Απόστολος Θηβαίος | Τσάρλι 1

© László Moholy-Nagy

Ως τη μοναξιά

 

Στίγμα λευκότατο

Θα πρέπει να υπάρχει τρόπος. Ένα ασφαλές κανάλι επικοινωνίας, μια απείραχτη συχνότητα. Ο ταγματάρχης Τομ προσπαθεί αδιάκοπα.

Τσάρλι 1, ασταμάτητα μέχρι να ματώσει η φωνή του μες στην μεγάλη και απέραντη μοναξιά. Τσάρλι 1, με λαμβάνει κανείς, στην πιο απελπισμένη του στιγμή ο ταγματάρχης Τομ αφήνει τον ασύρματο, πάει να πει πως εγκαταλείπει οριστικά κάθε πιθανότητα σωτηρίας.

Μόνος, δίχως καμιά σύνδεση με την άτρακτο αφήνεται στο κενό. Στοίχημα πως ο ταγματάρχης Τομ μέσα απ΄το κλειστό του κράνος, χαμογελά με τρυφερότητα για την μοίρα του, στοίχημα πως σχεδόν κλαίει από χαρά γιατί καμιά άτρακτος, κανένας ηλιακός κύκλος, κανένα σήμα.

Εδώ Τσάρλι 2, δίχως νόημα πια αφού ο ταγματάρχης Τομ ορκίζεται στην αιώνια έφηβη Βερενίκη, πως είναι δικός της, μονάχα δικός της, για τώρα και για πάντα. 

 Με την άσπρη του στολή και τις μικρές σημαίες των εθνών και το χαμόγελό του που παγώνει μες στο κλειστό του κράνος.

 

 Ct Rassel

 Στις έντεκα και τέταρτο, ώρα Γκρίνουιτς η άτρακτος θα βρεθεί σε τροχιά με τον πλανήτη μας. Ο λοχαγός με την καταγωγή απ΄την Αριζόνα φθάνει σήμερα μετά από ταξίδι δέκα ετών στα βάθη του διαστήματος. Τον προσμένουν με ανυπομονησία μερικοί συγγενείς. Βρίσκονται παραταγμένοι στην αποβάθρα των υποβρυχίων, τους φυσούν οι άνεμοι και τα λουλούδια απ΄το φόρεμά της ταξιδεύουν σ΄όλο τον κόσμο.

 Ο λοχαγός προσθαλασσώθηκε στην ώρα του. Η άτρακτος, εμφανώς καταπονημένη βυθίστηκε για ν΄αναδυθεί πιο λαμπερή από ποτέ, μες στην καρδιά του υπέροχου ωκεανού μας. Οι δύτες έσπευσαν, το σήμα προωθήθηκε ως τα βάθη του Βερμόντ, ο λοχαγός Ράσελ επέστρεψε σήμερα, οι δύτες ανέσυραν νεκρό απ΄τ΄όνειρο τον λοχαγό. 

Τώρα περνούν μπροστά απ΄το πλήθος στην προβλήτα των υποβρυχίων. Όλοι χαιρετούν στρατιωτικά, κάποιοι κλαίνε και αποχαιρετούν τον νεαρό λοχαγό. Η ζωή του χάθηκε, λένε όταν με εκατοντάδες μίλια διαπερνούσε το δέρμα της γης, φθάνοντας ως μέσα στις καρδιές μας, σαν μια σφαίρα. Λοχαγός Ράσελ, ετών στο κοιμητήριο του Άρλιγκτον και σ΄όλα τα μπαρ του αυτοκινητοδρόμου πίνουν στη μνήμη του.

  

Αυλαία

Όταν σκέφτομαι τ΄άστρα λιγοστεύω. Και όταν τα μετρώ αθροίζομαι μες στην μεγάλη περιπέτεια του καιρού. Τόκιο, Αθήνα, Δρέσδη, Βελιγράδι. Να φέγγει λέει ο αστερισμός του κινδύνου, κάθε σούρουπο να κηρύσσεται λέει η κυνηγετική περίοδος των φεγγαριών και άλλα παρόμοια λαθραία.

Όταν, τ΄άστρα, λιγοστεύω. Σκύβω και φιλώ τα μάτια της Δανάης και ξυπνώ και χάνομαι. Χτυπώ στις χορδές και τα τριημιτόνια, παρανάλωμα του κόσμου, μικρή μου, αναπάντεχη αγάπη, πάντα στ΄αμφιθέατρα και πάντα στου ίππους και τις πολιορκίες. 

Οι άλλοι χειροκρότησαν κατασυγκινημένοι. Είπαν, έτσι θα γίνει κάποτε το θέατρο. Στην κόψη λέει του ξυραφιού θ΄αστράψουν οι ήρωες, στα υπερρώα θα σημάνουν συναγερμοί και οι τιμές των πετρελαιοειδών θα εκτιναχθούν στα ύψη, ανατινάζοντας σκληρές ηπείρους. Οι καλύτερες ιστορίες έλεγαν, είναι γραμμένες στις πέτρες. Και χειροκροτούσαν με δάκρυα στα μάτια καθώς ηχούσαν τα τροχιοδιωκτικά και οι κυκλώνες ανακοινώνονταν με σημάδια στην ανθρωπότητα. Έπειτα σβήσαν οι φωτισμοί, αδειάσαν οι πλατείες και τα συνεργεία αποφάσισαν πως πρέπει να τελειώσουν μ΄αυτά τα ψέμματα. Όμως δεν υπολόγισαν τα πουλιά και τους μάγους με τις συρμάτινες βουκέντρες.

Απόστολος Θηβαίος