Ernesto Sabato | Περί ηρώων και τάφων


Σ’ εκείνο το δωματιάκι, λοιπόν, άρχισα να γράφω ιστορίες. Τώρα καταλαβαίνω ότι  ανέκαθεν η τέχνη του καιρού μας, αυτή η δυνατή και αποδιαρθρωμένη τέχνη, γεννιέται πάντα από την προσωπική μας διάλυση, από την αγωνία μας και την δυσαρέσκειά μας. Ένα είδος απόπειρας συμφιλίωσης με τον κόσμο αυτής της ράτσας των ευθραύστων, ανήσυχων και γεμάτων επιθυμίες πλασμάτων που είναι οι άνθρωποι. Τα ζώα δε χρειάζονται αυτή τη μεσολάβηση της τέχνης ˙ τους αρκεί που ζουν, καθώς η ύπαρξή τους εξελίσσεται αρμονικά με την ικανοποίηση των αταβιστικών τους αναγκών.  Το πουλί αρκείται σε μερικούς σπόρους ή σκουλήκια, ένα δέντρο για να φτιάξει τη φωλιά του και μεγάλους χώρους για να πετά ˙ και η ζωή του, από τη γέννησή του ως το θάνατό του, κυλά μ’ έναν ευτυχή ρυθμό που δεν αποδιοργανώνεται ποτέ ούτε από τη μεταφυσική απογοήτευση ούτε από την τρέλα. Ο άνθρωπος όμως, από τη στιγμή που σηκώθηκε στα δυο πίσω  πόδια του κι έφτιαξε ένα τσεκούρι με μια κοφτερή πέτρα, δημιούργησε μεν τις βάσεις του μεγαλείου του, αλλά ταυτόχρονα και τις ρίζες του άγχους του, επειδή με τα χέρια του και τα εργαλεία που έφτιαχνε με τα χέρια του, έμελλε να ανεγείρει εκείνη την τόσο στέρεη και παράξενη κατασκευή που ονομάζεται κουλτούρα, για να αρχίσει έτσι η μεγάλη διάλυσή του, αφού είχε πάψει μεν να είναι ένα απλό ζώο, χωρίς ωστόσο να γίνει ο θεός που του επέβαλε το πνεύμα του. Θα είναι αυτό το δισυπόστατο και δυστυχισμένο πλάσμα που κινείται και ζει ανάμεσα στη γη των ζώων και τον ουρανό των θεών του, που θα έχει χάσει τον επίγειο παράδεισο της αθωότητάς του, χωρίς να έχει κερδίσει τον ουράνιο παράδεισο της απολύτρωσής του ˙ θα είναι αυτό το πονεμένο και άρρωστο στο μυαλό πλάσμα που θα αναρωτηθεί για πρώτη φορά για το γιατί της ύπαρξής του. Κι έτσι, τα χέρια κι ύστερα εκείνο το τσεκούρι, εκείνη η φωτιά κι αργότερα η επιστήμη και η τεχνική θα έσκαβαν κάθε μέρα και περισσότερο την άβυσσο που θα τον χώριζε από τη ράτσα της προέλευσή του και από τη ζωική του ευτυχία. Και η πόλη θα αποτελέσει στο τέλος την τελική φάση της ξέφρενης πορείας του, την ύψιστη έκφραση της αλαζονείας του και τη μεγίστη μορφή της αλλοτρίωσής του. Και τότε, πλάσματα στενοχωρημένα, μισότυφλα και μισότρελα, αγωνίζονται ψηλαφητά να ξαναβρούν εκείνη τη χαμένη αρμονία με το μυστήριο και το αίμα, ζωγραφίζοντας ή γράφοντας μια διαφορετική πραγματικότητα που από εκείνη που για κακή τους τύχη τους περιβάλει, μια πραγματικότητα που συχνά μοιάζει φανταστική και παρανοϊκή αλλά που, πράγμα περίεργο, πρόκειται να είναι τελικά πιο βαθιά και αληθινή από την καθημερινή πραγματικότητα. Κι έτσι, ονειρεύονται και για τους άλλους, οι καλλιτέχνες, αυτά τα εύθραυστα πλάσματα, κατορθώνουν να αρθούν πάνω από την προσωπική τους δυστυχία και γίνονται ερμηνευτές και σωτήρες (πονεμένοι) του συλλογικού πεπρωμένου.

[Σελ. 564,565,566]

Μετάφραση: Μανώλης Παπαδολαμπάκης
Ernesto Sabato  - Περί ηρώων και τάφων – Εξάντας, 1986

Αφήστε μια απάντηση