Ιπποκράτης Κάντζιος | Ο Δροσίνης κι εγώ

© Abelardo Morell

Τα ταξίδια χωρίς επιστροφή φέρουν το στίγμα της αιωνιότητας

  1. P. Bichsel, Grammatik einer Abreise (Η Γραμματική μιας Αναχώρησης)

 

Δημοτικό Σχολείο Βελβεντού, τέλη της δεκαετίας του ’60.

Εκείνο το πρωί μετά την προσευχή και τον εθνικό ύμνο, ο διευθυντής μάς ανακοίνωσε ότι ένας συμμαθητής μας θα έφευγε την επομένη οικογενειακώς για την Αμερική. Σαν αντίο μάλιστα θα μας έλεγε κι ένα ποίημα. Τον μαθητή αυτό τον γνώριζα από μακριά. Ήταν λιγάκι πιο μικρός, έμενε σ’ άλλη γειτονιά, μου φαινόταν και κάπως μετρημένος στους τρόπους του κι έτσι οι δρόμοι μας δεν αντάμωναν. Σ’ αυτή την περίσταση όμως τον θυμάμαι να βγαίνει μπροστά από το συντεταγμένο σχολείο, να προχωράει ντροπαλά προς τη μεγάλη σκάλα και ν’ ανεβαίνει μερικά σκαλοπάτια. Έπειτα να μας λέει στα γρήγορα το παρακάτω ποίημα και χωρίς καθυστερήσεις να χάνεται και πάλι στην ανωνυμία του μαθητικού πλήθους.

Χώμα ελληνικό

Τώρα που θα φύγω και θα πάω στα ξένα,

και θα ζούμε μήνες, χρόνους χωρισμένοι,

άφησε να πάρω κάτι κι από σένα,

γαλανή πατρίδα, πολυαγαπημένη.

Άφησε μαζί μου φυλαχτό να πάρω,

για την κάθε λύπη, κάθε τι κακό,

φυλαχτό απ’ αρρώστεια, φυλαχτό από Χάρο

μόνο λίγο χώμα, χώμα ελληνικό!

 

Κι αν το ριζικό μου—έρημο και μαύρο—

μού’γραψε να φύγω και να μη γυρίσω,

το στερνό συχώριο εις εσένα θάβρω,

το στερνό φιλί μου θε να σου χαρίσω!

Έτσι, κι αν σε ξένα χώματα πεθάνω,

και το ξένο μνήμα θάναι πιο γλυκό

σα θαφτής μαζί μου, στην καρδιά μου επάνω

χώμα αγαπημένο, χώμα ελληνικό!

 

Το ποίημα μού ήταν γνωστό (Γεώργιος Δροσίνης). Το είχε το αναγνωστικό μας  και το ήξερα απ’ έξω. Ενώ όμως στη σελίδα του βιβλίου το δράμα του είχε πέσει κάπως ξερό, τώρα απόκτησε μια αμεσότητα που με πάγωσε.  Το παιδί μπροστά μας δεν ήταν πια ο γνωστός συμμαθητής μας, αλλά ο άγγελος μιας επερχόμενης θλίψης. Και μόνη της η λέξη «ξενητειά», βλέπετε, μαυρίζει το τοπίο. Σκεφτείτε τα «ανάθεμά σε» των δημοτικών μας τραγουδιών. Τον απόκληρο του Τσιτσάνη που περιπλανιέται «μακριά απ’ της μάνας του την αγκαλιά». Τις τελετουργίες του αποχωρισμού, ζωντανές ακόμα τότε, που παρέπεμπαν ευθέως στην εξόδιο ακολουθία. Αυτά τα πράγματα δε μπορούσα φυσικά να τα αρθρώσω, αλλά τα ένοιωθα—στη συγκινησιακή τους μορφή. Το πόνεσα λοιπόν εκείνο το παιδί. Το πόνεσα, αν και θα πρέπει να ομολογήσω, με μια κρυφή ανακούφιση που δε βρισκόμουν στη θέση του.

Αλλά ο καιρός έχει γυρίσματα. Πού να φανταζόμουν τότε ότι σε κάποια στιγμή θα έπαιρνα κι εγώ το δρόμο της ίδιας ξενητειάς.

Φλόριδα πια, και νομίζω ο Δροσίνης έκανε λάθος. Εδώ μπουκαμβίλιες, ιβίσκοι, passion flowers. Χειμώνες με κοντό πουκαμισάκι. Σούρουπα που ανάβουν φωτιές στον ουρανό ξορκίζοντας κάθε σκιά ενδημικής μελαγχολίας. Η ζωή βέβαια έχει παντού τις απαιτήσεις της και σε παρασύρει με τις έγνοιες και τις ρουτίνες της.  Δεν είμαστε όλοι τουρίστες εδώ κάτω. Αλλά και μέσα στα τρεξίματά μου ποτέ δεν ξέχασα την εικόνα εκείνου του παιδιού που μας μιλούσε για μνήματα και κακά ριζικά. Τι ν’ απέγινε άραγε; Ήταν η ζωή του τόσο μουντή όσο μας την είχε πει ο ποιητής;

Τα σκέφτεσαι αυτά. Και τα χρόνια περνούν.

Καλεσμένος σε  βελβεντινό γάμο στη γειτονική μας πόλη. Φίλοι και συγγενείς από παντού. Στη δεξίωση, απρόσμενες συναντήσεις, αγκαλιές, χαρές. Κέφι και ζωντάνια, τους ξέρετε τους συμπατριώτες μας. Και ξαφνικά τον είδα. Ούτε μια στιγμή αμφιβολίας. Ήταν αυτός. Μεσήλικας πια, αλλά με το ίδιο ελαφρώς απαγορευτικό πρόσωπο και το παλιό αβέβαιο βλέμμα. Ο άνθρωπος που μια ολόκληρη ζωή μ’ έκανε να χάνομαι στους λαβύρινθους μιας μυθικής ξενητειάς καθόταν τώρα στο διπλανό τραπέζι, δυο μέτρα μακριά μου. Κι έτσι χαμένος καθώς τον μελετούσα κρυφοκοιτώντας τον να εναλλάσσει χωρίς δυσκολία τα βαριά βελβεντινά μιας άλλης εποχής με τα άψογα αμερικάνικά του ένοιωσα τον πειρασμό να πάρω την καρέκλα μου και να κάτσω στο πλάι του και να τον ρωτήσω: Έφερε όντως μαζί του χώμα ελληνικό; Τι ένοιωθε στην καρδούλα του όταν εννιάχρονο παιδάκι μας έλεγε εκείνους τους στίχους του Δροσίνη; Θυμάται ακόμα το ποίημα; Θυμάται ότι κάποτε μας είχε πει ένα ποίημα; Αυτές κι άλλες χίλιες ερωτήσεις θα ήθελα να του κάνω. Αλλά φυσικά δεν του τις έκανα. Δεν πας σε γάμο για να καθίσεις έναν άγνωστο συνδαιτυμόνα σου στον καναπέ του ψυχολόγου.

Αυτό ήταν όμως η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή ήταν ότι με κάθε λεπτό που περνούσε συνειδητοποιούσα όλο και πιο πολύ ότι οι απαντήσεις του δεν μ’ αφορούσαν πια. Τα σενάρια που έπλεξα για τη ζωή του δεν χρειάζονταν τη δική του επιβεβαίωση ή αποδοχή, ανήκαν σε μένα. Ήταν εκφράσεις των δικών μου αγωνιών και των δικών μου ελπίδων που εγκλωβίστηκαν σε μια στιγμή αιώνιας αναχώρησης ταυτισμένης με το πρόσωπό του. Και ξαφνικά, όπως στο πλατωνικό σχήμα, το σύμβολο έσπασε τους υλικούς συσχετισμούς του, κι εκείνο το παιδί με το θλιμμένο του ποίημα άρχισε να υποχωρεί στο βάθος σαν ένα μαύρο πουλί που χάνεται στην απεραντοσύνη του ουρανού.

«Όλα τα κοντινά γίνονται μακρινά». Εδώ ο Goethe έχει στο νου του το δειλινό, όταν φως και σκοτάδι σμίγουν σε μια εύθραυστη αμφισημία που επανασυνθέτει την προοπτική των πραγμάτων.  Ο στίχος αυτός εκφράζει όμορφα και τη σχέση του ξενητεμένου με την πατρίδα του γιατί κι αυτός βρίσκεται σε μια οριακή θέση και μιλάει πια με πολλαπλές φωνές. Ο στίχος του Goethe μου φαίνεται πιο αληθινός από το ποίημα του Δροσίνη. Ο Έλληνας ποιητής απολυτοποιώντας το παρόν πλάθει έναν κόσμο στατικό και μονοδιάστατο.  Η ζωή όμως είναι πιο δεκτική και πιο σύνθετη. Στα θαύματα της οικουμένης, που συχνά βρίσκονται στις εσχατιές της (Ηρόδοτος), μπορείς να κλείσεις τα μάτια;

(And yet, the people and places that marked me as a boy and a young man are still with me, although now in a more oblique and elusive form.)

*****



Ο Ιπποκράτης Κάντζιος ζει στις Ηνωμένες Πολιτείες από το 1983. Εργάζεται στην Τάμπα της Φλόριδας.