Απόστολος Θηβαίος | Synopsis

© Jean-Pierre Favreau

Σε μια παραλία, λίγο πιο έξω από την Πύλο, σώζεται σήμερα το αρχαίο λημέρι του βασιλιά Νέστορα. Εκεί λένε πάλι, βρίσκεται γραμμένο το μυστικό. Για την ακρίβεια μια απ’ τις λέξεις του, αφού ολόκληρο και ακεραιωμένο ποτέ κανείς δεν θα το δει. Κείτεται γραμμένο σ’ αρχαίες στήλες στα βάθη της σπηλιάς και είναι λίγοι, τόσο λίγοι εκείνοι που το ‘χουν μάθει. Δεν θα το πουν ποτέ, γιατί εκείνη η ανείπωτη σοφία που αποδίδεται σήμερα στον βασιλιά δεν είναι άλλο απ’ την βαθιά, την βιωμένη αίσθηση των πραγμάτων.

Σε μια φθαρμένη σύνοψη όλων των περιηγήσεων που συντελέστηκαν σ’ εκείνο το ακρογιάλι βρέθηκαν μερικές αποστροφές του παράξενου μύθου και κάτι εικασίες, -το τονίζω, μονάχα εικασίες-, που ‘χουν το παρακάτω νόημα.

§

[…Είναι οι φωνές των σκύλων που αφηγούνται τον κίνδυνο μες στις νύχτες. Φθάνουν από μακριά και δεν γνωρίζουν εκβολές, αφού καθώς οι αιώνες το δίδαξαν, ο άνεμος σμίγει τις αποστάσεις. Είναι τ’ άστρα και ωραία εξασθένηση του απογεύματος, οι φλεγόμενοι Αύγουστοι, με τις τριάντα μία ανίκητες ταξιαρχίες και ο σχίνος που μεγάλωσε μια ολόκληρη μέρα απ’ την στιγμή που γράφτηκε το παλιό, καλό ποίημα.

Είναι τα αγριοπούλια της ερημιάς και τα σπασμένα ποτήρια μιας ανίκητης, νεανικής παρέας.

 Πώς να τους πεις για το εφήμερο πέρασμά τους, για ‘κείνη την νύχτα που θα συλλάβουν το μέγεθος της ηλικίας τους, τις πυκνώσεις της ψυχής τους.

Είναι τα έμβολα του κόσμου που εργάζονται, τα θρυλικά πλοία που περνούν πάντα τις νύχτες αθέατα, σαν όλα τα όμορφα πράγματα που σήμερα φαντάζουν πως δεν υπήρξαν ποτέ Είναι τα ποτιστικά της νύχτας, στρέμματα ολόκληρα απ’ τις πιο σπάνιες καλλιέργειες και είναι τα υπόγεια νερά, με τις φλεβιτικές διακλαδώσεις τους, τους λαβύρινθους και τις Αριάδνες. Με τα πυριφλεγή σώματα απάνω στην κόψη του κύματος, σ’ ακτές δαιδαλικές. Είναι ο πλησιέστερος στον κόσμο στίχος, ένα θαυμαστό ισοδύναμο του πιο ακλόνητου μεσημεριού. Εϊναι οι θαλασσογραφίες, τα λευκά, ανεμιστά άρμενα, γεμάτα τ’ άλφα του θαυμασμού. Είναι οι φαντασιώσεις της αυγής, που όλα επιτέλους σμίγουν, ίσκιοι, νεφέλες, παραλογισμοί. Είναι τ’ απόφωνα ενός ποιήματος, ειπωμένου την πιο ακατάλληλη στιγμή, ένας θαρραλέος στίχος, ανθρώπινος ανάμεσα σ’ ανθρώπους, καλά βαλμένος ανάμεσα στα στοιχεία του κόσμου. Το σταφύλι, το νερό, το ψωμί. Είναι το κλειδί στα χέρια σου, οι παραμελημένες τροχιές, όσα σου στερούν τόπο και χρόνο, ο βόμβος του σεισμού, οι βροχές, πώς ανεξήγητα φθάνουν, από πού, πώς, για ποιον πικραίνεται ο κόσμος, τι σημαίνει εκείνο το γυμνό του τοίχου που έφεξε πίσω απ’ την ταπετσαρία, ποια Αρκαδία, ποιο φόντο, ποια σκόνη αξεδιάλυτη σημαίνει άραγε…] 

§

Κάποιοι το πήραν τοις μετρητοίς και βάλθηκαν να κλαίνε για όσα χάθηκαν. Άλλοι απέδωσαν το μήνυμα στις μηχανορραφίες του καιρού. Ετούτο το απόσπασμα δεν τους συντάραξε καθόλου. Άλλωστε, τίποτε άλλο δεν σώζεται, κατά τις γραφές και είναι ανώφελο να δοκιμάζεις με την μνήμη ν’ αναπλάσεις το πρόσωπο μιας βεβηλωμένης υδρίας.

Μα κάποιοι που πίστεψαν, -ναι, που πίστεψαν-, έπαψαν να κριτικογραφούν. Στάθηκαν ν’ ακούσουν τους μυθικούς καιρούς, τις αντηχήσεις τους. Χύθηκαν στην άβυσσο για εκείνο το μήνυμα, ορκίστηκαν τίποτε να μην πουν, έμαθαν την γλώσσα των θαλασσινών, μόνο και μόνο για να ‘χουν ένα φυλαχτό ανάμεσα στα δόντια τους την ώρα του πνιγμού. Και σκύψαν ευλαβικά και έζησαν ευτυχισμένοι, επειδή όσα είδαν και όσα έμαθαν καθόλου κοντά δεν τους έφεραν σ’ εκείνο που τόσο βαθιά αγαπούν.

Τίποτε από τα παραπάνω δεν διασταυρώνεται. Και είναι λυπηρό που ένας τέτοιος μύθος δεν επιβίωσε ακέραιος και ολοκληρωμένος. Είναι πάντα ένα απέραντο κρίμα, όταν πεθαίνει ένας νεαρός θεός.

Απόστολος Θηβαίος