Απόστολος Θηβαίος | Αγγελίνα – Δυο ιστορίες και ένα ποίημα

© Luigi Ghirri

[Σαλόνια]

 

 

Ο θεός
που μέσα μας
πονεί και
σφάζει
Ν. Καρούζος

 

 

Η ανταπόκριση περιλαμβανόταν στις μέσα σελίδες. Μιλούσε γι’ αγγέλους και παράξενες τάξεις ολότελα χαμένες μες στο ξόδεμα του καιρού. Στην ζωγραφιά του φόντου διακρινόταν η γυναίκα ορχήστρα που φυσά το τραγούδι της μέσα απ’ τα κοχύλια και απ’ τους θανάτους. Οι πιο μυημένοι μπορούσαν να την ξεχωρίσουν ανάμεσα σε χιλιάδες άλλες πιθανότητες να ζει πίσω απ’ τους πίνακες, έξω απ΄τις ζωγραφιές. 

Δίχως καμια παρέμβαση δημοσιεύεται η πιο κάτω, σύντομη ιστορία. 

“Στο φόντο οι σκοτεινές γειτονιές της πόλης. Ένας άγγελος, -αν μπορούσατε να μαρτυρήσετε την τόση του ομορφιά, μονάχα αν μπορούσατε-, στέκει πιασμένος στα κλαδιά ενός δέντρου. Κάθε τόσο ακούγονται σκόρπιοι θόρυβοι απ’ την πόλη που κοιμάται μα κρατιέται ζώντανη. Ολόκληρο το φόντο στηρίζεται στην λύπη του νεαρού αγγέλου που ‘ναι λύπη όλου του κόσμου και όλων των  πραγμάτων. Τα φτερά του είναι σπασμένα, τα ρούχα του παλιά, η καρδιά του χάρτινη. 

 Αν δεν ήταν άγγελος θα μπορούσε να ενσαρκώνει μ’ απόλυτη επιτυχία τον Χριστό ή τον Αντίνοο ή τον πρώτο ενός ονειρικού χορού πέρα μακριά στις Ηλεκτρίδες πύλες. Ετούτη θα ‘ναι η τελευταία του νύχτα ανάμεσα στον κόσμο των ανθρώπων. Ο καιρός του τέλειωσε, πάει τώρα. Ο άγγελος ακούει τον άνεμο που χτυπά τα σχοινιά, ακούει τον καιρό που όλο φεύγει, νιώθει τις πίκρες αυτού του κόσμου και τον αποχαιρετά. Ο άγγελος θα μπορούσε να ‘ναι ο παλιός, μικρός πρίγκηπας που αφήσαμε πριν χρόνια στη μοναξιά του άγνωστου πλανήτη.  

Λένε πως τέτοιοι άγγελοι ζουν μυστικά πλάι στις ζωές μας. Πρόκειται για πρόσωπα υπεράνω υποψίας, γι’ αγνώριστους, μικρούς θεούς.Τα παιδιά που κάπως περισσότερο αισθάνονται αυτόν κόσμο κοιτούν πάντα ψηλά πάνω στα δέντρα. Γιατί μπορούν και τους αντικρίζουν μα δεν υπάρχουν λόγια για να ειπωθεί αυτό το φως και όλα χάνονται μες στους κόλπους της συνείδησης. Οι άγγελοι συχνάζουν στα καφενεία, περνούν τις ώρες τους διασχίζοντας την πόλη, Άμα βρεθούν μόνοι, τινάζουν τα φτερά τους μα είναι μακριά το στερέωμα και η μοίρα τους γραμμένη. Βλέπετε οι άγγελοι φέρονται απείθαρχα και όλο επιστρέφουν στον κόσμο των ανθρώπων για να δουν και να γνωρίσουν τις ιερές του ομορφιές. Μα είναι τόση η γοητεία αυτής της αέναης συνόδου που σπάνια γυρνούν. Και έτσι σήμερα υπολογίζεται πως ένας ικανός αριθμός έκπτωτων αγγέλων ζουν ανάμεσά μας, πάντα όμορφοι και πάντα λυπημένοι να  παραστέκουν την φλυαρία των πουλιών. Αν κλείσουν τα μάτια τους γεννιέται ολοπόρφυρος ουρανός και ο κόσμος χάνεται. Είναι φορές που συλλογίζομαι πως ετούτο το στερέωμα πλάστηκε μονάχα για τις ευαίσθητες ψυχές τους. 

Στις πύλες φάνηκαν οι στρατιώτες που ‘ναι επιφορτισμένοι με το καθήκον να σκοτώνουν τους αγγέλους κρατώντας την ισορροπία αυτού του επικίνδυνου κόσμου. Οι φωνές τους ακούγονται ολοένα και περισσότερο δυνατές, οι φωνές τους, αναμένα φανάρια μες στην ειρηνική νύχτα. Δεν φορούν στολές, πηλίκια, δεν κουβαλούν όπλα. Μονάχα που με τα χέρια τους συντρίβουν ό,τι καλύτερο φυλάξαμε μες στην θάλασσα, στα καλοκαίρια, στ΄αγάλματά μας. Κανείς δεν γλιτώνει απ΄τα στρατιωτικά κλιμάκια, κανείς δεν σώζεται απ’ τις πυρκαγιές τους που κατακαίνε τις σκοτεινές μας γειτονιές. Όπου να ‘ναι θα φανούν, οι πιο αθώοι απ΄αυτούς θα φωνάξουν στα δέντρα και ένας άγγελος θα πέσει νεκρός. Κάποιοι γνωρίζουν τους μυστικούς και ανομολόγητους σκοπούς αυτού εδώ του κόσμου και αφήνουν στο χώμα ένα ζευγάρι κλειδιά, λίγο νερό και στίχους για την μεγάλη ερημιά που περιμένει. Μα απόψε, ακόμη και οι πιο τολμηροί δείλιασαν και σφράγισαν πόρτες και παράθυρα. Απ΄την Ελευσίνα ως την Πέργαμο τους αγγέλους συλλαμβάνουν, τ’ αποσπάσματα στήνονται δίχως φασαρίες στις πλατείες, στα προαύλια των δικαστηρίων, στα σχολεία. Μια ορισμένη ώρα παντού ακούγονται τα πολυβόλα και όσοι απ’ τους αγγέλους ανακαλύφθηκαν λαμβάνουν τις θέσεις τους ανάμεσα στ’ άστρα, γιατί άλλο αντίβαρο δεν υπάρχει. 

Τον δέσανε και τον σέρνουν σ’ όλες τις συνοικίες. Τα φτερά του τα τσάκισαν, την ζωή του την τερμάτισαν πέρα στο Λαύριο, έξω απ’ το λιμάνι. Τα σκραπ δεν θα αποκαλύψουν ποτέ το φοβερό μυστικό και οι Ευμενίδες δεν ζουν πια εδώ. Σκόρπιο μετάλλευμα και χειροκροτήματα για την επιτυχία των στρατιωτών που τώρα παρελαύνουν με τα φτερά των αγγέλων σε κοινή θέα. Χτυπούν τ’ αριστερό τους βήμα, δεν φορούν στολές, πηλίκια, τελαμώνες. Μιλούν μεταξύ τους με τα μάτια. Περνούν άτακτα, δίχως βήμα όμως ευτυχισμένοι γιατί έσωσαν τον μικρό, τον μέγα κόσμο. Μοιράζουν στα πλήθη τα φτερά των αγγέλων, φιλούνται μεταξύ τους, προσφέρουν τις βαθιές του υποκλίσεις στα κορίτσια που θα γεννήσουν το μέλλον, δηλώνουν απερίφραστα υποταγή στις αρχές του παράξενου κόσμου. Στο μεταξύ εκείνοι που αγάπησαν τον άγγελο νιώθουν τώρα ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Τα δάκρυα που τους πνίγουν δεν θα βρουν παρηγοριά. Μοναδικό τους εφόδιο εκείνη η δειλή υποψία της αθανασίας που σιγοφέγγει ψηλά στις κορφές των δέντρων και που κατορθώνει ακόμη να κινεί τον κόσμο.”

Αυτήν την παράξενη ιστορία στέλνει στην ανταπόκρισή του ο συνεργάτης μας. Λέγεται πως του την εμπιστεύθηκαν οι λεγόμενοι και ανθοκαλλιεργητές που φροντίζουν τα λουλούδια τ’ ουρανού. Τίποτε απ’ τα παραπάνω δεν επιβεβαιώθηκαν ακόμη.

 

 

 [Αγγελίνα]

 

Το τσίρκο του δρόμου πέρασε χθες απ’ την πόλη μας. Άμα κοιτάξεις πέρα απ’ τα παλιά τείχη θα δεις αχνά τα φαναράκια των αμαξιών. Όλοι τους Ιταλοί, μ’ άγρια, ετοιμοθάνατα ζώα, με μπουλούκια ακροβάτες, κάτι μεθυσμένους νεαρούς, γελωτοποιούς με τις στολές τους φορεμένες, επειδή ως γνωστόν αυτή η ευγενική τάξη φέρει το σημάδι του πρακτικού νου. Νοίκιασαν μια έκταση στα προάστια, στην περιοχή που οι παλιοί ονομάζουν βάλτους, λόγω της κακής ποιότητας του εδάφους. Ακούστε εδώ κύριε, δήλωσε ο δήμαρχος με μια έπαρση που αναλογεί στους ηθικότερους άρχοντες αυτής της ωραίας χώρας, ο μόνος προς διάθεση χώρος αφορά την περιοχή των βάλτων. Κάπου ένα μίλι. Και μονάχα για είκοσι μέρες, ούτε στιγμή παραπάνω.  

Ο ταχυδρόμος περιέγραψε στο καφενείο πώς έφθασαν με το πλοίο, πώς κατέβηκαν στο λιμάνι, ξεφορτώνοντας τους πάνθηρες και τα δυο αρσενικά λιοντάρια με τις διαλυμένες ζωές. Στο τέλος ένα φορτηγό έφερε στο φως την περίφημη μαρκίζα. Ίσαμε το βράδυ αυτό το ολοκαίνουριο αστέρι θ’ ανάψει και τότε ένας κρυμένος κόσμος θα έρθει στο φως.  

Ο ταχυδρόμος, ο Ρίκο απ’ το Ούντινε ήπιε κάμποσο. Ανάμεσα στ’ άλλα περιέγραψε μ’ αυθεντική συγκίνηση την ομορφιά του μικρού αγγέλου που κρατούσε κάποιος ακροβάτης. Είχε το μέγεθος μιας θεότητας, μ’ άσπρα μέλη και χείλη νεκρά. Εκείνη την ώρα, τραύλιζε ο νικημένος Ρίκο, θυμήθηκα την Αγγελίνα μου που χάθηκε τόσο νέα. Ξέρετε, η καρδιά ενός ανθρώπου σπάει, τ’ ακούς σαν ψίθυρο και πονάς. 

Ένας μικρός άγγελος, το κουρνιαχτό των θαυμαστών ειδικοτήτων, οι βατήρες, ένα φτερούγισμα πάνω απ΄την πλατεία, μια κλεμμένη κόρη, σύννεφα από κιμωλία. Μ΄αυτά μπορεί να φτιαχτεί απ΄την αρχή μια άλλη ιστορία.

 

 Κλειδιά

 

Η Αριάδνη ποζάρει εμπρός απ΄την κονσόλα.

Διαθέτει τ΄απαράμιλλο στυλ της τάξης της.

Έλα Αριάδνη,

άσε τις γκρίνιες,

καλύτερα Αριάδνη,

 πιο θηλυκά,

έτσι

έχεις τον ουρανό με το μέρος σου,

προσπάθησε λίγο ακόμη

επειδή αλλιώτικα

 θα πρέπει να σε σκοτώσω

όπως τα παλιά υαλικά,

όπως τις φωτογραφίες

απ΄τις θάλασσες

όταν νεότατη,

με μια πυριφλεγή ομορφιά

και λασπωμένα μάτια

διδασκόσουν απ΄την αρχή

τα πορταίτα

της Δήλου

 

Απόστολος Θηβαίος