Απόστολος Θηβαίος | Μελαχρινά Νερά ή μια ελεγεία για τον Τομ

© Jean Gaumy

Κάθε τόσο
η πομπή σταματούσε
ο άνεμος τους παράδερνε
ακουγόταν μονάχα
η σπασμένη καρδιά
και τίποτε

 

 

Οι κούκλες κομμωτηρίου δεν έχουν τίποτε να πουν. Σιωπούν με ένα παγωμένο βλέμμα και μερικές ρυτίδες που μοιάζουν χαρακιές ή απλώς γρατζουνιές της νύχτας. Η λεωφόρος ξεκουράζεται, κάτι λίγοι περαστικοί και ήχοι σαξοφώνου. Ο καλός του φίλος Τομ που συνήθιζε να παίρνει το βαποράκι τις Κυριακές δεν μένει πια εδώ. Είναι κιόλας μια κολασμένη ψυχή, μα το όνομά του, Τομ, Τομ, κέρδισε την αθανασία των γλυκών  πραγμάτων.

Η μέρα ήταν δύσκολη και ο γέρο Νέιτ θα θελήσει το μεροκάματο. Η καρδιά μου Νέιτ πονάει, ο Τομ, – θυμάσαι τον Τομ με τα ραφινάτα πουκάμισα που τόσο ζήλευες;-, κηδεύτηκε σήμερα. Συγχώρεσε με Νέιτ μα αισθάνομαι κομματιασμένος και αν το επιτρέψεις το αποψινό μεροκάματο θα το έχεις διπλό από αύριο, δίχως επιβάρυνση Νέιτ. Είσαι καλός, δεν θα το ξεχάσω ποτέ Νέιτ και ύστερα θα απομακρυνθεί βιαστικά δίχως να ακούσει τις βρισιές του, τα σκληρά του λόγια. Όμως οι φίλοι θα τον νιώσουν, ίσως ανταμώσουν στις λεωφόρους που κοιμούνται βγάζοντας πυκνές ανάσες. Όπως οι ανάσες όλων τους σε εκείνη την παγωμένη σάλα. Η μητέρα του, ο πατέρας διαλυμένος κλαίγοντας βουβά, οι συγγενείς από τα προάστια με τα κατάμαυρα κοστούμια και τα σκουριασμένα στόματα. Ένας μικρός φροντίζει την φωτιά. Κάθε τόσο ακούγεται που πελεκάει έξω. Υπάρχει μια μυστική αυλή, παράταιρη, ένα κομμάτι γης, καλά βαλμένο ανάμεσα στους πανίσχυρους χάλυβες, τους μονωτήρες, τα χιλιάδες πράγματα που συνθέτουν μια πολιτεία. Έπειτα εμφανίζεται με τα ξύλα στα χέρια, το κοινό δεν ενδιαφέρεται. Ένας δυο στρέφουν το πρόσωπό τους, κάτι σπάζει μες στην σάλα. Θα είναι σίγουρα η καρδιά του που δεν έχει μάτια απόψε. Θα είναι ο Τομ που ανοίγει ένα σφραγισμένο παράθυρο και χάνεται στις νύχτες. Εύχομαι εκεί να έχει κορίτσια, πολλά κορίτσια, όμως τίποτε δεν φέρνει ειρήνη απόψε.

Στο τέλος, όταν ο Τομ έλιωνε και είχε μόνον απομείνει κάτι από εκείνον, έσκυψα και πήρα την τελευταία του ανάσα. Έπειτα άνοιξα λίγο την πόρτα, μονάχα λίγο. Αν χαθεί ή δειλιάσει ο Τομ σε εκείνον τον ολοκαίνουριο κόσμο του, να μπορεί να γυρίσει. Η μητέρα μιλούσε με γυάλινα μάτια, κάπου κάπου γεννιόντουσαν εκεί μέσα μαλακές πεταλούδες. Έτσι ήξερε πως η γυναίκα λιγόστευε. Πρέπει οι καθρέφτες να σκεπαστούν με ένα λευκό σεντόνι. Και το ρολόι, πρέπει να σταματήσει εκείνη ακριβώς την στιγμή δίχως καθυστέρηση. Έσπαζε η γυναίκα, γινόταν το παλιό κορίτσι και έπειτα λιγότερη, μια λεπτομέρεια δίχως καμιά σημασία, ένας ολότελα ηττημένος άνθρωπος. Έτσι προστάζει η λαϊκή και αλάνθαστη σοφία παιδί μου. Έπλυνα εγώ η ίδια το σώμα του και ετοίμασα το καλό του κοστούμι. Λευκό πουκάμισο και γάντια, τα χέρια στο πλάι, το σώμα σε στάση προσοχής εμπρός στην ψυχή. Ένας δύσκολος χωρισμός παιδί μου. Έλα ξέσπασε, βγες έξω στην νύχτα, όλοι οι δρόμοι ψιθυρίζουν το όνομά του, δεν θα νιώσεις μόνη, απόψε πέφτουν μόνον για σένα οι τελευταίες στάλες της τελευταίας βροχής. 

Θα του ζητήσουν το αντίτιμο, φρόντισα για εκείνο εγώ η ίδια. Φώναξα τις γυναίκες που σε τέτοιες περιστάσεις φαντάζουν αληθινά χρήσιμες με το πικρό τους τραγούδι. Το ψωμί, το αλάτι στα πόδια του και τα κερά, πρωτίστως αυτά. Ο Τομ μου φοβάται το σκοτάδι, μα εγώ είμαι εδώ. Κάθε τόσο κάποιος σκύβει και φτιάχνει τον γιακά του ή ισιώνει την γραβάτα του. Ο μικρός πελεκάει έξω, ένα γρήγορο αυτοκίνητο, μια μυστική πίσω αυλή φτιαγμένη μονάχα για τον Τομ και τους φίλους του.

Ζήτησε τσιγάρο από κάποιον περαστικό, η ψυχή του είχε βαρύνει πολύ και άλλο δεν θα άντεχε σε εκείνη την αγρύπνια. Κάτι παράξενοι τύποι, σωστοί βασιλιάδες μάγοι προσπέρασαν το σπίτι με την μαύρη κορδέλα και έβγαλαν τα καπέλα τους. Άκουσε το βαποράκι πλησιάζει στην αποβάθρα. Κοίτα, ο Τομ μου γνέφει μα στέκει στην άκρη της πλώρης και ίσως τα κύματα να τον κερδίσουν. Όλα σταμάτησαν εκείνη την ώρα. Κάποιος βγήκε έξω στους δρόμους και αποκάλυψε σε όλους το φοβερό μυστικό. Όλα πάγωσαν για μια στιγμή και έγιναν ένα απέραντο και βαθύ χθες. Λίγο ρούμι αρκεί, μερικά γλυκίσματα, ένα ποτήρι μπράντυ ίσως, λίγο ψωμί για την ψυχή του Τομ; Άλλωστε έξω κάνει παγωνιά, το έχει κανείς ανάγκη.

Στις δέκα ακριβώς η πόρτα χτύπησε, οι θαμπές μποτίλιες τραντάχτηκαν σαν σε σεισμό, πόσα χρόνια να μετρούν άραγε. Ένας ξερακιανός, ντυμένος κατάλληλα, ψηλός όσο ένα δέντρο, κάπως απόκοσμος είπε πως ήρθε η ώρα. Ένας ένας οι καλεσμένοι σηκώθηκαν από τις θέσεις τους. Έβλεπες που ένιωθαν μέσα τους ευτυχισμένοι, επειδή εκπλήρωσαν το φοβερό καθήκον. Μέρες βαλσαμωμένες, να ξερνούν ροκανίδια από τις κόχες, το ιερατικό κεφάλι του νεκρού, κάτι φωνές, κάτι λόγια συνταρακτικά. Η μητέρα διαλύθηκε σε χιλιάδες κομμάτια, έγινε ας πούμε μια ανώνυμη σκόνη. Κάποιος την κράτησε, μέσα από τα χέρια του όμως γλίτωσε σαν νερό. Στο ποτάμι Τομ, στις εκβολές του, πρωταγωνιστές σε ένα παράξενο μοντάζ. Σε χίλια χρόνια ίσως Τομ. 

Άκουσε το βαποράκι που αναχωρούσε και έτρεξε, έτρεξε όσο μπορούσε περισσότερο, το σώμα του λυνόταν κάθε τόσο, έτρεξε και έκλαψε για τον χαμένο του φίλο. Οι εργάτες του λιμανιού τον είδαν, άφησαν κάπως μισάνοιχτο τον βατήρα και διέταξαν κράτει! Πλάι του έτρεχε σαν αγρίμι ο Τομ, γελώντας τρανταχτά με το ανοιχτό του πουκάμισο και την λυμένη του γραβάτα. Σε χίλια χρόνια Τομ, σε χίλια χρόνια.

Κάτι έχει αλλάξει θέση σε αυτήν την πολιτεία. Οι περαστικοί λιγοστεύουν, ο γέρο Νέιτ τον κάνει να χαμογελάσει πρώτη φορά σήμερα. Κάπως σταματά, κάτι συλλογιέται, -όλα σε αυτήν την ιστορία θυμίζουν, βλέπεις, μετέωρες υποθέσεις-, και έπειτα βάζει πλώρη για το ποτοπωλείο Κάσιντυ. Ο γέρο Νέιτ θα χαρεί. Ίσως πει, ζωή σε λόγου μας χτυπώντας με στην πλάτη στοργικά. Έπειτα θα πει, “ώρα για δουλειά, φθάνουν οι βόλτες με το βαποράκι!”

Σε χίλια χρόνια Τομ. Του αφιέρωσε ένα γνώριμο τραγούδι και έβαλε στην διαπασών τις βραδινές ιπποδρομίες. Επέστρεφε κιόλας στα ωραία του ρίσκα, κάπως λυπημένος. Μα η παθητική φωνή του τραγουδιστή και δυο δάχτυλα ουίσκι θα κάνουν για απόψε την δουλειά.

Απόστολος Θηβαίος