Λένα Καλλέργη | Δωδώνη

© Γεωργία Τσόκου

Ένας αέρας που ήξερε από βάσανα
περνούσε μέσα απ’ το χορτάρι
που είχε φυτρώσει παντού
στο ιερό μαντείο, στο αρχαίο θέατρο.

Άδειος ο τόπος
από επισκέπτες κι από χρήση
όπως μου αρέσουν οι ανοιχτοί, αρχαίοι χώροι.
Ελαφρά θα τον είχα περπατήσει
την ήρεμη, καλή του τύχη
να μην είναι πολύ δημοφιλής
θα είχα μοιραστεί.

Αλλά η φιγούρα του πατέρα μου στην άκρη
– είχαμε πάει μαζί, εκεί κοντά η πατρίδα του –
τις πέτρες γέμιζε και τις βελανιδιές
μ’ όλες τις ιστορίες που μου χρωστούσε.

Τέτοια κληρονομιά είχα στερηθεί
που ο ευαίσθητος άνεμος
δεν έφερνε απόηχους ευχών
ταξίδια ικετών και παρακλήσεις
αλλά θροΐσματα επείγοντα
την αγωνία να μην χαθεί η φωνή
και δεν προλάβει να χαρίσει τους χρησμούς
με τη δική της δόνηση.

Με τυραννούσε με παρόν.
Μ’ έβαζε να μαντεύω.