Απόστολος Θηβαίος | Biographie

© Bill Brandt

Οι ζωές των απλών ανθρώπων. Τι απόλαυση, τι θαύμα! Μα τι συγκρίνεται με αυτήν την αλλοπρόσαλλη ποικιλία των βιογραφιών εκεί έξω. Όσες σώζονται, δεν αγγίζουν ούτε στο ελάχιστο όσα τραγικά και εκπληκτικά συμβαίνουν στην διάρκεια αυτής της τυχαίας συνόδου.

Η ζωή βράζει κάτω στα χαμηλά στρώματα, ξέρετε, γεννώντας απίθανες περιπτώσεις.

Τ’ αποσπάσματα που ακολουθούν, απομεινάρια ενός λευκώματος συνιστούν το δείγμα τους. Ολόκληρες ιστορίες περιέχονται στο ισπανικό συναξάρι, καθώς λέγεται το μυστηριώδες αυτό βιβλίο. Εκεί τα πρόσωπα περιγράφονται με το μικρό τους όνομα, καταχωρήσεις για επαγγέλματα δεν περιλαμβάνονται πουθενά. Μόνο σκόρπιες πληροφορίες και όσα ο αρθρογράφος διέσωσε απ’ την ταπεινή παρουσία αυτών των ανθρώπων.

Τα στοιχεία του τελευταίου παραμένουν μυστικά. Μα πόση σημασία έχει πια μια τέτοια πληροφορία; Ωστόσο, αγωνιώδεις προσπάθειες εξελίσσονται αυτήν την στιγμή για να ταυτοποιηθεί επιτέλους ο συγγραφέας αυτού του εκπληκτικού εγχειριδίου. Σε κάποιους κύκλους βεβαίως το βιβλίο παραμένει διαθέσιμο, όμως δεν θα μπορούσε ποτέ να φθάσει στο απλό κοινό, μια και κανείς μπορεί να διαβάσει εντός για την ίδια του την ζωή. Και τότε θα ‘πρεπε  να αναμετρηθεί με μια σκληρότατη αδιακρισία, δεν νομίζετε;

 

κ. Γκασπάρ, γεννημένος ανήμερα του Αγίου Σέργιου

Ο κύριος Γκασπάρ περιφέρεται στην πόλη, γυρεύοντας ευκαιρίες. Πάει να πει μοναχικά κορίτσια με ρωμαϊκά χαρακτηριστικά, Ελένη, Μαργαρίτα, Άννα των επαρχιών, σκληρό μου Λέτσε. Ο κύριος Γκασπάρ κατοικεί στην ιταλική συνοικία. Ανήκει στην ανώτερη τάξη μα οι δουλειές του παραμένουν μυστήριο. Ορισμένοι, επιρρεπείς στις μυθολογίες ισχυρίζονται πως πρόκειται για κάποιον έμπιστο του στρατηγού. Ο κύριος Γκασπάρ όμως είναι καλός. Καλός με τα κορίτσια και τ’ αγόρια της γειτονιάς. Περπατά με το ολόμαυρο κοστούμι του και μοιάζει σωστός κύκνος στα νερά του κόσμου. Ο κύριος Γκασπάρ πρωτίστως δεν παραχωρεί το δικαίωμα σε κανέναν να ισχυριστεί πως οι ενασχολήσεις του συνιστούν μια παρέκκλιση. Βλέπετε ο κύριος Γκασπάρ στ’ αλήθεια εργάζεται για λογαριασμό του Θεού. Για την ακρίβεια μετρά τα κέρδη του ανά τον κόσμο.

Ο καιρός τον έφερε σε τούτο τον καλό τόπο. Και εδώ ο κύριος Γκασπάρ έλαμψε, το πρόσωπό του φόρεσε όλη την καλοσύνη του κόσμου και ξεχύθηκε στον αγώνα της σωτηρίας. Το χαμόγελό του είναι ζεστό, οι προσευχές του περιέχουν πάντα τ’ όνομά σου έτσι που η σκηνή να γίνεται αυστηρώς προσωπική. Τότε είναι που ο κύριος Γκασπάρ γέρνει το σώμα του και εντείνει τον σφυγμό του, επαναλαμβάνοντας μαινόμενος τα ίδια συναξάρια. Τότε είναι που τρεμοπαίζουν τα φώτα και ένας εξερευνητής επιτέλους εμφανίζονται στον κόλπο αυτού του αιώνια νέου κόσμου. Τότε είναι που σκοτεινιάζει το δωμάτιο και η παιδική ηλικία λαμβάνει τέλος, σφραγίζοντας την ζωή. Όσοι τα κατάφεραν κάνουν λόγο για μια άγρια σύνοδο.

Κύριε Γκασπάρ, δυο ερωτήσει παρακαλώ. Μονάχα δυο λόγια. Αν έχετε την καλοσύνη, κύριε Γκασπάρ.

Η μικρή λεγόταν Μαρία. Νομίζω πως από κάποιον εξώστη ακούστηκε τ’ ονομά της και εκείνη σκίρτησε. Γι’ αυτό υποθέτω, σχεδόν είμαι βέβαιος, βέβαιος, βέβαιος. Πως η μικρή λεγόταν Μαρία και διέθετε την χάρη ενός κοριτσιού από τα πορτραίτα του Νείλου. Θέλω να πω, η Μαρία του Μπουένος Άιρες υπήρξε ένα απ΄τα πιο σπάνια είδη, η προσωποποίηση του πόθου. 

Ο κύριος Γκασπάρ πάντα λέει δυο λόγια για μια εμπειρία του παλιά και όλοι γελούν στο τραπέζι. Μετά προσεύχεται με φρόνηση, κατάμαυρη βροχή μες στην ησυχία του καθεδρικού.

 

Μαρία Σάντσεζ, μουσικός. Απ’ τα χωριά του ερημίτη Αβανού

Απ’ όλες τις περιπτώσεις που συνθέτουν αυτήν την παράξενη ορχήστρα, η Μαρία Σάντσεζ συνιστά την πιο ιδιάζουσα. Ξεχώρισε πριν μερικά χρόνια στα έγχορδα και ο μαέστρος της ανέθεσε τον δύσκολο ρόλο της μοναχικής εκτέλεσης. Η Μαρία φάνηκε έτοιμη από καιρό και αμέσως ξεχώρισε για το περίφημο συναίσθημά της, εκείνη την αγωνία που κρέμεται μέσα σ’ όλα τα θέατρα, σ’ όλες τις σκηνές αυτού του κόσμου.

Εύκολα την ξεχωρίζεις μες στο πλήθος. Ντυμένη με τα πολύχρωμα καφτάνια της αυτοκρατορικής, ρωσικής επαρχίας, κάτι ανάμεσα στην Φρίντα Κάλο και τις γυναίκες της κοιλάδας του Δρύνου. Η μορφίνη την έχει καταβάλει, όμως συνεχίζει να κρατά αμείωτη την ένταση στα έργα της. Τα χέρια της τρέμουν, το κουράγιο της έχει χαθεί πια, όμως κρατά ανέγγιχτο το ύφος της, γύρω της συγκρατεί μια θρυλική ατμόσφαιρα.

Η ιστορία της Μαρίας Σάντσεζ αφορά μια ευαίσθητη υπόθεση. Πολλοί δεν αντέχουν το τέλος της. Άλλοι πάλι κρατούν ενός λεπτού σιγή αναλογιζόμενοι τις επικίνδυνες στροφές της ζωής τους. Κάποιοι πάλι γελούν, γελούν, γελούν και την σκοτώνουν πριν απ΄τον καιρό. Γελούν, όταν την θυμούνται μες στο κλουβί, θλιβερή ατραξιόν για το πιο σπουδαίο ταλέντο στην κατηγορία των εγχόρδων. Στα υπαίθρια μαγαζιά με τις λάμπες της θυέλλης και τις παράξενες ηδονές.

 

Ντανίλο, 1918

Πιερότος μισό αιώνα. Δεν γνωρίζει άλλη ζωή απ’ αυτήν του μπουλουκιού ο Ντανίλο. Τα ίδια αστεία, το ίδιο, φθαρμένο βαλιτσάκι με τα σύνεργα της δουλειάς του. Μια σειρά πολύχρωμα μαντίλια, μια κατακόκκινη σαν φεγγάρι μύτη, δυο θλιμμένα μάτια, μια διαλυμένη ζωή, σκηνές απ’ την Αβάνα, γλυκά μεσημέρια, ξαφνικές βροχές. Τίποτε.

Απ’ όλες τις στιγμές εκείνη που θυμάται ο Ντανίλο ήταν κάποτε στο Βελιγράδι. Που εκτέλεσε με επιτυχία το νούμερό του και όπως ήταν σκαρφαλωμένος, -έτσι δεν είναι Άρθουρ;- πάνω στην σκάλα, στο ψηλότερο σημείο της, προσπάθησε να κρεμάσει το τσίγγινο φεγγάρι.

Υπάρχουν κάτι μαγικές στιγμές, ας πούμε το μεγάλωμα ενός δέντρου και η σύλληψη της ομορφιάς, μα τίποτε δεν συγκρίνεται μ’ εκείνο το φεγγάρι που, μάρτυς μου ο Θεός, άναψε εκείνο το βράδυ, πάνω από τα κεφάλια των θεατών που πίστεψαν στ’ όνειρο.

 Του είπαν εδώ και καιρό πως το νούμερό του είναι μια χαμένη υπόθεση. Έκανε πως γέλασε, έπειτα συλλογίστηκε να φύγει, μα εδώ και χρόνια το μπουλούκι είναι το σπίτι του και ο Ντανίλο δεν υπήρξε ποτέ τολμηρός, ποτέ. Εδώ και μέρες έχει χάσει τον ύπνο του. Διαρκώς συλλογίζεται τα μέρη της ζωής του, κορίτσια, φίλους, την κλονισμένη του υγεία. Μια από αυτές τις μέρες όταν θα φωνάξουν για το μεσημεριανό συσσίτιο ο Ντανίλο θ’ αργήσει. Ο θεατρώνης θα πει, έφυγε, καλύτερα και θα κλειστεί στο γραφείο του. Όμως στ’ αλήθεια μια μικρή αναλαμπή του νεύρου, μια αδέξια χειρονομία μπορεί εκεί ακριβώς, στην ερημιά του κόσμου, να γέννησε τ’ απροσδόκητο.

Σας λέω, άναψε, τίναξε τα φτερά του, όπως τότε στην κοιλάδα των περιστεριών, λεπτός μηνίσκος ή αλλιώς το βλέφαρο της νύχτας που σαλεύει. Μια πρόκληση.

 Απόστολος Θηβαίος