Απόστολος Θηβαίος | Hellblau

© Mirko Krizanovic

Φανταστείτε, πως ο Μακ «το μαχαίρι» παντρεύεται μυστικά την Πόλυ, δίχως ο πατέρας της, αφεντικό της τοπικής κλεφτουριάς να έχει ιδέα. Κάπως έτσι στήνεται η πλοκή της όπερας της δεκάρας που έκανε τόση εντύπωση στην εποχή της και υπήρξε ολοφάνερα η πιο αντιπροσωπευτική εκδοχή ενός κόσμου που έμελλε να αλλάξει βίαια τις σελίδες στο μεγάλο βιβλίο της ιστορίας.

Τα κυριακάτικα μεσημέρια ένα παράξενο πλήθος από ζευγάρια και μοναχικούς μαζεύονται στο γαλάζιο μου στενό. Έξω από εδώ ο ήλιος μαστιγώνει την αφιλόξενη πολιτεία όμως μέσα εδώ, μπορεί κανείς να βρει μπόλικη σκιά και λίγη διακριτικότητα. Τι αστείο, λίγα μέτρα πιο πέρα ένα ατέλειωτο κοπάδι περνά ρυθμικά. Στην είσοδο του στενού ένα ζευγαράκι τσακώνεται. Σε λίγο εκείνη θα τον εγκαταλείψει, αυτός θα πετάξει χάμω το μπουκάλι που κρατά, όλο γυαλιά η νύχτα που γεννιέται τώρα δα. Σε μια άλλη άκρη, κάποιος κύριος με καλοσιδερωμένο κοστούμι κυκλώνει αγγελίες στις φυλλάδες.

Ζητείται τραγουδιστής για μερικές εμφανίσεις, ζητούνται ηθοποιοί μιας κάποιας ηλικίας για κομπάρσοι σε μεγάλη, αμερικάνικη παραγωγή, ζητείται αφισοκολλητής, να μια καλή και εύκολη δουλειά. Λίγο πιο μακριά μου δυο κορίτσια με χαμογελαστά πρόσωπα, κάνουν φασαρία.

Μιλάνε δήθεν χαμηλόφωνα μα κάποιος που είναι εκ φύσεως αδιάκριτος θα μπορούσε να διακρίνει το θέμα που τις απασχολεί, μέχρι και το όνομα του άμοιρου νέου που αργά ή γρήγορα θα πέσει στα χέρια του έρωτα. Ίσως λέγεται Philip ή πάλι μπορεί να έχει ένα όνομα τόσο καθημερινό, σαν να λέμε Alexei ή κάτι τέτοιο που δεν αφήνει περιθώρια για φαντασιώσεις ή αναμνήσεις. Σίγουρα αυτός ο νέος δεν διαθέτει επώνυμο, αυτή η ιδιαιτερότητα έμεινε πίσω στον παλιό, εξαφανισμένο καιρό. Τα ονόματα έγιναν démodé έτσι απρόσωπη και μοναχική που είναι η πόλη μου.

Μια ιδέα ήλιου τρύπωσε πάνω από το μέγαρο και άναψε μια μικρή εστία στο κέντρο του γαλάζιου μου στενού. Ήρθαν και άλλοι, στάθηκαν μα γρήγορα έγιναν σκιές και χάθηκαν ξανά μες στην πολιτεία που δεν συγχωρά , που προσμένει, που καταβροχθίζει στους σταθμούς τους κατοίκους. Και όταν τους ξεβράζει, κάτι σαν το μεγάλο ψάρι του Ιωνά, εμείς υποψιαζόμαστε πως όλοι οι μύθοι και όλα τα παραμύθια ενός παιδικού χρόνου, αφορούν τον δικό μας καιρό που όλο φθάνει.

Οι κύριοι που στέκουν έξω από το κλειστό κουρείο κάτι ψιθυρίζουν και γελούν. Ίσως συζητούν τον τρόπο με τον οποίο την έφεραν σε κάποιον ανώτερο τους, είτε πάλι μιλούν με τρόπο παραστατικό για τα θέλγητρα της νεαρής που προσελήφθη προσφάτως και απασχολείται πάντα με στυλ, κλείνοντας τα ραντεβού των θυμωμένων πελατών. Όταν τινάζει τα μαλλιά της μπορεί να πάρει την συγνώμη του καθενός ή ακόμη μπορεί αν το θέλει να τον πνίξει μες στο ποτήρι της  όταν κάθε βράδυ, προτού κάνει έρωτα, μεθά δίχως αύριο, και χορεύει έξαλλα και φέρεται σαν την καλύτερη πουτάνα και ας μην είναι. Γιατί στα αλήθεια θα είναι ένας άγγελος, ακόμη και αν οι κύριοι γελούν μιλώντας για εκείνη, όπως κανείς κάνει λόγο για την σκανταλιά ενός μικρού παιδιού. Η τιμωρία των μεγάλων μοιάζει αλλιώτικη, πιο σκληρή από ότι ονειρεύτηκαν τα παιδιά, πιο άγρια από όσα φανταστήκαμε εκεί στην κόψη του φαναριού. Θεέ μου, αν δεν ανάψει στην ώρα του, σκέφτομαι πως από την μια στιγμή στην άλλη, όλη μας η ζωή θα καταρρεύσει.

Κάποιος άλλος διαβάζει μεγαλόφωνα ένα μισοσκισμένο βιβλίο. Δίπλα του έχει στοιβαγμένα μερικά χαρτιά με στατιστικούς δείκτες. Ίσως εκεί μέσα να κρίνεται η τύχη μιας συνήθειας. Ο κύριος διαβάζει μεγαλόφωνα, ενώ δίπλα του αρχίζουν να κολυμπούν τα φανταστικά ψάρια του μεσημεριού που κάνουν το γαλάζιο μου στενό, ίδιο θάλασσα.

Μα για τον Θεό! Ακούστε αυτό, σαν τάχα ο κύριος να απευθύνεται σε ένα κοινό που ενδιαφέρεται, οι όρχεις ενός συνταξιούχου από το Ίστμπουρν παγιδεύτηκαν ανάμεσα στα πηχάκια μιας πολυθρόνας στον κήπο του σπιτιού του τον Μάιο του 1984, όπου και λιαζόταν μετά από ένα αναζωογονητικό ντους. Οι πυροσβέστες προσπάθησαν να βοηθήσουν τον άτυχο Ρον Τάρπερ μα τελικά αναγκάστηκαν να διαλύσουν κυριολεκτικά την καρέκλα.

Λίγο μετά συνέχισε, σαν πιάνο που παίζει σκόρπιες τις νότες μιας μελωδίας, πλάι στους ήχους του φόντου που μιμούνται τα ψιλά στην τσέπη, το ρουθούνισμα ενός αρσενικού γάτου ή τον άνεμο που κάνει σαματά πάνω από τα υπόλευκα σεντόνια.

 Τον Αύγουστο του 1988 η ιταλική αστυνομία στην Μπιάσα συνέλαβε έναν γυμνό άνδρα να χορεύει μέσα μεσημέρι μες στο νεκροταφείο. Οι αστυνομικοί μόλις που πρόλαβαν να τον σώσουν από τις έξαλλες χήρες που ένιωσαν προσβεβλημένες. Τρώει μια μπουκιά, γλυκοκοιτάζει τα κορίτσια που δυσανασχετούν -έτσι κάνουν τα κορίτσια, μα τα αρσενικά της παλιάς κοπής ξέρουν τον τρόπο για να κερδίζουν τις εντυπώσεις -εκείνα μαζεύουν τα πράγματά τους και αποχωρούν. Αντίο κορίτσια του γαλάζιου μου στενού, ώρα καλή. Ο άνδρας συνεχίζει, τώρα πιο δυνατά, με μια ήττα ακόμη περισσότερο να έχει προστεθεί στην βιογραφία του.  

Ο Κινέζος βελονιστής Μπέρναρντ Λι από το Ρέντινγκ του Μπέρκσαιρ κατηγορήθηκε ότι χαϊδολογούσε το στήθος της βοηθού του. Ο ίδιος υποστήριξε ότι γύρευε ένα συγκεκριμένο σημείο στο κέντρο του στέρνου, το περίφημο «τζινγκ τζονγκ.» Όπως ήταν φυσικό δεν έπεισε κανέναν ενώ η βοηθός κέρδισε μια γενναία αποζημίωση. Δεν έμαθε ποτέ όμως αν το δικό της μαγικό σημείο βρίσκεται εκεί που ήλπιζε ο παράξενος ιατρός. Ο άνδρας έκλεισε βιαστικά την εφημερίδα του, μάζεψε τα χαρτιά, με κοίταξε με απαξίωση, είπε ένα αστείο για το ωραίο αρχοντικό μου που δεν είχε όμως ταβάνι και πρόσθεσε, μα ποιος ασχολείται με τέτοια κλισέ. Βλέπετε μόνον τέτοιοι κύριοι, ο λοξός ήλιος και ο άνεμος δεν αλλάζουν ποτέ το ύφος τους.

Τώρα όλοι είχαν φύγει. Το κολασμένο χάος της πόλης πήγαινε και ερχόταν και εγώ συλλογιζόμουν πως την επόμενη φορά που το γαλάζιο μου στενό θα φιλοξενήσει όλους αυτούς τους χαρακτήρες, δεν θα χάσω την ευκαιρία. Με γρήγορες κινήσεις θα πω δυνατά την εισαγωγή από την όπερα της δεκάρας, ένας ακορντεονίστας θα παίξει τον σκοπό της πειρατίνας Τζένη, το ντεκόρ θα αντιστοιχεί δίχως κόπο σε ένα γνήσιο και αυθεντικό ποτοπωλείο σαν αυτό του Νίκου Φωκά που ταξιδεύει κιόλας μόνος. Και τα τραγούδια θα είναι πικρά, όπως αρμόζει σε έναν κόσμο που παλεύει μα χάνεται γρήγορα με την κατεστραμμένη υγεία του, κέρδος από τις δουλειές στα ορυχεία και τις νεκρές δεξαμενές, με το βάρος του μοιρασμένο άδικα στους ώμους μας.

Μα ως τότε όλους τους ρόλους θα τους κάνω εγώ. Και θα αποφασίσω πως το Βερολίνο βρίσκεται παντού πίσω από αυτό το τείχος, ανασαίνοντας κρυστάλλινη παγωνιά. Αγαπητέ Μπέρτολντ, φρόντισα όλους τους ρόλους όπως θα το ήθελες. Δεν έχει σημασία πια μα αν κανείς πειστεί πως εκείνη η κουστωδία παραμένει ζωντανή, ο κόσμος δεν ομορφαίνει μα φαντάζει κάπως ελαφρύτερος και δίχως νοήματα βαριά, κατάλληλος θαρρείς για να τον ζήσει κανείς.

Καληνύχτα σας.

Απόστολος Θηβαίος