Απόστολος Θηβαίος | Μηνίσκοι

© Man Ray

δεν περιγράφονται
του κόσμου
οι μυθολογίες

 

Έχουν κάτι τα φώτα και θολώνουν στους ορίζοντες. Κίτρινα, όλο ντροπή αυτά, τα ίδια φώτα στάζουν στ’ οδόστρωμα. Δεν μιλώ για τις σκιές, γι’ αυτές τίποτε δεν λέω. Δεν μιλούν για πράγματα ιερά, όπως η προσευχή και ο θάνατος και η μοίρα. Και αν κάποτε το φέρει στην ταβέρνα η κουβέντα, βλέπεις τους μύστες που γέρνουν το κεφάλι ταπεινά και πάσχει η καρδιά σου. Δεν μιλούν για αυτά τα πράγματα, ανήκουν στα ζητήματα τα πιο μυστικά όπως ο ύπνος που σχεδόν δεν υπάρχεις. Εγώ λέω για τους φωτισμούς, την πόλη που περνά έξω απ’ τα σπίτια, που φτιάχνει διασταυρώσεις και αδιέξοδα και όλο γερνά. Γριά ματρόνα με το κερένιο μπούστο, γεμάτη από αρχηγούς και κόκκινα κορίτσια, μυθολογίες, ταβέρνες, εύκολα ψέματα, υπόγειες συναλλαγές, συμβιβασμούς εμπαθείς και ηδονές. 

Ξανά,

Έχουν κάτι τα φώτα και βαραίνουν σαν ομίχλες. Οι Ετρούσκοι νεκρομάντεις τα ονομάζουν ήλιους της Αβησσυνίας. Κάτω απ’ τις σταλαγματιές τους πουλάνε ασημικά και κοπέλες και εδώλια εβένινα, πράγματα λατρευτικά ενός άλλου τρόμου. Ο Ίαν ποτέ δεν απαντά. Μες στο δωμάτιο ρίχνει τα χαρτιά. Διαβάζει πράγματα, είναι ιεροφάντης απ’ τα Γάδειρα, εκεί που λένε πως ξοδεύεται αλόγιστα του κόσμου το νερό. Το χείλι του είναι άλικο, στο χωριό του τον φώναζαν αρχηγό και θυσίαζαν στ΄ονομά του κούκλες από ζάχαρη και από στάχυα. Μετά ήρθαν οι επιτάφιοι, από όλους τους δρόμους με την ειρήνη τους, με μαραμένα τα γαρίφαλά τους, με φαγωμένη την καρίνα. Και σταμάτησαν οι παραμυθάδες που ομόρφαιναν την ζωή μας αιώνες τώρα, εραστές ηρωικοί έτοιμοι να πεθάνουν ο ένας για τον άλλον. Χάθηκαν οι σημασίες και απ’ του Ηρώδη την αυλή ξεχύθηκαν τα χιλιάδες νεκρά παιδιά. 

Ξανά,

Έχουν κάτι τα φώτα Ισμήνη και χορεύουν έτσι; Έλα να δεις απ’ το παράθυρό μου Ισμήνη. Ο Ίαν κοιτάζει διψασμένος έξω τον καιρό. Τα χρόνια δεν φαίνονται, γράφονται όμως συνθήματα πάνω στους τοίχους της πόλης μου. Όσοι νιώθουν πως μες στην καρδιά της μέρας αξίζει μονάχα να πεθάνεις, όσοι τραγούδησαν έστω και μια φορά τους λεπτούς μηνίσκους της άνοιξης θα ζήσουν λεπτές υδατογραφίες έξω απ’ τις γραφές, έξω απ’ τις γραφές. Χτυπούν στα ποτηράκια τα δαχτυλιδάκια και τα νιάτα μας πνίγονται. Χαυτεία, Βικτώρια, ποτάμι και άντε απ’ την αρχή τα δρομολόγια της ανάγκης, φριχτές φωτογραφίες. Σαν ξυραφιές με περνούν οι σιδηρόδρομοι Ισμήνη εδώ στην ξενιτιά που μ’ έριξε ο έρωτάς σου. Χτυπούν τα σχοινιά Ισμήνη, χορεύουν οι μικρές απ’ τ’ Αϊβαλί, με την τέχνη τους θα ζήσουν. Ισμήνη εδώ ξημερώνει και η σύνοδος αρχίζει. Πρώτα τ’ άλμπουρα της ρεματιάς και ύστερα ο εσπερινός με τ’ άηχο, τ’ ανάλαφρο αεράκι του, βαριά λεωφορεία, καφενεία, γουναράδικα, το στάδιο και άντε πάλι ως εκεί που βλέπει το μάτι σου. 

Ξανά,

Έχουν κάτι τα φώτα και τρέμουν απόψε. Μα έχει κυλήσει η νύχτα και δεν έχει γυρισμό πια από τούτον τον κόσμο. Η μνηστή της Κορίνθου χορεύει αργά από τραπέζι σε τραπέζι και ο κόσμος μπορεί άμα το θέλει να καεί απόψε. Ανόητα που πεθαίνουμε φωνάζουν και ο λαιμός της βάκχας που κρατιέται απ’ τα δεσμά του κόσμου. Έχει ένα φουστάνι πλεγμένο στο χέρι από χίμαιρες και τριαντάφυλλα. Η μάνα της λένε, ήταν η πιο όμορφη της κοιλάδας του Δρίνου και την κρύψαν στα γιοφύρια. Σας παρακαλώ, τίποτα άλλο για την πατρίδα μου, για τις εσχατιές της, τίποτε.

Απόστολος Θηβαίος