και στρας και ένα σωρό άλλες φιοριτούρες. Έλεγες πως ανταγωνίζονται στην πρωτοτυπία και την έκφραση και πως εκεί, ενώπιόν μας παιζόταν το δράμα μιας ολόκληρης νιότης που ξοφλάει. Κεφάλι γερμένο, ρόλος που αποδίδεται με επιτήδευση, παιχνίδια νεανικά των αμφιθεάτρων. Κάποιος είπε πως η μάσκα του έγινε δεύτερη φύση και  άλλοι πάλι ισχυρίζονται πως είναι απαραίτητη στο παιχνίδι του αστρολάβου που παίζεται κάθε νύχτα στα δωμάτια των μοτέλ πλάι στον αυτοκινητόδρομο. Μα όπως και να έχει, το ζήτημα είναι πως οι φίλοι μου συνήθισαν τις μάσκες τους, σαν να ήταν έτοιμοι από καιρό λιγοστεύοντας πρόσωπο, χέρια και καρδιές. Εσύ Μπεά; Μα τι λέω εσύ δεν μοιάζεις με τα άλλα κορίτσια. Εσύ δεν ζεις πια εδώ. Όμως σου γράφω, έτσι άσκοπα, πριν με πάρουν οι κυκλώνες και δεν σε θυμηθώ ποτέ…] 

Εδώ οι επιστολές σταματούν. Τι επιστολές δηλαδή, μονάχα αποσπάσματα από το κοριτσίστικο τετράδιο που ανακαλύφθηκε στο διαμέρισμα του εικοστού ορόφου ανάμεσα στα πεθαμένα πράγματα. Οι ειδικοί εβάφτισαν αυτό το υλικό με την κωδική ονομασία Roman 19. Ύστερα επέστρεψαν στα εργαστήριά τους δοκιμάζοντας τους ορούς σε ανυποψίαστους ασθενείς, κρατώντας με νόημα το αδειανό τους χέρι, τον άρρωστο πυρετό τους.

Απόστολος Θηβαίος