Γαλάζια Νουβέλα | Δ’ μέρος και τελευταίο

© Jan Lukas

«Προτομή Αλόγου»

Εκείνοι που ζουν στην πόλη, σε καθώς πρέπει σπίτια με φήμη καλή και σεβαστή δεν μπορούν να φανταστούν τι συμβαίνει σε εκείνο το μέρος. Βλέπετε το έχουν ολότελα ξεχάσει και η ζωή τους αρχίζει και τελειώνει στα όρια μιας υπέροχης, αστικής βιογραφίας. Ορχήστρες, κυριακάτικοι περίπατοι, θερινά περίπτερα με εργένηδες της καλής κοινωνίας, θέατρο με τους εύθυμους και πικρούς χαρακτήρες του Μολιέρου. Να, αυτή είναι η ζωή των καθώς πρέπει ανθρώπων μα και των εργατών που κρατούν όρθια την ζωή με τον κόπο τους ανάμεσα στις βάρδιες. Μοδιστρούλες, κορίτσια για τα θελήματα και την κουζίνα, καμαριέρες και αρτίστες αναλαμβάνουν να κάνουν τον σφυγμό της πολιτείας μια ιδέα πιο ζωντανό. Ειδικά οι μοδιστρούλες που περνούν την πολύβουη λεωφόρο με ένα καλό φουστάνι στα χέρια τους συνιστούν το πιο χαριτωμένο θέαμα τα πρωινά. Μοιάζουν με τους στρατιώτες που κουβαλούν κάποιον βαριά τραυματισμένο και είναι πια ζήτημα ζωής και θανάτου, να φθάσουν στο νοσοκομείο της εκστρατείας που έχει στηθεί πρόχειρα μες στην καρδιά του μετώπου αυτής εδώ της ζωής. Οι μοδιστρούλες αφήνουν πίσω τους ξέφτια και πολύχρωμες κορδέλες και όλο ισιώνουν καθώς περπατούν το καλό φουστάνι της κυρίας που θα το φορέσει σε μια πρώτης τάξεως περίσταση. Όσο για τις νύχτες, τριγυρίζουν αποκαμωμένες, λογαριάζοντας τι σκληρή είναι ετούτη η ζωή για τις συνηθισμένες κοπέλες. Στέκουν και κοιτάζουν πίσω από το τζάμι των ακριβώς ρεστοράν την κυρία που φορά περήφανα το καινούριο της φόρεμα. Πόσους κινδύνους, τι απελπισία και τι βιασύνη για να κατορθώσει ετούτο το ρούχο να φθάσει στα χέρια της κυρίας. Και έπειτα η αγωνία ώσπου η κυρία να αναγνωρίσει πως της ταιριάζει υπέροχα και πως από εδώ και μπρος θα παραγγέλνει μονάχα σε εκείνη τις επιδιορθώσεις των φορεμάτων της. Τότε οι μοδιστρούλες νιώθουν μια ζέστη στην καρδιά τους και επισκέπτονται το ζαχαροπλαστείο που διανυκτερεύει γιομάτο μάγκες και ανθρώπους του υποκόσμου. Μα αυτοί δεν ενοχλούν τις μοδιστρούλες, ίσως να τις κορτάρουν μια ιδέα μα πάντοτε αναγνωρίζουν πως αυτά τα κορίτσια βάζουν τα δυνατά τους για να στήσουν μια ζωή. Και με το φεγγάρι στα μαλλιά τους πάντοτε επιστρέφουν στις αδειανές τους κάμαρες με το κερί που σώνεται και με την μοναξιά που γδέρνει τους τοίχους. Αυτό, λοιπόν είναι όλο.

Μα καμιά τους δεν έχει την τύχη της Εύας. Για εκείνη τα βήματα βαραίνουν καθώς πλησιάζει το καλύβι λίγο έξω από την πόλη. Η καρδιά της χτυπά δυνατά, μια μυρωδιά την κατακλύζει και την πιάνουν τα κλάματα. Μα κάθε φορά που συλλογιέται πως θα μπορούσε να φύγει για πάντα, θυμάται την μητέρα και τον Λίο που είναι οι μόνοι της ζωής της  άνθρωποι. Ίσως μέχρι σήμερα και η κυρία στο μοδιστράδικο να ήταν με το μέρος της, μα έπειτα από τα γεγονότα του πρωινού, όλες οι πόρτες έχουν κλείσει. Η Εύα είναι μια ολομόναχη μοδιστρούλα με μια σαπισμένη ζωή που κάθε μέρα την γερνά όλο και περισσότερο. Καμιά φορά κοιτάζεται στις βιτρίνες, ξάφνου θυμάται ποια είναι και νιώθει ντροπή, ντροπή, ντροπή. Περπατάει γρήγορα και κλαίει μα δεν την νοιάζει επειδή πάντα βρέχει σε τούτα εδώ τα μέρη. Και έτσι η βροχή μπερδεύεται με τα δάκρυά της και κανείς δεν υποψιάζεται πως ετούτο το κορίτσι είναι σπασμένο. Ούτε θα μπορούσε κανείς να αντιληφθεί πως καμιά φορά το ν’αγαπάς σημαίνει να υποφέρεις για τον άλλον, όπως ακριβώς η Εύα παλεύει και αντέχει για χάρη της μητέρας και του Λίο που δεν έφταιξαν σε τίποτε. Και άλλωστε είναι εκείνες οι ματιές των ανθρώπων στον δρόμο που σημαίνουν ξέρω για σένα, ξέρω, ξέρω και την κάνουν να κρύβει το πρόσωπό της από ντροπή. Τους ένιωσε καθώς περνούσε σαν πομπή αρχαίου δράματος έξω από την φάμπρικα με τους εργάτες που έπαιρναν τον καφέ τους και την κοιτούσαν με πρόστυχη λαγνεία, αθεράπευτη. Τους ένιωσε σαν βάρος πάνω στους ώμους της, αβάσταχτους όπως η μελαγχολία της που της πλακώνει τα βλέφαρα. «Εμπρός, με πέντε κολλαριστά θα πρέπει να ‘σαι ευχαριστημένη, δεν είσαι δα και τίποτε σπουδαίο», και έπειτα ξεσπούν σε γέλια και σκουπίζουν τα βρώμικα χέρια τους πάνω στις λερές φόρμες. Εκείνη δεν απαντά και κυλά ατιμασμένη μέσα από τις εργατικές παρέες. Κάποιοι την πήρανε για ψηλομύτα, ένας άλλος σχολίασε δυνατά πως γεμίσαμε πλήθος πανωφόρια και καθάριες, για την εργατιά κανείς πια. Μα η Εύα ποτέ δεν αποκρίνεται και η ζωή συνεχίζεται πυρετώδικη, αλαζονική και νευρωτική μες στους κόλπους του καινούριου αιώνα. 

Τώρα νιώθει όλη του την δύναμη στο χέρι της. Και είναι ο κόσμος ένα θέαμα ρημαγμένου παραδείσου, με τα πουλιά και τα δέντρα του και τα αμαρτήματά του. Κάνει να το τραβήξει μα ο Άντι είναι ένας δυνατός, σκληρός άνδρας που ξέρει πώς να επιβάλλει την θέλησή του. Η μητέρα που ξέρει συνεχίζει την προσευχή της, όσο οι άσχημες σκέψεις πηδούν από εδώ και από εκεί σαν ψάρια πιασμένα σε δίχτυα. Η προσευχή τελειώνει και ο Άντι πίνει, πίνει, πίνει όσο η μητέρα χαϊδεύει τα μαλλιά της Εύας και την παρηγορεί που έχασε την δουλειά της. Τα μάτια της είναι από αυθεντική πορφύρα, δυο ματωμένες πανσέληνοι πάνω στο πρόσωπό της, δυο δίδυμα, λυπημένα φεγγάρια. Ο Λίο μαστορεύει, ένας θεός ξέρει τι. Το ποτάμι κυλά έξω από το παράθυρο, παρασέρνοντας μαζί τους τις εποχές. Και όσο για την μητέρα κάθεται και κλαίει σε μια γωνιά για τον Άνταμ που εκτελέστηκε σήμερα δίχως κανέναν δικό του άνθρωπο. Η Εύα ρωτάει για τον Άνταμ. Κάπως διστακτικά, σαν να παρακαλάει όλη ετούτη η ιστορία να αποδειχτεί ένας άσχημος εφιάλτης. Ο Λίο παριστάνει πως δεν ακούει τίποτε από όσα λένε οι δυο γυναίκες. Η Εύα επιμένει, η μητέρα πνίγεται σε έναν ωκεανό και αφήνει από την αγκαλιά της μια παλιά φωτογραφία του Άντι, ό,τι απέμεινε από εκείνον που εκτελέστηκε σήμερα είναι ετούτη η φωτογραφία. Η Εύα ρωτάει επίμονα, η μητέρα δεν έχει άλλη φωνή, είναι μια ψυχή που τρέμει  κάτω από ένα θανάσιμο φεγγάρι. Η μικρή επαναλαμβάνει το όνομα του Άνταμ, είναι αλήθεια, αλήθεια, αλήθεια και ουρλιάζει όσο οι άλλοι τριγύρω από το τραπέζι με το χαλασμένο κομμάτι κρέας περιμένουν και κοιτάζουν αμήχανα έξω από το μεγάλο παράθυρο της σάλας, έξω μακριά από τον οίκο των Τένισον, ένα ακάθαρτο καλύβι στα όρια της πόλης, τίποτε περισσότερο. Ο Λίο σκύβει και την αγκαλιάζει, εκείνη τινάζεται με την κομμένη της ανάσα, επιμένει, ρωτά μα δεν παίρνει απόκριση. Ο Άντι είναι κιόλας μεθυσμένος και η μητέρα γονατισμένη σε μια γωνιά, δεν έχει άλλη ζωή πια. Ο Λίο την πλησιάζει, την σφίγγει στην αγκαλιά του, την κοιτάζει κάθε τόσο με πανικό και καρτερικότητα, την  αγγίζει στους ώμους και είναι σαν να γυρεύει  τα φτερά της Εύας που είναι ψαλιδισμένα πια. Δεν θέλει να την δει που κλαίει και έτσι κρατά μακριά τον κηροστάτη ώσπου ο Άντι, λιώμα από το πιοτό βάζει μια φωνή και σαρώνει το τραπέζι. Μουγκρίζει σαν άγριο ζώο, ναι, σαν ένα άγριο ζώο, μα είναι το πιοτό που τον ορίζει και εκείνο το πάθος του που ανάβει όταν αντικρίζει την Εύα και νιώθει τον κόσμο να γίνεται κομμάτια από τον πόθο, ναι, από τον πόθο. Το ξέρει πως είναι αρρώστια, αρρώστια, αρρώστια, μα ωστόσο ετούτη η έξη είναι ανίκητη σαν την τρυφερότητα. Η Εύα δεν νιώθει έτσι και όταν ο πατέρας κάνει πως θέλει να της μιλήσει εκείνη κάνει δυο βήματα πίσω, αρπάζει το μαχαίρι που έχει σαρωθεί, θαρρείς πως με ένα μαχαίρι θα μου επιβληθείς, θαρρείς πως φοβάμαι ένα μαχαίρι και μια μοδιστρούλα και όλο την πλησιάζει, αρπάζοντας την από τους καρπούς. Το μαχαίρι πέφτει, με το σώμα της η Εύα επαναλαμβάνει μερικές δραματικές λέξεις που δεν διαθέτουν καμιά φωνή, μονάχα ακούγονται σαν διαπασών εντός της και όλο πληθαίνουν, όσο ο Άντι κάνει ανενόχλητος την δουλειά του, μεθυσμένος όσο δεν πάει. Σαν τελειώσει εκείνη η πολιορκία η Εύα ισιώνει τα ρούχα της, γλιστρά στον τοίχο και πεθαίνει στα σανίδια.  Συλλογιέται τους ήρωες των βιβλίων που ακουμπούν στις ρόδες του κάρου τους και ονειρεύονται τον ορίζοντα μες στην επιβλητική του πορφύρα. Εκείνη δεν ονειρεύεται, μονάχα πονά, πονά, πονά. 

«Αλήθεια τι ακριβό και καλό ρετάλι είναι αυτό! Σίγουρα δεν έχει καμιά δουλειά εδώ μέσα. Το μοδιστράδικο δεν καταπιάνεται με τέτοια ακριβά υφάσματα και το σχέδιο δείχνει καλόγουστο και μοντέρνο, καμία σχέση με τα μονόχρωμα υφάσματα που φτιάχνουν καθώς πρέπει φορέματα για καθώς πρέπει κυρίες σε αφόρητα καθώς πρέπει κυριακάτικους περιπάτους. Η μητέρα δεν φεύγει ποτέ από το σπίτι», σκέφτεται η Εύα «και ο Λίο φαντάζει σαν άγγελος βγαλμένος από κάποιον παλιό Ευαγγελισμό που τίποτε δεν τον νοιάζει και όλο προχωρεί την ζωή του στωικά. Δεν θα μπορούσε ο Λίο να είχε βρει αυτό το ρετάλι, όλη μέρα κουβαλά μεγάλα κομμάτια βοδινό από τις αποθήκες της αγοράς. Δεν έχει παράπονο ο Λίο και επαναλαμβάνει κάθε μέρα τις ίδιες κινήσεις με μια πρωτόγνωρη αφοσίωση, σχεδόν πνευματική, για τίποτε δεν νοιάζεται έξω από το όνειρό του. Όχι, όχι αυτός». Αυτό το κομμάτι ύφασμα έπεσε από τις τσέπες της φορεσιάς του πατέρα και είναι ένα ουρλιαχτό. Η κραυγή της δεσποινίδος Χόρενς από την άλλη πλευρά της ταπετσαρίας.

Είναι σπασμένη μέσα της, μια ζαχαρένια κούκλα, τίποτε περισσότερο. Μα πρέπει να βάλει τα δυνατά της, να οπλιστεί με θάρρος, να τρέξει ως τον αστυνομικό σταθμό. Με αυτό το ρετάλι θα δώσει στους αστυνομικούς να καταλάβουν πως ο νεκρός Άνταμ ήταν ένα μεγάλο λάθος. Πως την δεσποινίδα Χόρενς σκότωσε ο πατέρας της, ο Άντι και έπειτα έριξε όλο το φταίξιμο στον άμοιρο τον Άνταμ. Στην αρχή δεν θα την πιστέψουν και ίσως την διώξουν θυμωμένοι. Μα δεν θα το κάνουν επειδή η Εύα πέρα από όσα αφορούν την δίδα Χόρενς θα τους περιγράψει με κάθε λεπτομέρεια την άγρια, σκοτεινή της ζωή. Πώς την στριμώχνει πλάι στο παράθυρο και γίνεται πρόστυχος, πρόστυχος, πρόστυχος. Θα τους πει ακούστε κύριοι, ο Άντι είναι ένα πραγματικό κτήνος και εγώ θέλω να πάψω να ζω μια σε εκείνη την ζωή και πάλι στην ζωή εκείνου του καλυβιού στο περιθώριο της πόλης. Είναι τέρας, άραγε αυτό σημαίνει να είναι κανείς άνθρωπος; 

Και οι αστυνομικοί – τώρα η Εύα τρέχει μες στο σκοτάδι με μια έξαλλη καρδιά και συλλογιέται όσα θα ειπωθούν σε εκείνο το παγωμένο δωμάτιο με το εξίσου παγωμένο φως – θα της πουν είναι όλα ψέμματα, πώς μιλάς έτσι για τον γέρο σου, είσαι φτηνή μα γρήγορα θα σταματήσουν όταν ξαφνικά θα δουν εκείνο το ματωμένο ρετάλι από το φουστάνι της δίδας Χόρενς. Στην αρχή θα δειλιάσουν, έπειτα θα βρουν κάτι να πουν, ένα κομμάτι ύφασμα δεν σημαίνει τίποτε, έπειτα ο αστυνόμος θα το κρατήσει στα χέρια του λογαριάζοντας πώς τάχα θα μπορούσε να αλλάξει τώρα πια τα πράγματα. Θα της πει, πήγαινε στο καλό κορίτσι μου και έπειτα θα στείλει μερικούς χωροφύλακες στον οίκο των Τένισον. Έχουν εντολές να φέρουν στον σταθμό τον Άντι, έχουν εντολές που πρέπει να εκτελέσουν. Και η μητέρα θα δακρύσει από την χαρά της και η Εύα – τα πόδια της είναι παγωμένα, γεμάτα λάσπες, κάθε της μέρα είναι κλεμμένη από τον θάνατο – θα μαζέψει μερικά πράγματα και θα φιλήσει τον Λίο, με ένα τρυφερό άγγιγμα στην μορφή του που αφήνει για πάντα πίσω της την παιδική ηλικία. Και όσο κανείς δεν θα βρίσκει έναν τρόπο για να ζητήσει συγνώμη από τον Άνταμ που λιώνει κάτω από τις άγρυπνες εποχές και τις ανεμώνες, ο κύριος Χόρενς θα στολίζει το μνήμα του Άνταμ με τριαντάφυλλα και μερικά λόγια συγχώρεσης που τίποτε δεν μπορούν να αλλάξουν. Η Εύα θα βρίσκεται τότε μακριά, πολύ μακριά και το κεφάλαιο της ζωής της γεμάτο αγριόχορτα πια και αυτή εδώ η ερημιά θα έχει περάσει σε οριστική αναστολή. Τότε θα γράψει στον Λίο και θα του δώσει μερικές οδηγίες για να φθάσει κοντά της, θα του πει για τον μεγάλο ωκεανό που ως τότε υπήρχε μονάχα στα βιβλία, για το καλοκαίρι που κάνει τον καθένα να αντικρίζει αυτόν εδώ τον κόσμο με ένα αλλιώτικο πρόσωπο. Και ο γέρο Τένισον θα έχει πια γίνει μια ανάμνηση, αυτό είναι όλο, μια ανάμνηση.

Τώρα η Εύα τρέχει μες στην λασπουριά και πίσω της ακούγονται οι πυροβολισμοί που σφραγίζουν την μοίρα του οίκου των Τένισον που στάθηκε μια λυπητερή περίπτωση. Τώρα η Εύα λογαριάζει για νεκρό τον Λίο, βλέπει την μητέρα καρφωμένη στην θέση της με ένα κατακόκκινο αυλάκι να κυλά ανάμεσα στα μάτια της, βλέπει τον Άνταμ που γελά με την καρδιά του από έναν άλλον κόσμο, τον αστυνομικό σταθμό, ένα μαγαζί που διανυκτερεύει, ακούει τους αλιγάτορες που σέρνονται στο κατόπι της, θα μπορούσε αν χρειαζόταν να τρέξει ως την αιωνιότητα. Μα τώρα πια η Εύα έχει διαλέξει τον δρόμο της και ο πόλεμος έχει πια χαθεί. 

Αντίο Λίο, αντίο μητέρα ψιθυρίζει η Εύα κάτω από το αλουμινένιο φεγγάρι, μα είναι τα πουλιά που τσακίζουν την φωνή της σε χίλια κομμάτια. Θα άξιζε τον κόπο αν τύχαινε και ένας ζωγράφος διέσωζε για πάντα τα παγωμένα της μάτια, στο βάθος του φαραγγιού, με ένα κεφάλι αλόγου πνιγμένου στο νερό ή με μια ανοιξιάτικη γκρίζα σκιά, για πάντα πετρωμένη.  Τίποτε δεν θα μείνει από την Εύα, τίποτε από εκείνο το φτωχικό καλύβι στο περιθώριο της πόλης που καταρρέει πια δίχως καμιά απολύτως χρησιμότητα. Μονάχα εκείνο το βρώμικο κομμάτι κρέας με το μαχαίρι καρφωμένο στην αλλοτινή του καρδιά και ο χρόνος που σκεπάζει με καλοσύνη τις ιστορίες των ανθρώπων, θα απομείνουν. Μια εκδοχή πένθιμη της ζωής θα προκύψει ως απόσταγμα πάνω από τα πρόσωπα αυτής της ιστορίας που θέλησε με αγάπη να θυμηθεί τις τροπές της ζωής εκείνων  που κάποτε αποτέλεσαν τον περίφημο οίκο των Τένισον. Ένα ξύλινο παράπηγμα, έναν αληθινό παγετώνα που χάσκει ετοιμόρροπος πάνω από την ιστορία αυτού εδώ του μέρους και δεν έχει τίποτε να διδάξει στον καιρό μας. Τίποτε.

Απόστολος Θηβαίος