Απόστολος Θηβαίος | Στυλ Τζέρεμι

© William Albert Allard

Ο Μινώταυρος μισός άνθρωπος
μισός χαμένος
δίχως μίτο
και
Αριάδνες.
Η τιμωρία του
στους αιώνες
φαντάζει
σκληρή.

Στυλ Τζέρεμι

απ’ την σειρά των
Αμερικάνικων Ιστοριών

 

Ο Τζέρεμι είναι ολόκληρη η αμερικανική ιστορία. Τα λεπτά χέρια της διαφήμισης, εκτυφλωτικοί φωτισμοί λέντ πάνε να σκοτώσουν την νύχτα. Προδοσία, φωνάζουν τα γέρικα πουλιά που κοιμούνται στα βαρέλια των λιπαντικών, τα έρημα αγριοπούλια που μυρίζουν βρόχινο χώμα. Ο Τζέρεμι είναι ολόκληρη η αμερικανική ιστορία. Είκοσι δολάρια, τελευταίες πρεμιέρες και ένα γεύμα, με είκοσι δολάρια συμμετέχεις και εσύ στην λοταρία της ενώσεως των νοσηλευτών του Χριστού, ζήτω η 4η Ιουλίου, εκδρομή στην Ουάσιγκτον στα χνάρια της  μεγάλης και πλατιάς, – καλέ μου Ουώλτ ησύχασε, οι αντιπρόσωποι πού και πού σε θυμούνται και σ’ αγαπούν- ,σαν ανάσα δημοκρατίας μας, περίστροφο Σμιθ με έξι σφαίρες και μύλο σε τριάντα άτοκες δόσεις, δώρο βόλια για άγρια θηρία, στου Κάρτερ από την πρώτη του μηνός.

Ο Τζέρεμι ψάχνει στ’ αδειανό παλτό του. Έχει να φάει από χθες και τα χέρια του είναι παγωμένα. Για φαντάσου, θυμάται τον βασιλιά, το χελιδόνι, το παραμύθι, για φαντάσου ο Τζέρεμι παγώνει και κρυώνει και έχει κάποιον στην άλλη πλευρά του δωματίου που ποντάρει την ζωή του ξανά και ξανά. Αν είχε είκοσι δολάρια θα ‘παιρνε το βραδινό λεωφορείο, ω ναι, το βραδινό λεωφορείο με τα νωθρά φώτα, θα διέσχιζε σαν τουρίστας την πόλη του, έτσι ακριβώς όπως του αρέσει. Είναι βέβαια και εκείνο το γεύμα, ο Τζέρεμι που είναι ολόκληρη η αμερικανική ιστορία έχει να φάει απ’ τα χθες, θυμάται την μάνα του, έξω απ’ το σπίτι, καταραμένη άνοιξη θυμάται ο Τζέρεμι, η μάνα του μες στην αξεδιάλυτη σκόνη, δίχως τίποτε, απεγνωσμένη σκόνη. Ποτέ ένα μνημείο για χάρη εκείνων των παιδιών του Αρκάνσας που έπεσαν πεινασμένα μες στα τείχη του κάστρου, τελευταία γενιά και έπειτα Μέριλιν, Μέριλιν κατάξανθα διαμάντια του απέραντου χρυσού κανόνα, χαρίστε μας ένα μονάχα, ύστατο χαμόγελο.

Ο Τζέρεμι μια μέρα από αυτές θα βάλει τέλος στην αμερικάνική του ιστορία. Θα ανάψει στην γωνιά του δρόμου την φωτιά του σαν πάντα με ένα κομμάτι απ’ την αστερόεσσα. Ο Τζέρεμι θα καθίσει αναπαυτικά, σαν γέρικος ερωδιός μες στην νύχτα, ανάμεσα στους μικρούς Μεξικάνους της γειτονιάς που θυμίζουν τον ίδιο, λαμπρό αζτέκικο θεό. Ο Τζέρεμι αν δεν κάνει κάτι ίσως χάσει την λογική του και η αλήθεια είναι πως τίποτε περισσότερο δεν διαθέτει ο Τζέρεμι πέρα από εκείνη την ανάμνηση των είκοσι δολαρίων.

Οι θεατές χειροκροτούν, άλλοι κάνουν έρωτα, ένας δυο τρώνε λαίμαργα. Όμως ο Τζέρεμι λυπάται, λυπάται τόσο που πάλι δεν άντεξε, που χαράμισε είκοσι δολάρια, δανεικά απ’ το γέρο Τζο. Θα του τα γυρέψει πίσω με τόκο, ο γέρο Τζο δεν είναι κανένας αφελής, όχι ο Τζέρεμι πρέπει να βρει καμιά καλή δικαιολογία ή το δίχως άλλο να πεθάνει. Να πεθάνει απ’ την ντροπή και από την πίκρα του.

Είδε το πορτραίτο του πίσω απ’ τους καουμπόηδες και θυμήθηκε. Ο ωραίος Τζέρεμι, έλεγαν και απ’ το δωμάτιο ακουγόταν το μελάνι που κένταγε πάνω στο σώμα του.

Η μικρή νεράιδα Άλις ή αλλιώς η Τζάνετ χαμογελαστή, με τα μαλλιά της πιασμένα, σαν τις γυναίκες των Σκυθών και σαν τις Αμαζόνες. Απάνω στην φτερούγα της πλάτης σου Τζέρεμι και ας μην ξέρεις ακόμη να κλαις..Τι λες;

Απόστολος Θηβαίος