Απόστολος Θηβαίος | Post

© Walker Evans

Σε τρίτο πρόσωπο, εύρημα των ημερολογίων της σοφίτας της οδού Φρανκλίν.

Η ζωή του υπήρξε σπαραγμός, εκεί μέσα τα λέει όλα.

¥

Ημέρα των βιομηχανικών εργατών, ευτυχισμένες μέρες,

Τα παιδιά τρέχουν στην γειτονιά με το ομοίωμά του. Παίζουν και γελούν ανάμεσα στα σπίτια. Κουβαλούν με τα καρότσια όμορφους τενεκέδες με γεωμετρικά σχήματα και κατάξανθες καρυάτιδες. Όμως δεν νοιάζονται, στα χνάρια του βαδίζουν και ως το ξημέρωμα το ορκίζομαι πως θα έχουν αποκοιμηθεί κάτω στον ποταμό. Και όλα τα τραγούδια που μιλούν για τα παράδοξα τούτου του κόσμου στο όνειρό τους  θα ξεδιπλώνονται εις τους αιώνες των αιώνων. Θα γιορτάζουν την θύμηση του Άλκη κάτω από το φεγγάρι. Θα γιορτάζουν τον θάνατό του που είναι μια ολόκληρη εποχή. Ένα βήμα πριν τον χαμό.

¥

Στην γειτονιά μας έφθασαν οι καινούριοι φοιτητές. Χαμογελούν και στέλνουν ανταποκρίσεις σε κάθε γωνιά αυτού το κόσμου.

¥

Το λουλούδι μου πέθανε. Έτσι ξαφνικά, βγήκε το πρωί έξω στον ήλιο, έκαψε τα άστρα του και χάθηκε. Καλό ταξίδι γνέφουν τα πράγματα από εδώ κάτω.

¥

Το ωραιότερο κορίτσι πήρε να χορεύει με όλους τους καβαλιέρους. Κυλούσε σαν ίσκιος κάτω από τις στοές.

¥

Ένα πράσινο λάστιχο κήπου, καρφιά, τις κληματίδες που ονειρεύτηκα, χαρτονένια πιάτα, ποτήρια. Μια λάμπα θυέλλης.

(να αγοραστούν με την ίδια σειρά, σαν λόγια μιας προσευχής)

¥

 

Πικρές Ιστορίες

Ήταν Μάρτιος 1938, θυμάμαι. Ο καιρός μύριζε θάνατο, μα ξέρετε καλά πως  η ζωή βαδίζει αδιάκοπα. Ο Άλκης πέθαινε στην αυλή του, όπως πεθαίνουν τα παλιά πράγματα.

Οι τενεκέδες του διαθέτουν όλων των λογιών τα άνθη. Και οι λευκές φρίζες πώς σμίγουν ιδανικά με όλο αυτόν τον ξεπερασμένο κόσμο. Ο Άλκης ακούει τα νέα από τον νεαρό εφημεριδοπώλη. Πηχυαίοι τίτλοι, μικρά βήματα των στρατιωτών, πυκνές φωτιές στην αλλοτινή πεδιάδα. Ο Άλκης πεθαίνει στην αυλή του, καρφωμένος σε αυτήν την θέση. Οι γυναίκες που τον φροντίζουν φθάνουν πάντα το απόγευμα, παραμένουν πλάι του ως το σούρουπο και τότε, ποτίζουν τα άνθη και τον αποχαιρετούν. Έτσι είναι Άλκη, σε αυτήν την ζωή πολλές φορές πεθαίνεις.

Ήταν Μάρτιος του ΄38, θυμάμαι. Το τσίρκο του Μάρκου παραχώρησε μια κάποια πνοή στην λυπημένη πόλη, μα ο Άλκης δεν θα μπορέσει ποτέ να βρεθεί εκεί, κάτω από τα φώτα, ευτυχισμένος μάρτυρας μικρών, ανείπωτων θαυμάτων. Ο Άλκης είναι καταδικασμένος, καταλαβαίνετε, η μοίρα του είναι καθορισμένη, το πεπρωμένο του τέλειωσε και τώρα ζει στ΄απόφωνα και τις μουσικές από τα όμορφα χρόνια.

Μια από αυτές τις μέρες ο  Άλκης θα βάλει όλη του την δύναμη σ΄έναν και μόνο σκοπό. Πάει να πει πως διάφανος, περασμένος από καιρό στην χώρα του θανάτου, θα σταθεί κάτω από το φως, με το καφετί του κοστούμι, τα κοκάλινα γυαλιά του, την τραγική Άλκηστη στα χέρια του, τα γυαλισμένα μοκασίνια του. Προτού χαθεί μες στο όνειρο που περνά, θα απαγγείλει τα τελευταία της λόγια. Γύρω του έμποροι και πραμάτειες και οι εφηβικοί έρωτες της ανυπέρβλητης εξασθένησης. Και ο Άλκης, το πιο άγριο θηρίο ανάμεσα σε εκείνα που σπαράζουν κάθε βράδυ πέρα στο ξέφωτο. Ο Άλκης, θα ψιθυρίζουν οι περαστικοί, που μονάχα ως υποψία τον είχαν κάποτε σκεφτεί. Ο Άλκης που γεννήθηκε για την ζωή και άλλον δρόμο δεν γνωρίζει απόψε. Ο Άλκης με τα αδειανά του χέρια, τα πιο λευκά άρμενα αυτής της πόλης, η ανεμιστή του όψη, τ΄ακλόνητο επιχείρημα της ζωής του, οι φίλοι που του γνέφουν χρόνια μετά από ένα ύψωμα με ονομασία στρατιωτική.

Χιλιάδες Χριστοί παρελαύνουν κάθε βράδυ στους δρόμους της πόλης. Οι σταυροί τους σέρνονται μες στις εποχές, στην γενειάδα τους ξεπλέκεται ένα ουράνιο τόξο. Ο Άλκης είναι μια όμορφη νεφέλη, ένας ίσκιος, η Άλκηστη που γερνά, χιόνι και γράμματα. Και μια χαραγματιά στις πέτρες και τίποτε. Τους ρωτά από πού έρχονται, για το χιόνι στις πλάτες τους, τα φαγωμένα τους χέρια, τις σκοτεινές τις γειτονιές. Μα κανείς δεν αποκρίνεται, με έναν ηρωικό παγανισμό τραβούν στην πλατεία των αμέτρητων πεσόντων.

Κανείς δεν γνωρίζει την συνέχεια της ιστορίας. Ήρθαν δύσκολοι καιροί, έπεσε θάνατος στην πόλη, έφευγαν κοπάδια οι άνθρωποι και οι συγγενείς και οι φίλοι οι πιο αφοσιωμένοι. Ο Άλκης τράβηξε ίσια στην άβυσσο αφού κανένα κλειδί δεν είχε πια για να ανοίξει τα παλιά παράθυρα. Ναι, ο Άλκης ένιωσε την ζωή και ας έφυγε μια μέρα του Μάρτη του ’38, ήσυχα και ειρηνικά, όπως αρμόζει στην μοναξιά του. Κάθε που φθάνει η εθνική επέτειος θυμάμαι τον Άλκη, να ξυρίζεται μονάχος, με το μικρό του καθρεφτάκι  στην αυλή με τα άνθη και τις μαυροφορεμένες γυναίκες. Τέτοιες μέρες πάντα θυμάμαι τον Άλκη.

Μα τι λέω, γνωρίζετε και εσείς για αυτόν. Το πορτραίτο του είναι διαδεδομένο, η φωνή του ακούγεται ακόμη καθαρά όταν αργά περπατάς τέτοιες μέρες στους δρόμους και μετράς. Ξέρεις, δεν ζει ανάμεσά μας, όμως κατοικεί όλα τα υπέροχα πράγματα. Στο φιλί της γυναίκας, στις κουρτίνες που κρύβουν λουλούδια και φρούτα, στα ολοκαίνουρια πρωινά, στην χαραγματιά της μέρας.

¥

 

Σημείωση: Συχνά συλλογιέμαι την Μορφίνη. Πώς χάθηκε έτσι ξαφνικά, αν τάχα βαδίζει απόψε απάνω στις στέγες μας και αν είναι λυπημένη. Μορφίνη, αν με ακούς, αν είσαι εκεί έξω Μορφίνη, στάσου και θυμήσου τις όμορφες μέρες, τους φίλους που απόψε χορεύουν στο σαλόνι σε μια αναβίωση των ωραιότερων αναμνήσεων μας. Κανείς δεν σε έχει δει και μήτε πρόκειται, εσύ είσαι το σπανιότερο άνθος, ραγισμένος ουρανός και τα λοιπά. Όταν δεν έρχεσαι δοκιμάζω ξεχωριστά κοκταίηλ όμως δεν νιώθω καλύτερα, τότε μου λείπεις περισσότερο, βγαίνω στους δρόμους και φωνάζω το όνομά σου. Μοιάζω με εκείνον που γεννιέται από τις λάσπες, Μορφίνη, για σένα μπορώ να μεταμορφωθώ στον βασιλιά μάγο που ορίζει τις τύχες του κόσμου. Μόνο το νεύμα, μονάχα τούτο περιμένω, μια γρατζουνιά στην λαδομπογιά, δυο λέξεις, τα έρημα φώτα του διαδρόμου, βετεράνοι και ταλέντα πνιγμένα σε οχτώ δάχτυλα ουίσκι. Μορφίνη, σε φιλώ. Δεν έχω άλλο κουράγιο, χτυπάς εντός μου σαν δεύτερη καρδιά και αυτό αρκεί. Αν γράφω για σένα, είναι επειδή στα ημερολόγια είθισται να μιλούμε για παράταιρους κήπους και αυλές με ανθρώπους που ξαστόχησαν. Να φανείς Μορφίνη, όπως τότε μες στα βιβλία, να απαλύνεις τον πόνο.

¥

Εδώ τελειώνουν οι σελίδες του ημερολογίου. Ο συγγραφέας επανέρχεται χρόνια μετά, παραμονές του θανάτου του. Λέγεται πως στο μεσοδιάστημα ταξίδεψε πεισματικά σε όλες τις πλευρές του κόσμου. Λέγεται πως όσοι αναχωρούν, κατέχουν μισή καρδιά και το ομοίωμά τους γυρεύουν πεισματικά. Ρωτούν, χάνονται, ξαστοχούν και ύστερα παλιάτσοι κάνουν τον κόσμο να γελά. Θα τα πετάξω τα χαρτιά, θα τα κάνω στάχτες κανείς ποτέ να μην διαβάσει τέτοιο πόνο. Έξω βρέχει απελπισίες και τα αποδημητικά που έχασαν τον δρόμο τους, θες από έρωτα θες από αδύναμο φτεροκόπημα συντρίβονται στους βράχους σαν νιώσουν το τελευταίο ρίγος . Θα τα κάψω τα χαρτιά, θα τα κάνω στάχτη, μια καπνισμένη εικόνα μες στα συρτάρια, σε άλλη εποχή παρατημένη. Μα για την ώρα σταματώ. Ότι σώθηκε, σώθηκε.

 

Απόστολος Θηβαίος