Απόστολος Θηβαίος | Η γάτα Ελευθερία

© André Kertész

|Και να σου είμαι
Για πάντα
Υποταγμένος|
Ν. Χριστιανόπουλος

 

Στο φόντο γαλάζια δόξα ή αλλιώς σκληρή μοναξιά, φτιαγμένη με κάθε γραμμή, με κάθε σιωπή. Και στην πρώτη γραμμή, αμυνόμενος, φλεγόμενος, κυνικός, κάποιος που έζησε την εποχή του προτού την γνωρίσει, ο Μάνος Χατζιδάκις απέναντι στην νεοελληνική αγέλη.

[…Διότι ο έρωτας συνιστά μια πράξη ελευθερίας, ένα επιβλητικό μέγεθος μες στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση. Αυτός είναι που κινεί τα πράγματα και μεθοδεύει την μοίρα των ανθρώπων με τρόπο παράτολμο και παράδοξο. Αυτός, ο έρωτας είναι που κάνει τις ζωές να ανεμίζουν σαν κουρέλια, αυτός το ξόδεμα και η φωτιά. Διότι αν συλλογιστεί κανείς πως το ζητούμενο ήταν πάντα η ελευθερία, ο έρωτας που οδηγούσε κατά τα φαινόμενα στην πλήρωσή της, κατ΄ουσίαν έθιγε αυτήν την θεμελιώδη αδυναμία του ανθρώπου. Και όμως, σήμερα υμνούμε αυτόν τον μικρό, ζωηρό θεό σαν να ΄ταν κάτι μεγαλύτερο και ομορφότερο, σαν να ΄ταν μια ιδέα, όπως εκείνες που ψηλώνουν το πνεύμα και διεγείρουν την κοιμισμένη αίσθηση. Αν γυρεύει κανείς την ελευθερία θα πρέπει να αρνηθεί τον έρωτα, θα πρέπει να αποφύγει τις πληγές, τις δεύτερες σκέψεις, τις προκαταλήψεις, τα εμπόδια που γεννιούνται, θα πρέπει να πιστέψει και να ασπαστεί τις μεγάλες ιδέες. Οφείλει να παραμείνει προσκολλημένος σε αυτές, με την τέχνη, με την έκφραση, με όλη την χειρονομία της ζωής του. Διότι ο έρωτας σήμερα διάβηκε την λεπτή εκείνη γραμμή και ασπάστηκε την φτηνή πορνογραφία. Και του αξίζει να λαθροζεί, να λογαριάζεται σαν μια αρρώστια, έτοιμη να σπαράξει τις θερμές και ζωντανές καρδιές…]
Από κάτω το πλήθος χειροκρότησε. Ο ένας στον άλλον έγνεφε συγκαταβατικά, δηλώνοντας την πλήρη αποδοχή των λεγομένων. Η διάλεξη αποτέλεσε ένα γεγονός κορυφαίου ενδιαφέροντος. Οι αρχές επιστράτευσαν όλους τους εργάτες και εκείνοι χιμήσανε συνειδητά και προσέφεραν απλόχερα τους εαυτούς τους στην πατρίδα που τώρα επιτέλους κάτι ζητούσε από εκείνους. Φέρανε λευκές καρέκλες, τις ακουμπήσανε σαν νεκρά περιστέρια και σαρώσανε τα ρείθρα από τα παλιά πράγματα και το σκουπιδαριό. Κρεμάσανε γιρλάντες στα δέντρα και στα πιο γερά ανέβηκαν τα παιδιά κρατώντας τις ολοκαίνουριες κόρνες που αγόρασε, ακριβώς για αυτόν τον σκοπό η δημοτική αρχή. Σε μια άκρη πίσω από τους φωτισμούς αραδιάσανε μερικά ποτά και λίγο πάγο. Όλα μάταια, καθώς το πλήθος παρασύρθηκε από την ομιλία και ο πάγος έλιωσε, τα ποτά ζεστάθηκαν, το μόνο που απασχολούσε εκείνο εκεί το πλήθος δεν ήταν άλλο από τα υψηλά και βαθιά νοήματα της διαλέξεως. Οι διοργανωτές είχαν ακροβολιστεί στις εισόδους του γαλάζιου μου στενού και έλεγχαν με αυστηρότητα το πλήθος που συνέρρεε. Υπήρχε άλλοτε πάντα ο φόβος της προβοκάτσιας, υπήρχαν οι προπαγάνδες και όλα εκείνα που γκρεμίζουν την αλήθεια από την θέση της.
Στο τέλος όλοι χειροκρότησαν θεληματικά, οι κυρίες κουμπώσανε τα φουστάνια τους και οι κύριοι γυρέψανε να σφίξουν μια ιδέα τον κόμπο του λαιμοδέτη που είχε τσαλακώσει το φιλί. Ορισμένοι άλλοι έδιναν υποσχέσεις σε νεαρές στάρλετ, ολότελα εντυπωσιασμένες από τις στάχτες και την ασυγκράτητη επιδοκιμασία.
Μπράβο, τα λες καλά, και άλλο, και άλλο, αυτός τα λέει σωστά, αυτόν να σκοτώσουμε, αυτόν που αγαπάμε τόσο πολύ, εμπρός, έλα κοντά μας και άλλα τέτοια και ίσως πιο τολμηρά που τούτη την ώρα δεν μπορούν να αναπαραχθούν. Έπαιρναν και έδιναν οι υποσχέσεις των γηραιών επισήμων στις νεαρές που τους κύκλωναν σαν πεταλούδες για μια υπογραφή, για ένα αυτόγραφο και ας ήταν το πουκάμισο του κόσμου τους αδειανό και τριμμένο.
Η ελευθερία, σκέφτηκα και είδα γαλάζια την ζωή μου. Γέλασα και άκουσα την ίδια λέξη πίσω μου σαν ηχώ και σαν υπενθύμιση. Κοίταξα τον κομψό κύριο με την καλοκαιρινή πουκαμίσα που έπαιζε με μια τεμπέλικη γάτα πλάι στις αδειανές ζαρντινιέρες, τις ξέχειλες από τσιγάρα, καφέδες, διαφημίσεις και ανθρώπινα σημάδια μιας τραγωδίας που παίχτηκε πριν λίγο σε τούτο ακριβώς το σημείο. Της κουνούσε τις χάντρες του κομπολογιού του και εκείνη σαν υπνωτισμένη γάτα των καραβιών πάσχιζε να το αρπάξει. Όμως μάταια και η γάτα σκαρφάλωνε στο πέτο της πουκαμίσας του και πιανόταν από την ζώνη του και εκείνος γελούσε με την καρδιά του. Κάθε τόσο επαναλάμβανε, όχι, όχι Ελευθερία, δεν πρέπει, έχει μερικούς κανόνες το παιχνίδι Ελευθερία και πρέπει να δείξεις χαρακτήρα. Ελευθερία όχι αυτό, όχι εκείνο Ελευθερία, δεν παίρνουμε ποτέ εκείνα που ανήκουν στις άλλες ελευθερίες, να είσαι καλή, να είσαι δίκαιη. Και ήταν η φάρσα, η σύμπτωση και το παράδειγμα που μιλούσαν εκεί εμπρός μου.
Δεν σας ενδιαφέρει η διάλεξη; Ρώτησα.
Εγώ ανήκω στους αστερισμούς, είμαι ένα θραύσμα του Σείριου, μην νοιάζεστε.
Και έφυγε μες στην πόλη, αφήνοντας ένα βαθύ σημάδι. Η διάλεξη με άλλα λόγια ήταν φιάσκο, αφού μονάχα στην μουσική, τον έρωτα, στο ποίημα που δεν βρίσκει τις λέξεις, μπορεί και κομματιάζεται ο χρόνος και κάτι από την αθανασία μας χαρίζεται. Πολύ καιρό αργότερα κατόρθωσα να τον ανακαλέσω πίσω από το πιάνο του. Και τότε λυπήθηκα βαθιά που δεν έσφιξα το χέρι του, που πίστεψα τους εξώστες και τα μεγάλα μεγέθη.

Απόστολος Θηβαίος