Γιώργος Αραμπατζής | Το παιδάκι και το κακό

© Robert Doisneau

Το μικρό αγόρι άνοιξε την πόρτα του άδειου αυτοκινήτου, στον έρημο χωματόδρομο καταμεσής στο δάσος, άπλωσε το πόδι του και σιγά-σιγά, προσέχοντας να μη γλιστρήσει απότομα κάτω, ακούμπησε με την άκρη του ποδιού του το έδαφος και άφησε το βάρος του να πέσει αλλά κόντεψε να χάσει την ισορροπία του και να σωριαστεί κάτω. Τελικά, κατάφερε να σταθεί στα πόδια του, κοίταξε ολόγυρά του, μέσα στα δέντρα, αλλά δεν είδε κανένα. Του είχαν πει να περιμένει μέσα στο αυτοκίνητο και θα επέστρεφαν γρήγορα. Του είπαν ψέματα, τον εγκατέλειψαν, σκέφτηκε με παράπονο. Ήθελε να πάει στη μαμά του – τώρα!

Ξεκίνησε να περπατάει με κοφτά και βιαστικά βήματα και, παρόλο που η δρασκελιά του ήταν μικρή, σε λίγο απομακρύνθηκε τόσο που έχασε το αυτοκίνητο πίσω του. Ήταν μέρα αλλά σε λίγο δεν θα ήταν πια. Οι μεγάλοι τον είχαν προδώσει, η μάνα του κυρίως και αυτό, χωρίς αμφιβολία, επειδή ήθελαν να τον ξεφορτωθούν. Το κάτω χείλι του ταράχτηκε και χοντρά δάκρυα άρχισαν να τρέχουν στα μάγουλά του. Ήθελε να τον χάσουν, να μετανιώσει η μάνα του πικρά, που του φέρθηκε με τόση απονιά και, συνάμα, ήθελε να βρεθεί κοντά της όσο πιο γρήγορα γινόταν. Πως ήταν τόσο βλάκας, που πίστεψε ότι αυτή τον είχε αγαπήσει; Περπατούσε τώρα εδώ και κάμποση ώρα ώστε και να ήθελε δεν θα προλάβαινε να γυρίσει πίσω στο αυτοκίνητο πριν σκοτεινιάσει. Ήταν τόσο χαμένος στις στενόχωρες σκέψεις του που δεν είχε προλάβει να φοβηθεί. Ο κόσμος δεν ήταν ο δρόμος και το δάσος, ήταν μια άδεια σκηνή όπου παιζόταν ένα θεατρικό έργο για δυο πρόσωπα, αυτόν και την μητέρα του. Η τελευταία είχε κάνει το αδιανόητο, τον είχε απαρνηθεί και ήταν δίκαιο να τον χάσει και να κλάψει με πόνο γι’αυτό το λόγο. Ίσως μετά από χρόνια, μεγάλος πια και δυνατός να γύριζε πίσω και να την κοιτούσε με περιφρόνηση. Θα προσπαθούσε τότε, άραγε, να τον αγκαλιάσει; Ας τολμούσε. Θα έσπρωχνε πίσω τα χέρια της και θα της έλεγε: ποιά είστε ‘σεις κυρία; Μήπως αυτή που με εγκαταλείψατε χρόνια πριν, που με δώσατε άσπλαχνα σε ξένους να χαθώ; Μπορούσε να βλέπει τη σκηνή με τα μάτια της φαντασίας του σαν να τη ζούσε. Να, εδώ ήταν τα χέρια της που προσπαθούσαν να τον αγγίξουν και αυτός τα κρατούσε μακριά του.

Ξαφνικά, δυο γερά χέρια τον άδραξαν και τον σήκωσαν ψηλά. Ο άνδρας με τη στολή που τον κρατούσε δυνατά, στράφηκε πίσω και φώναξε, τον βρήκα. Από την άκρη του δρόμου ξεπρόβαλλε η γυναίκα, βαδίζοντας προσεκτικά πάνω στα ψηλά τακούνια της και όταν τους έφτασε, τον πήρε στην αγκαλιά της, τον χάιδευε και τον μάλωνε ταυτόχρονα. Πρόσεξε ότι τα μαλλιά της δεν ήταν στρωμένα όπως όταν είχαν βγει από το αυτοκίνητο αλλά ήταν ανακατωμένα και ανάμεσά τους, μπλεγμένα, κάποια φυλλαράκια. Πήραν το δρόμο της επιστροφής, η γυναίκα ευχαριστούσε τον άνδρα που τον βρήκε αλλά αυτός στεκόταν μουτρωμένος και επαναλάμβανε, δεν ήταν καλή ιδέα στο είχα πει. Το ζευγάρι τον είχε πάρει νωρίς από το σπίτι του, η μάνα του επαναλάμβανε στον πατέρα που δεν ήθελε, τι μπορεί να πάθει, θα κάνει μια ωραία βόλτα. Πήγανε σε ένα εστιατόριο, η γυναίκα τον τάιζε και τον κανάκευε σαν να ήταν η μάνα του και, ταυτόχρονα, σαν να έπαιζε ένα θεατρικό έργο για τον ένστολο άνδρα. Αυτός παρακολουθούσε κάνοντας αστεία, μήπως είναι δικό της το παιδί και το κρύβει, αυτή γελούσε και του έλεγε, δεν ντρέπεται να λες τέτοια πράγματα. Αλλά δεν ήταν πραγματικά θυμωμένη και ο άνδρας άπλωνε πότε-πότε το χέρι του και την άγγιζε. Επιστρέφοντας, σταματήσανε το αυτοκίνητο μέσα στο δάσος, η γυναίκα του είπε ότι θα βγαίνανε για λίγο, αυτός να μείνει ήσυχο παιδί και να τους περιμένει, θα γυρίσουν αμέσως. Όμως, δεν γύρισαν αμέσως αλλά άργησαν πολύ, μια αιωνιότητα για ένα παιδί αφημένο μόνο σε ένα άδειο αυτοκίνητο. Δεν έφταιγαν αυτοί αλλά εκείνη, η άλλη, που τον πρόδωσε.

Πίσω στο αυτοκίνητο, τον έβαλαν στο πίσω κάθισμα απ’όπου είχε αποδράσει, πριν από μια ώρα και παραπάνω. Ο άνδρας εγκαταστάθηκε πίσω από το τιμόνι και η γυναίκα δίπλα του. Το αυτοκίνητο ξεκίνησε με τα φώτα αναμμένα γιατί είχε πια σουρουπώσει. Η γυναίκα έβγαλε μια βούρτσα από την τσάντα της και άρχισε να τακτοποιεί τα μαλλιά της και να τα καθαρίζει από τα φύλλα. Μιλούσε στον άνδρα, του έλεγε τι καλά που βρήκε το αγόρι, η ίδια είχε παραλύσει από τον τρόμο και την απόγνωση, ευτυχώς ήταν στρατιωτικός και είχε πείρα και γνώσεις. Τον κολάκευε και τον παρακαλούσε να μη την κακοχαρακτηρίσει. Τώρα τον άγγιζε αυτή, προσπαθώντας να τον μαλακώσει αλλά εκείνος συνέχιζε μουτρωμένος. Όταν ολοκλήρωσε την τουαλέτα της, η γυναίκα γύρισε στο μικρό αγόρι στο πίσω κάθισμα και του είπε να μη μιλήσει καθόλου γι’αυτά που έγιναν. Θα ήταν καλό παιδί, έτσι; Έβγαλε μια σοκολάτα από τη τσάντα της και του την έδωσε. Ύστερα κάθισε πάλι ίσια μπροστά και ξανάπιασε την κουβέντα με τον άνδρα.

Ήταν νύχτα τώρα και το αυτοκίνητο επιτάχυνε για να μη αργήσουν πολύ, είχαν υποσχεθεί να τον επιστρέψουν νωρίς. Το μικρό αγόρι πρόσεξε ότι δίπλα του, στο πίσω κάθισμα, ήταν αφημένο το πηλίκιο του άνδρα. Το πήρε στα χέρια του. Προσεκτικά, αργά-αργά, άνοιξε το παράθυρο δίπλα του, λίγο μόνο. Σήκωσε το πηλίκιο, το έχωσε στο άνοιγμα του παραθύρου και το άφησε να πέσει έξω. Το ζευγάρι μπροστά δεν κατάλαβε τίποτε.

Όταν έφτασαν στο σπίτι του, τον περίμενε η μάνα του με ανήσυχα μάτια. Μόνο η γυναίκα βγήκε από το αυτοκίνητο για να τον παραδώσει και περηφανευόταν ότι είχαν περάσει τόσο υπέροχα, που δεν ήθελαν να γυρίσουν πίσω. Δεν θα περνούσε πολύ ώρα αφού θα έμπαιναν στο σπίτι, που το αγόρι  θα ξέσπαγε σε κλάματα και θα τα ομολογούσε όλα στη μητέρα του. Την επομένη αυτή θα τηλεφωνούσε στην άλλη και θα της φώναζε, είσαι τρελή, είσαι τρελή;

Μόνο όταν ο αξιωματικός σταμάτησε το αυτοκίνητο μπροστά στο σπίτι της γυναίκας για να την αφήσει, συνειδητοποίησε ότι δεν υπήρχε πουθενά το πηλίκιό του. Τη ρώτησε αν θυμόταν πότε το είχε δει τελευταία φορά αλλά αυτή ήταν τόσο ταραγμένη που δεν ήξερε τίποτε. Την άφησε απότομα για να πάει να το ψάξει. Η γυναίκα τον παρακάλεσε να της τηλεφωνήσει αύριο τι έκανε και αν το βρήκε αλλά ο άνδρας έδειχνε ότι δεν την άντεχε ούτε λεπτό παραπάνω. Οδηγώντας, ήταν σίγουρος ότι το είχε όταν έφυγαν από το εστιατόριο. Άρα, πρέπει να του είχε πέσει εκεί που σταμάτησε το αυτοκίνητο ή να το είχε ξεχάσει στο ξέφωτο που είχε ξαπλώσει με τη γυναίκα. Βρήκε με δυσκολία, μέσα στο σκοτάδι, το σημείο που είχε παρκάρει στο δάσος, βγήκε με το φακό, έψαξε ένα τριγύρω, πήγε μέχρι το ξέφωτο αλλά φυσικά χωρίς αποτελέσματα. Την επομένη, ο διοικητής της μονάδας του θα του έριχνε κάμποσες μέρες φυλακή για την απώλεια, αν δεν σηκωνόταν πρωί-πρωί να προμηθευθεί για λίγες ώρες ένα πηλίκιο από κάποιο συνάδελφο.

 


Γιώργος Αραμπατζής. Αναπληρωτής καθηγητής Βυζαντινής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών· γεννήθηκε στην Αθήνα, µεγάλωσε στην Θεσσαλονίκη και σπούδασε φιλοσοφία στο Παρίσι. Από το 1998 έως το 2012 εργάσθηκε ως Ερευνητής στο Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Φιλοσοφίας της Ακαδηµίας Αθηνών. Το 2010 εκλέχθηκε στο Πανεπιστήµιο Αθηνών. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζονται στη Βυζαντινή φιλοσοφία, τις αρχαίες πηγές της και τις νεωτερικές προσλήψεις της. Έχει δημοσιεύσει τη νουβέλα Μπροστά στο Διοικητήριο (Σμίλη 2018), έχει μεταφράσει Όρσον Ουέλς (Mr Arcadin, Αιγόκερως) και Γκυ ντε Μωπασάν (Λόγια του Έρωτα, Ροές), ενώ έχει γράψει μελέτες για τον κινηματογράφο (Λαϊκισμός και Κινηματογράφος, Ροές) κ.ά.