Απόστολος Θηβαίος | Ο κύριος Λώρενς

© Νικόλας Περδικάρης

Αλλά κάτι πρωτάρηδες και
Μεθυσμένοι ναύτες
Που παραπάτησαν στον ύπνο της
Σκόρπισαν σπέρμα
Στο παρθενικό τοπίο

(«She loved to look at Flowers»
Από την συλλογή
«Το Κόνυ Άϊλαντ του Μυαλού»
1958)

 

Αναφορά στον Λώρενς

Το βιωματικό μυθιστόρημα του Σκοτ Χιούλερ Ταξίδι στην σκιά του Οδυσσέα παρακολουθεί τα χνάρια της πιο όμορφης ιστορίας. Ο ερευνητής επισκέπτεται τους τόπους και τα μέρη του επικού ταξιδιού του ομηρικού ήρωα. Μεσσίνα, Νάπολη, Αθήνα, Κέρκυρα, Γιβραλτάρ, μερικοί από τους σταθμούς του συγγραφέα καθώς ερευνά τις αναγωγές του μύθου και την σχέση του με την αλήθεια των γεγονότων ή την ακρίβεια της φαντασίας. Ερειπιώνες, πρόσωπα βγαλμένα μέσα από τις ραψωδίες της ανθρώπινης γεωγραφίας, αποτυπώματα και αποδείξεις συνθέτουν το οδοιπορικό του Χιούλερ στα τοπόσημα του οδυσσειακού μύθου.
Όμως τους ήρωες έχει σκεπάσει πια ο αχός του χρόνου και δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να ειπωθεί το άρρητο που συνοδεύει τον παγκόσμιο μύθο του παράξενου ταξιδευτή. Το ταξίδι παραμένει προσηλωμένο στα βήματα του ευφάνταστου θαλασσοπόρου, ωστόσο δεν παρακολουθεί παρά μόνο την σκιά του. Βρίσκει σπαράγματα στους δρόμους, μια μαρτυρία, την γωνιά από το πρόσωπο μιας καρυάτιδας, φήμες ναυαγίων, κάποιο όνομα με ελληνικό τονισμό που εξομολογείται μια αληθινή πτυχή του μοναδικού εκείνου ταξιδιού.
Κάθε ραψωδία ένας σταθμός γεμάτος αποκυήματα της ομηρικής φαντασίας, κάθε περιπέτεια μια διδαχή για την ανθρώπινη απαντοχή και το θάρρος που κινεί τον κόσμο. Ολόκληρο το ταξίδι του Οδυσσέα διαμορφώνει έναν χάρτη γεμάτο πρόσωπα και ακέραιες φαντασίες. Και αυτό δεν είναι λίγο. Φέρνει στο φως έναν κόσμο μαγικό που αφανίζεται και πάλι εμφανίζεται όταν το θελήσει.
Ένας τέτοιος Οδυσσέας είναι και ο Λώρενς, ένας οδοιπόρος που προσμένει στωικά κάτω από τα φώτα της πόλης το ξόδεμα του αιώνα που του΄λαχε να κατοικήσει. Οι καλύτεροί μας φίλοι πεθαίνουν στην αυγή της χιλιετίας και ο Λώρενς Φερλινγκέτι δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Γεμάτος από την οπτική των αντανακλάσεων, κρυμμένος πίσω από το μαγνάδι των δεκαετιών θεμελιώνει ένα μονοπάτι για τον ουρανό και τ΄αστέρια. Ο Λώρενς είναι ο λαμπερός υδράργυρος που ξεγλιστρά μες στον 21ο αιώνα, κερδίζοντας κάτι περισσότερο από την αθανασία, κάτι εγγύτερο προς το αιώνιο και το αειθαλές των τραγουδιών του.
Ετούτη η νεκρολογία επιστρατεύει την ογδοηκοστή όγδοη επιστολή του Ρωμαίου φιλοσόφου Σενέκα. Άλλον τρόπο δεν βρίσκει για να αποχαιρετήσει τον Λώρενς που τώρα καλείται να πολεμήσει με Κίκονες και Λαιστρυγόνες και πλάσματα της φαντασίας που έπλασε μια φορά και έναν καιρό ο αιώνας που θα βαραίνει για πάντα τις πλάτες του. Τα φώτα των ηλεκτρονικών μας Βαβέλ κλίνουν το γόνυ σε αυτόν τον υπέροχο ήρωα της αμερικανικής μα και -αυτό είναι το σπουδαιότερο-, της παγκόσμιας λογοτεχνίας που αφουγκράζεται με τρόπο κοινό τα νοήματα, δίνοντας έργα που μόλις σήμερα φανερώνουν την ένταση και την ευρύτητά τους. Οι μεγάλοι αποκαλύπτονται χρόνια μετά, όταν το είδος τους έχει ολότελα εκλείψει.
[…Οι καταιγίδες της ψυχής μάς χτυπούν καθημερινά και η φαυλότητα μας φέρνει όλα τα κακά που πέρασε ο Οδυσσέας. Δεν λείπει η ομορφιά που πλημμυρίζει τα μάτια μας, ούτε οι εχθροί λείπουν. Από την μια άγρια τέρατα που χαίρονται στην όψη του ανθρώπινου αίματος, από την άλλη οι υπόκωφες κολακείες του χρυσού, τα ναυάγια και κάθε είδους συμφοράς… Δίδαξέ με έστω και ναυαγισμένο να οδηγούμαι στην τιμή…Δίδαξέ με τι είναι ταπεινότητα και πόση καλοσύνη περιέχει και αν μπορώ να την βρω στο σώμα ή την ψυχή…]

Λώρενς Φερλινγκέτι
(1919-2021)

Στην εξαιρετική δίγλωσση έκδοση των 24 Γραμμάτων φωτίζονται μερικοί από τους σταθμούς της μυθιστορηματικής ζωής του Αμερικάνου ποιητή Λώρενς Φερλινγκέτι. Η Ρούμπη Θεοφανοπούλου γράφει στα προλογικά της έκδοσης: «Εκδότης, ποιητής διεθνούς ακτινοβολίας, ζωγράφος και ιδιοκτήτης των βιβλιοπωλείων City Lights Books που αποτέλεσε μέρος ζύμωσης και έκφρασης της νέας, αμερικάνικης κουλτούρας των δεκαετιών ΄50- ΄60 ο Φερλινγκέτι σφραγίζει έναν αιώνα ποιητικής παρουσίας. Γεννήθηκε στις 24 Μαρτίου του 1919 στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Ήταν το πέμπτο παιδί Ιταλού μετανάστη από την Λομβαρδία και Γαλλίδας μητέρας. Ορφάνεψε γρήγορα, υιοθετήθηκε από θείους του και μεταφέρθηκε στο Στρασβούργο, όπου πέρασε τα πρώτα πέντε χρόνια της ζωής του. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Νότιας Καρολίνας και πήρε το πτυχιό του στην φιλολογία το 1941. Αμέσως κατατάχτηκε στο ναυτικό. Έλαβε μέρος στην απόβαση της Νορμανδίας και δούλεψε για την Αντίσταση μεζί με τους ελεύθερους Γάλλους και Νορβηγούς. Αργότερα εγκαταστάθηκε στο Γκρίνουιτς Βίλατζ σπουδάζοντας παράλληλα στο πανεπιστήμιο της Κολούμπια ως το 1947. Το 1948 πήγε στην Σορβόνη για να κάνει διδακτορικό. Εκεί άρχισε να γράφει το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο Her το οποίο εκδόθηκε 12 χρόνια αργότερα και να μεταφράζει Πρεβέρ. Παντρεύτηκε μια Αμερικανίδα φοιτήτρια και γύρισε στο Σαν Φρανσίσκο. Έγραψε κριτική τέχνης σε περιοδικά, έκανε παρέα με εξπρεσσιονιστές ζωγράφους και παρακολοθούσε τις ποιητικές συγκεντρώσεις της πόλης. Ένωσε τις δυνάμεις του με τους Άλεν Γκίνσμπεργκ, Κένεθ Ρέξροθ και Τζακ Κέρουακ που αποτελούν τον βασικό πυρήνα της γενιά των μπητ ποιητών. Δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα στην τοπική επιθεώρηση City Lights. Μαζί με τον διευθυντή του περιοδικού ίδρυσε το ομώνυμο βιβλιοπωλείο το μακρινό 1953, με σκοπό να ειδικευτούν στις ποιητικές εκδόσεις τσέπης. Το 1955 ο Λ. Φ. Τύπωσε το πρώτο του βιβλίο με τίτλο Εικόνες του κόσμου που έφυγε. Πριν από το κίνημα των μπητ στην Αμερική κυριαρχούσε ο λόγος των ψυχρών μοντερνιστών T.S. Eliot, Ezra Pound και Wallace Stevens. Με την δεύτερη, ποιητική του συλλογή Το Κόνυ Άϊλαντ του Μυαλού ο Φερλινγκέτι απορρίπτει την αισθητική των τριών αυτών μοντερνιστών. Είναι μια αυθεντική φωνή που πάλλεται από κοινωνικά και οικουμενικά οράματα. Έχει ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο διαβάζοντας ποίηση, έχει λάβει μέρος σε ταινίες και ζωντανές ηχογραφήσεις, άνθρωπος της δράσης, πολιτικοποιημένος και ειρηνόφιλος, είναι ευρύτατα γνωστός στην Ευρώπη και στην Αμερική. Ποιητής διεθνούς ακτινοβολίας, ο Φ. Παίρνει θέση στα κοινά σε όλη του την ζωή, είναι παρόν σε οτιδήποτε προοδευτικό. Στα 100 του χρόνια έχει πια σταματήσει να πηγαίνει στο βιβλιοπωλείο του, «αλλά το πνεύμα του βρίσκεται εκεί καθημερινά», όπως δηλώνει πρόσφατα.
Ο χρόνος όμως δεν σταματά και ο Λώρενς ανήκει πια στην τάξη των πραγμάτων που περιέχουν στους κόλπους τους υαλογραφίες και αποσπάσματα και ίσως ένα μερίδιο από όλη την νοσταλγία αυτού του κόσμου, την βαθιά πεποίθηση πως ετούτη η πραγματικότητα αλλάζει μέσα από την λειτουργική πια εμπειρία των καινούριων ποιητών. Η γραμμή της ζωής που σημάδεψε τα χέρια του τώρα διευρύνεται σε άλλες σφαίρες. Και η τέχνη του που εκθρονίζει την θρησκεία, φέρνοντας στο προσκήνιο το πρόσωπο, το περιβάλλον, τον έρωτα, ξεφυλλίζοντας το βιβλίο της ζωής φέρνει στο προσκήνιο τον αισθησιασμό της και το κατακόρυφο βάρος της δυναμικής πραγματικότητας που περιέχει. Ο Λώρενς Φερλινγκέτι κοιμάται για πάντα μες στα μαδριγάλια, λύνοντας από τα χέρια του εκείνο τον μίτο που μας συνδέει με τα ανθρώπινα. Ο ποιητής ξεφλουδίζει το σκληρό περίβλημα του κόσμου, παρατηρώντας αυτές τις εξωφρενικές πιθανότητες αλήθειας που περιέχονται εδώ και εκεί, μες στον ρυθμό της ακοίμητης γενιάς του.
Ο Ρεμπώ πριν από χρόνια σκιαγράφησε μες στο μισοσυνειδητό ενύπνιό του, με λέξεις και φράσεις τον κόσμο που κλείνει εντός της η ποίηση του Λώρενς Φερλινγκέτι. Άθελά του εξήγησε αυτήν την γλώσσα που πέφτει στην αγάπη και από τίποτε, έξω από τον εαυτό της, δεν γελιέται. Μια γλώσσα της ψυχής, από την ψυχή, γαντζωμένη στην σκέψη. Αντίο κύριε Λώρενς με τα έγχορδα στην διαπασσών και τον στρόβιλο του καιρού αιώνιο και μαχητικό, να χωνεύει τις καλύτερες σημασίες μας.

Φωτιστικό Σώμα

[…Και μες στο γοερό όνειρο του ποιητή δεν είδα
Καμιά Λορελάι επί του Ρήνου
Ούτε αγγέλους στην Μασσαλία
Παρά ζευγάρια να βουτούν γυμνά στα θλιμμένα νερά
Μες στην βαθιά φιληδονία της άνοιξης
Με έναν αλγεβρικό λυρισμό
Που ακόμη προσπαθώ να αποκρυπτογραφήσω…]

«In Paris in a loud dark winter»
(από την συλλογή «Εικόνες του κόσμους που έφυγε»
1955)

 

Η λογοτεχνία των «μπητ»

Ο Τζακ Κέρουακ συνομιλεί με τον Θεό, στέλνοντας σινιάλα από σπασμένα καθρεφτάκια. Από κορυφή σε κορυφή κάποιος απαντά, η Αμερική βυθίζεται στον πάτο της παγκόσμιας εικόνας ουρλιάζοντας ξεφτισμένη μες στο φορεμένο της δέρμα. Με δύναμη, δίχως αθωότητα διατρέχει τις καταστροφές και το εθνικό της όνειρο, εκατομμύρια άγγελοι πλαγιάζουν μαζί της, εκατομμύρια τ΄άστρα της, γυμνή η καρδιά της, σκοτωμένη πλάι στο ασιατικό κέλυφος. Μονάχα κάτι παιδιά, βυθισμένα στους έρωτες, διαλέγουν να ζουν έξω από το ρεύμα του αμερικάνικου ποταμού που κυλά φορτωμένος με όλα τα τιμαλφή της ιστορίας. Ο Τζακ, ο Κένεθ, ο Άλαν που ουρλιάζει από τ΄αμφιθέατρο του κόσμου για την αθεράπευτα σκληρή εποχή που ξυπνά, για τον κίνδυνο που φαίνεται μόλις τότε αναπόφευκτος, η Αμερική που χωλαίνει, που ψυχορραγεί πενήντα χρόνια τώρα, γεμάτη, σχεδόν πλούσια σε παρασιτικούς οργανισμούς. Στην εθνική αρένα διαγωνίζονται οι ανεκδοτολογικές φιγούρες, ολάκερη η χώρα ιδροκοπά βάναυση κάτω από την ηλεκτρισμένη μαρμαρυγή του Σικάγο, της Νέας Υόρκης, της Καλιφόρνια. Τα παιδιά, που υφαίνουν το αλλιώτικο τραγούδι της, φαντάζουν μορφές βγαλμένες μές από συγγράμματα σβησμένων αιώνων, γεμάτα από βίους αγίων και ασκητικές βιογραφίες. Αυτά τα παιδιά, ο Τζακ, ο Άλαν, ο Λώρενς μοιάζουν με τα μικρά, τα πολύ μικρά μάρμαρα της άφταστης ποιότητας, των ποικιλώνυμων χρονικών. Φαντάζουν κομμάτια μιας τεχνικής που συγκλόνισε τον αμερικανικό καθωσπρεπισμό, σπαράγματα μια γλώσσας που λευκάθηκε με τον καιρό μες στο καμίνι της αμερικανικής εποποιίας. Η πρωτοπορία πεθαίνει μόλις γίνει μόδα.
Για αυτούς αρκούν τα φώτα της πόλης, οι γρήγοροι έρωτες, η κουρσάρικη ναυτοσύνη που τους θέλει ευάλωτους σε κάθε δύναμη, σε κάθε μεταφορά. Οι πορτολάνοι μοιάζουν με άγνωστες λέξεις για αυτούς τους συνομώτες του αμερικάνικου ονείρου που πεθαίνουν μες στους φριχτούς πόνους της αγάπης και πετούν στα σκουπίδια τις προϋποθέσεις της τέχνης. Η γενιά των μπητ μπορεί να περηφανεύεται πως συντάρραξε για πάντα την ίδια την αμερικανική σκέψη, αυτήν που ταλαντεύεται ανάμεσα στην απομόνωση και την ηθική δέσμευση. Το έπραξε μαζί με άλλες ενδόμυχες τάσεις της και νευρικά ταλέντα, όπως ο Τζάκσον Πόλοκ που πετά τα χρώματα στον μουσαμά, όπως ο Λώρενς τοποθετεί βίαια, δίχως περισπασμούς τις λέξεις του. Οι πρόζες τους φαντάζουν αποκρίσεις στο τραγούδι του γερο Ουώλτ την ώρα που σε ολόκληρη την χώρα περιφέρεται το σχοίνωμα του αυτιστικού οράματος. Οι σπουδαίες εποχές, τα καλύτερα παιδιά τους μιμούνται σε αυτό την αθεράπευτη μοναξιά του Μιχαήλ Άγγελου, όταν στην οροφή της Καπέλα Σιξτίνα αναγορεύεται στον εκφραστή της δικής του εποχής.
Ο Λώρενς και οι φίλοι του γεωμετρούν και πάλι την αχανή έκταση, περιφρονούν τον κίνδυνο του συντηρητισμού και της προοδευτικότητας, δεν περνά ούτε μια μέρα, ούτε ένα ποίημα, ούτε ένας στίχος που να μην θυμηθούν τον γενναίο, καινούριο κόσμο. Κρατούν τα μάτια τους προσηλωμένα στο ανέφικτο, οι πόλεις τους εκπίπτουν την ίδια στιγμή που δίχως τίποτε και κανείς να σφραγίζει το τέλος της τεχνοτροπίας τους, οι ίδιοι υπαινίσσονται και τελικά αρνούνται μια καινούρια ταυτότητα, γκρεμίζοντας την πρωτιά αυτού του όμορφου ψέματος. Τρίγωνα, ατσάλι, χάλυβας, αλγόριθμοι, ατομική ενέργεια και σε μια άκρη οι πιο γνήσιοι εκπρόσωποι των μπητ που διαλέγουν να ζουν σε όρους αιωνιότητας. Δεν τους καίγεται καρφί να μεταφράσουν τον κόσμο, ο εαυτός τους είναι το θέμα που κατέχουν καλύτερα από κάθε τι. Εμπρός τους στέκει απειλητικός ο αμερικάνικος δαίμονας, οι στατιστικές, το απάνθρωπο επιχειρείν και τόσα άλλα, όμως οι ποιητές διαλέγουν πάντα ολομόναχοι το φορτίο τους. Αργότερα, το κενό που άφησαν κάλυψαν, κινούμενες σε έναν άλλο ρυθμό πια, κάπως σημερινό, οι αριθμητικές προσεγγίσεις ενός άλλου αποκυήματος των μπητ, του Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας. Γυρεύουν μια απάντηση να δώσουν σε αυτήν την προκλητική κυριολεξία, οι καιροί τους δεν ισοδυναμούν παρά με την αυθεντική τέχνη που γεννιέται εκεί έξω και συνιστά την ευθεία απάντηση στην ετοιμοθάνατη κουλτούρα που σαπίζει μες στις κοσμοπόλεις του μέλλοντός μας. Η μηχανοποιημένη τέχνη τούς αποδιώχνει και από όλη αυτήν την επανάσταση του δεύτερου μισού του περασμένου αιώνα, κρατούν μονάχα την εικόνα της αστραφτερής Μπιούικ με την βιρτουόζικη τεχνική της που διατρέχει το Βερμόντ, αφήνοντας ένα τρυφερό στίγμα από μια άϋλη, τέταρτη διάσταση, ολότελα άπιαστη και φευγάτη που μεταφράζει αλλιώς το κοσμικό περίγραμμα των ματιών μας και τραγουδά καλύτερα, τρυφερότερα το εγκώμιο και την ευτυχία της πικρής μας βιογραφίας. Οι μπητ υπήρξαν μελαγχολικοί, ευερέθιστοι, ωστόσο κανείς δεν μπορεί να τους κατηγορήσει πως λάνσαραν ένα ψεύτικο ύφος, πως δεν ταυτίστηκαν. Ο Λώρενς, ο Άλαν, ο Κένεθ και τόσοι άλλοι πρεσβεύουν συγκοπές και ελλείψεις. Οι ρυθμοί τους δεν ανήκουν στον γνώριμο αυτό κόσμο και ίσως μια μέρα αυτοί σταθούν η αφορμή για να συμπεριληφθούν νεότατοι και ερωτικοί, ως γνήσιοι εκπρόσωποι κάποιου καιρού, μες στο ιδρωμένο τέμπλο της πολιτιστικής ζωής μας. Ο Λώρενς και οι φίλοι του μας άφησαν στίχους ενεστώτες και έναν άνεμο που αγρυπνά ανακατώνοντας τα μαλλιά αυτού του γκριζομάλλικου, μπλαζέ παλιόπαιδου που ονομάσαμε στην γλώσσα του νέου κόσμου, αιώνα μας.
Ο Γιάννης Τσαρούχης το 1984 σημειώνει: Είμαι ένας εξερευνητής με διογκωμένη την αίσθηση της αναζήτησης, το είδος του ανθρώπου που πυροδοτείται από μια αφορμή, γεμάτος ενθουσιασμό για να παραιτηθώ γρήγορα από κάθε κατάκτηση, γυρεύοντας πάντα νέες συγκινήσεις. Ο στοχαστής του Αμαρουσίου δεν φαντάστηκε εκείνον τον μακρυσμένο πια καιρό, πως τα λόγια του θα ταίριαζαν γάντι στην περίπτωση μιας ολόκληρης ποιητικής γενιάς. Βλέπετε, ο Λώρενς και οι φίλοι του μοιάζουν ξεστρατισμένα πουλιά, αντηχούν σαν μύθος κάποιου καιρού, περιδιαβαίνουν την παγκόσμια λογοτεχνία με την χάρη ενός ερωδιού, ενός μονότονου πουλιού, δεν αφήνουν σημάδια και χνάρια. Στους κόλπους της, που όλα διατηρούν το βάρος και την σημασία του μολυβιού, οι μπητ καλλιτέχνες καταργούν κάθε πρόθεση αυτοσυντήρησης, τις σελίδες τους ξυπνά ο άνεμος που φυσά και η άνοιξη που ποτέ δεν πρόδωσε τους όρκους της, τέτοια άφθαρτα μεγέθη. Η γενιά των μπητ δημιουργών προσέθεσε στην ατμόσφαιρα αυτού του κόσμου ένα είδος γυμνότητας, κάτι το απότομο στο αίσθημα και το τοπίο. Αρνούνται το φιλοδώρημα της αμερικάνικης κοινωνίας, αρνούνται τον ρόλο του νομοθέτη, λαθροζούν μες στο φως. Μια σταγόνα από τους στίχους τους αρκεί για να δείξει το ποτάμι και τα λοιπά, και τα λοιπά, και τα λοιπά.

 

Φωτιστικά Μέσα

[…Το μάτι του ποιητή με άσεμνο τρόπο κοιτάζει
Βλέπει την επιφάνεια του σφαιρικού κόσμου
Με τις μεθυσμένες ταράτσες του
Και τα ξύλινα oiseaux στα σκοινιά της μπουγάδας

Και τα πήλινα αρσενικά και θηλυκά του
Με πόδια καυτά και στήθη μπουμπούκια τριαντάφυλλων
Σε κυλιόμενα κραββάτια
Και τα δέντρα του γεμάτα μυστήριο
Και τα κυριακάτικα πάρκα του και τα άφωνα αγάλματα
Και την Αμερική του
Με τις πόλεις φαντάσματα και τα έρημα νησιά Έλις
Και το σουρεαλιστικό της τοπίο με
Άμυαλα λιβάδια…]
«The poet’s eye obscenely seeing»

(από την συλλογή «Το Κόνυ Άϊλαντ του Μυαλού», 1958)

 

Μικρά Θεατρικά

(πρόζα βασισμένη στο ποίημα «In a Surrealist Year»)
while out of every imitation cloud
dropped myriad wingless crowds
of nutless nagasaki survivors

Το θεατράκι του σχολείου είναι κατάμεστο. Οι αγρότες ξεχωρίζουν με τις λασπωμένες τους φόρμες. Κάποια πρόσωπα αναγνωρίστηκαν ξανά πριν από χρόνια μες στα πορτραίτα της ενδοχώρας. Τώρα φαντάζουν εξόχως πιο γερασμένα, για την ακρίβεια θυμίζουν γυάλινα που τραβούν για τον θάνατο. Οι μαθητές των τελευταίων τάξεων έφεραν το καλοκαίρι στο μικρό θεατράκι του Λίνκολν. Οι πιο καλλίγραμμες από τις μαθήτριες, πιστές Μπίμπι Μπο με παρελθόν στο σώμα των μαζορεττών της πόλης που συντροφεύουν πάντα την τοπική ομάδα, παραληρώντας, πανηγυρίζοντας, υποστηρίζοντας. Οι νεαροί φόρεσαν πολύχρωμα σορτς και παριστάνουν διάφορες ασχολίες. Ένα παιχνίδι γκολφ, ένα ιλουστρασιόν περιοδικό, αναψυκτικό, τριμμένος πάγος και σημαιάκια με αστερόεσσες. Ορισμένοι έχουν ντυθεί σερβιτόροι, αγόρια για κάθε δουλειά. Κάποιοι άλλοι, μια παρέα τελειόφοιτων υποδύονται με ξεχωριστή επιτυχία τα μέλη του κόμματος και άλλοι έχουν ντυθεί διασκεδαστές, παριστάνοντας παράξενες ειδικότητες, όπως τον άνθρωπο οβίδα ή τον ισορροπιστή και τόσα άλλα.
Ένας έφηβος, -ίσως παριστάνει τον βασιλιά χρόνο, ποιος ξέρει, τίποτε δεν σώζεται έξω από το βάδισμα του καιρού και οι ποιητές το γνωρίζουν καλά-, φθάνει στο μέσον της σκηνής. Στο φόντο προβάλλονται εμβληματικές στιγμές από την αμερικανική εποποιία, αθλητές των ρεκόρ, πρόεδροι με σφαλισμένα στόματα, αμερικάνικες ταξιαρχίες με πορτοκαλί φόρμες σε ανάμνηση της σφαγής, ο Μακ Άρθουρ με τέλεια, αμερικανική προσωπίδα και οι αξιωματούχοι ζωγραφισμένοι με ψυχρά χρώματα μες στην καρδιά του Βερολίνου. Αχνά κυματίζει ο τρομερός Σεπτέμβρης μα αυτό καμιά γενιά, κανένας σκηνοθέτης δεν οραματίστηκε. Ακολουθούν σκηνογραφίες της Νέας Υόρκης, περήφανα γηρατειά δίχως πόδια ή χέρια σε ένα καλιφορνέζικο θέρετρο φορώντας το δέρμα από τους πίνακες του Έντουαρντ Χόπερ, μια συστοιχία πυραύλων εδάφος αέρος έτοιμοι προς πυροδότηση φορτωμένοι στους ώμους μιας χρυσής, αμερικάνικης νεολαίας με αποχαιρετισμούς σε μια λησμονημένη, κουβανέζικη διάλεκτο. Ο έφηβος απαγγέλει ένα ποίημα του Λώρενς Φερλινγκέτι και σταδιακά στο φόντο επικρατούν τα φώτα της πόλης, κάθε πόλης εκεί έξω. Όλα θυμίζουν τον βυθό ή καλύτερα, φανταστείτε παρακαλώ, την λεπτή ταλάντωση της παγκόσμιας σκέψης ανάμεσα στα είδη των αμερικάνικων, ηθικών δεσμεύσεων.

Είχε κίτρινα μαλλιά
Και φωνή βραχνή.
Κάνω μια ήσυχη ζωή
Στο μπαρ του Μάικ κάθε μέρα
Παρατηρώντας τους παίκτες του μπιλιάρδου
Να πέφτουνε σαν λύκοι
Σε μακαρονάδες
Και έχω κάπου διαβάσει
Για το
Νόημα της Ύπαρξης
(«Autobiography», από την συλλογή Προφορικά Μηνύματα, 1958)

Τότε είναι που στην κόψη του φινάλε, όσο οι άλλοι γερνούν και τα χρώματα χάνουν την τελευταία τους ακμή, βγάζει από την τσέπη του τα σύνεργα μιας έκτακτης βόμβας, με πόση ειρωνεία, ω Αμερική, την συναρμολογεί. Διαθέτει ιαπωνικό πυροκροτητή και έχει στην καρδιά της αθώα ιδεογράμματα. Ο έφηβος πυροδοτεί τις εξελίξεις, όλοι γύρω του πέφτουν νεκροί, ιαπωνέζικες δεήσεις και αστραφτερές Κάντιλακ παλιώνουν πίσω από τον καθρέφτη μες στην άγρια ενδοχώρα που εννοείται έξω και πέρα από το νόημα της μικρής παράστασης στο θεατράκι του Λίνκολν. Τα παιδιά παρασέρνονται από τον άνεμο, χαρίζοντας παντού υπέροχες φωτογραφικές λήψεις. Ω Αμερική, το ΄παν τόσοι και τόσοι πως σου ταιριάζουν οι μύθοι, τόσο όμορφοι και τόσο στοχαστικοί, μύθοι που δηλώνουν πια την εκκωφαντική απουσία της ελπίδας. Ο έφηβος περνά στο παρασκήνιο και τώρα στην πλατεία οι αγρότες ποντάρουν όλο τους το βιος μετρώντας τους σακάτηδες και τους ζωντανούς από αυτήν την ραψωδία, από αυτήν την ραγισμένη διακήρυξη. Έπειτα χειροκροτούν, φορούν το λανθασμένο τους καπέλο και επιστρέφουν στους τόπους του Γουίλιαμ Φώκνερ, όπου δεόμενοι μιμούνται την αέναη προσευχή του παιδικού χαρταετού.

Φωτιστικά Σώματα
[…Πήγαινα να πιάσω θέση σ΄ένα θεωρείο του Teatro Melisso , της
Όμορφης εκείνης, αναγεννησιακής αίθουσας όπου
Καθημερινά γίνονταν οι ποιητικές αναγνώσεις και τα μουσικά κουαρτέτα
Του Φεστιβάλ του Σπαλέτο και ξαφνικά είδα για πρώτη φορά
Τον Έζρα Πάουντ, ακίνητο σαν άγαλμα μανδαρίνου,
Στο μπαλκόνι ενός θεωρείου στο πίσω μέρος του θεάτρου

Μια σειρά πάνω από την πλατεία….]
(«Pound at Spoleto», από την συλλογή Ανοιχτό Μάτι, Ανοιχτή Καρδιά, 1973)

Ο Τζώνυ Νόλαν, το μπάλωμά του, ο Γκόγια, ο Σαγκάλ και άλλοι

Δεν είναι λίγα τα ποιήματα του Λώρενς Φερλινγκέτι που ακουμπούν στην τέχνη της ζωγραφικής. Ο Γκόγια και ο Ύπνος της Λογικής στέκει σαν επιχείρημα και σαν σκιά πλάι στο ωραίο κρανίο με τις αβρές πλάτες που ανεβαίνει βιαστικά τις κλίμακες των σταθμών. Ο κόσμος του Ιερώνυμου Μπος που τόσο συνέθλιψε τις καρδιές των φοβισμένων Χριστιανών έρχεται και φεύγει μέσα από τις εικόνες του Φερλινγκέτι. Είναι αλήθεια πως η απουσία της λογικής γεννά τα τέρατα, όμως ο Φρανσίσκο Γκόγια υπηρετεί περισσότερο από όλα την σκληρή, τραχιά κυριολεξία του καιρού του. Γκραβούρες και χαλκευμένες σκηνές ή πορτραίτα των πιο χαρακτηριστικών μορφών της εποχής του, αποδίδονται πιστά με όλη την σκοτεινιά της προδιάθεσής τους. Η Μαδρίτη του Γκόγια, γιομάτη από μυρωδιά ιερού λιβανιού και μυρωδιά σάρκας ή πορνείου, μισή θειαφένια και μισή ευρωπαϊκή, δεν έχει θέση για τρυφερά αγόρια και πηγές της φαντασίας. Με κάθε του γραμμή ο Γκόγια υπομνηματίζει την ζωή που μαίνεται εκεί έξω, την λαγνεία που φέγγει σαν παγωμένο φεγγάρι πάνω από τα πρόσωπά του. Δεν περισσεύει η συστολή στους πίνακες του Ισπανού δημιουργού που με μια ασύγκριτη και πρώιμη για την εποχή ιδιοφυία, γράφει το τραγούδι της εποχής του. Η σκηνοθεσία της ζωγραφικής του ταιριάζει απόλυτα στις γενναίες αφαιρέσεις του Λώρενς Φερλινγκέτι που γυρεύει μαζί με μια ολόκληρη γενιά, μια στάλα λογική σε έναν ξέφρενο κόσμο. Ή καλύτερα, που ερεθίζει το ένστικτό του αυτή η ως εξάντληση θήρευση της ομορφιάς. Η πλάνη του κόσμου, το άστατο των πραγμάτων, αυτές οι κοσμικές φροντίδες που διαιωνίζουν σκοπούς και θηριωδίες σαν την ελπίδα προσωποποιούν την πάσχουσα ανθρωπότητα. Ξιφολόγχες, κακοποιημένα μωρά, αγάλματα που΄χουν στα πόδια τους μια βρώμικη αγορά, τότε και τώρα, πτώματα και σαρκοβόρα κοκόρια, στοιβαγμένα στο Λόγκ Άϊλαντ, ελπίζοντας σε μια δίκαιη και πρέπουσα ταφή, η Χιροσίμα ξαπλωμένη σαν προτομή μαρτυρική. Ζωγραφισμένοι κορυδαλλοί, ανυπόφορη εργασία, ο ρυθμός του κόσμου που βαίνει αμείωτος, συνθλίβοντας κάτω από το πέρασμά του το θαμπό μας όνειρο, στρατιές ολόκληρες από επιληπτικές καλόγριες, παιδιά που πνίγονται από αγκάθια ψαριού, αγρότες που χτυπήθηκαν από μια παράφορη λαγνεία, γεωργούς μεθυσμένους πάνω στα δίκρανά τους, παραμορφωμένους, τρελούς, φυλακισμένους, νεκρούς.
Ο Λώρενς Φερλινγκέτι επιλέγει μια συνομιλία με τον έξοχο νοικάρη του Πράδο, αυτόν τον ιδιόρυθμο ζωγράφο που βρήκε ψήγματα της ομορφιάς πλάι σε εκείνα του θανάτου, αφήνοντας λίγο χώρο για την ασώματο και νοερά ψυχή. Οι ήρωες του Γκόγια αγαπούν την ζωή και όπως ο Σεζάν μεταπηδά από χρώμα σε χρώμα, ο ζωγράφος διαβαίνει μέσα από τις σκηνές της ανθρώπινης ζωής. Με τον ίδιο τρόπο που ροκαμβολικά κάθε γενναίος της ανθρώπινης ιστορίας περιφρόνησε τις τάξεις και τις επιταγές τους.
Ο Τζόνι Νόλαν κέρδισε την ζωή του μέσα σε ένα ποίημα. Ανήκει και εκείνος, όχι στις πολύχρωμες γεωμετρίες και τα θολά έξαλλα χρώματα του Σαγκάλ που καταγράφει σκηνές από την τέχνη του τσίρκου, μα σε ένα είδος αφαίρεσης, στην πιο απροσποίητη ζωγραφικά και την παρόρμηση της ίδιας της ζωής. Φαίνεται πως ο κύριος Λώρενς ιχνογραφεί τους ήρωές του, τηρώντας την πιστή απόδοση του Φρανσίσκο. Σμίγει παράταιρα πράγματα, συνοψίζει την Αμερική του και τον κόσμο ολόκληρο, στοχεύοντας σε ενώσεις που η φύση απεργάζεται όμως η τέχνη κατορθώνει με εκπληκτική πιστότητα. Ο Τζώνυ Νόλαν ανήκει κιόλας στις φιγούρες του Μπος και τους εφιάλτες του Γκόγια, κυνηγώντας την ανώφελη ροή μιας ζωής. Αυτό το παλικάρι διαθέτει δυο πατρίδες. Ο Τζόνι όπως και ο Γκόγια αντλούν εικόνες από την λαϊκή αγιογραφία, την αναπαριστούν μες στην μέγιστη εγκατάλειψη και μες στην μέγιστη οικειότητα. Πρόκειται ας πούμε για παίχτες μπιλιάρδου και κίτρινες μορφές.
Ο Τζόνι Νόλαν, όπως και ο δημιουργός του, αυτός ο γεμάτος από αίνιγμα και δεκαετίες Λώρενς Φερλινγκέτι, κατοικούν τους μοιραίους πίνακες του Μπος και του Γκόγια. Τα πρόσωπά τους, κάποτε απρόσιτα ή δύσμορφα ή με μια διακόσμηση περιττή μες στην φοβερή συμφορά του αιώνα ή πάλι μορφές οικείες όπως ο Τζόνι κάθε αμερικάνικης πολιτείας, φαντάζουν ψυχές παρόμοιες με εκείνον τον ζουριασμένο νάνο που γρατζουνάει τις χορδές του μαντολίνου ή την σκανδάλη ενός ημιαυτόμαστου machine gun μες στην κατάμεστη από θάνατο ζούγκλα, η κυματιστή του φωνή έχει φτερά που χαϊδεύουν σαν πεταλούδες. Η μουσική γεμίζει τις βουνοπλαγιές. Με ένα γάργαρο ρυθμό σαν νερό από τις βρυσούλες που πέφτει σαν καταρράκτης στην παγωμένη πεδιάδα.
Διά χειρός Σ. Ο. Σίτγουελ, καθώς μια ολόκληρη μοίρα από φρενήρη ελικόπτερα φθάνουν από κάθε γωνιά, ξερνώντας την ίδια φωτιά που τρομάζει τις φιγούρες του Ιερώνυμου. Μοίρες εκπαιδευμένων αντρών, πλουτίζουν τις αυριανές τάξεις των βετεράνων που ξέρουν να αφηγούνται τόσες και τόσες ιστορίες. Μα έχουν μια τσακισμένη μέση και αντέχουν χάρη στην μορφίνη και έξι δάχτυλα από το φθηνότερο ουίσκυ εκεί έξω. Άνδρες βγαλμένοι από την δυστυχία μιας αλλοτινής Μαδρίτης, τίτλοι έργων με κορίτσια που έπλασε το ίδιο το όνειρο του Τζώνυ Νόλαν. Επειδή ήταν ευαίσθητη, Προσεύχεται γι΄αυτήν, Ο Έμπορος των πιάτων αφορούν τίτλους ποιημάτων που ίσως δεν έχουν τίποτε να ζηλέψουν από το μπάλωμα του Τζώνυ Νόλαν. Έχουν για θέμα τους κεντρικό το ίδιο ηθικό πλαίσιο, την στόχευση μιας ηθικής κριτικής που δεν υποκαθιστά από φόβο το πάθος του κόσμου, εκείνο που γεννιέται πίσω από την άνεμο, έξω από την μανία, πέρα από τις τερατωδίες, τους εφιάλτες, τους παραλογισμούς της Αμερικής που πενθεί ως σήμερα τον ίδιο της τον μεγαλειώδη εαυτό. Τα Καπρίτσια του Λώρενς διαδραματίζονται μες στους κόλπους της ζωής, κάτω από τόνους σκιάς. Λίγο πιο πέρα από το μελάνι των στίχων του, στο όριο του χρώματος στέκει η γλυφίδα της ζωής που τροφοδοτεί εξίσου τον Λώρενς Φερλινγκέτι και ένα παλιό ισοδύναμο της αυθεντικότητας αυτού του κόσμου, τον δον Φρανσίσκο Γκόγια.

Φωτιστικά Σώματα

[…Καθώς φυλλομετρώ μια μεγάλη ανθολογία σύγχρονης ποίησης συνειδητοποιώ πως η μεγάλη φωνή μέσα μας αντηχεί με έναν τρόπο κυρίως πεζό παρ΄όλο που τυπογραφικά εμφανίζεται ως ποίηση. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι ανιαρή ή ότι δεν έχει βάθος., δεν σημαίνει ότι έχει πεθάνει ή πεθαίνει ή ότι δεν είναι όμορφη ή καλογραμμένη ή ότι δεν έχει οξύτητα και θάρρος…Όμως ένα μεγάλο μέρος της ποίησης παγιδεύτηκε μες στους καυτούς μεταλλικούς στίχους του λινοτύπη και σήμερα στα κρύα στοιχεία των μηχανών IBM. Δεν βγαίνει τραγούδι από τις δακτυλογράφους, δεν βγαίνει τραγούδι μέσα από την τσιμεντένια αρχιτεκτονική, την τσιμεντένια μουσική μας…Το μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονης ποίησης είναι ποιητική πρόζα, αλλά και έτσι ακόμα λέει πολλά, για το πώς δηλαδή ο τεχνοκρατικός μας πολιτισμός θανατώνει το πνεύμα, παγιδεύοντάς το ανάμεσα σε συστήματα και στιβαρούς εθνικισμούς, ενώ εμείς συνεχίζουμε να περιμένουμε το αηδόνι μες στα πεύκα του Ρεσπίγκι. Είναι το τραγούδι του αηδονιού που μας κάνει ευτυχισμένους.]

(«Η Σύγχρονη Ποίηση είναι Πεζή» (αλλά λέει πολλά), Λώρενς Φερλινγκέτι, 1981)

Αντίο κύριε Λώρενς

Έπειτα από μερικά χρόνια, όταν αυτός ο καιρός θα ‘χει αποδεχτεί την ανάμνηση, οι νέοι ποιητές που γυρεύουν κάτι εναγωνίως θα προβούν στο άνοιγμα της διαθήκης του σπουδαίου δημιουργού. Κάποιος από αυτούς θα διαβάσει, «ποιητές βγείτε από τα ντουλάπια σας, ανοίχτε τα παράθυρα, ανοίχτε τις πόρτες σας, πολύ καιρό τρυπώσατε μες στους κλειστούς σας κόσμους, κατεβείτε, κατεβείτε» θα ουρλιάξει από την θέση του μες στο μεγάλο και επιβλητικό αμφιθέατρο του κόσμου, όπως τότε μες στην ανυποψίαστη δεκαετία του 1950, στο φόντο μιας τρεμάμενης γέφυρας που συνδέει τον κόσμο με την μοίρα και με το άστρο του. Οι περισσότεορι θα στρέψουν το πρόσωπο, όλα ετούτα, θα πουν, είναι μια φάρσα. Όλα έχουν ειπωθεί και έτσι τίποτε δεν απομένει κύριε Λώρενς, καταβυθισμένε μου φίλε, στοιχειό αιώνιο και καλοκαιρινό που γυρεύει να απαντήσει στους καινούριους γρίφους, κάτω από την σκιά δυο πολέμων και μερικών, θρυλικών θανάτων. Τι ώρα είναι εκεί κύριε Λώρενς, τι ώρα είναι εκεί και ακριβώς την στιγμή που τα ποιήματα φαντάζουν φυτά, παροπλισμένοι κίνδυνοι, ο κύριος Λώρενς ανάβει όλα τα φώτα του μικρού του καταστήματος, όλα τα φώτα της βιτρίνας που χωρά τον Σαν Φρανσίσκο και την πληγωμένη αξιοπρέπεια χιλιάδων προμαχώνων εκεί έξω. Ο κύριος Λώρενς, ο κύριος Λώρενς ουρλιάζουν τα παιδιά από τους εξώστες, πνιγμένα μες σε θάλασσες μεθαμφεταμίνης και βρώμικης πράξης κύριε Λώρενς δείξτε μας τα παράσημα μιας ολόκληρης γενιάς, μα εκείνος γνέφει στον Τζακ που οδηγεί μια αρχαία Φορντ με χιλιάδες άλογα στην αρένα, έτοιμα να ξεσπάσουν, πηγαίνοντας την ποίηση λίγο πιο πέρα, λίγο πιο μέσα μας. Χιλιάδες ίπποι και ο κύριος Λώρενς που γίνηκε ένα άστρο στο στερέωμα, ο κύριος Λώρενς που μιλά για τους νεκρούς εκείνη την μαγική φορά, ο κύριος Λώρενς με στίχους που ενσωματώνονται στην ανθρωπότητα, ο κύριος Λώρενς στο τραπέζι ανάμεσα σε νεκρούς συνδαιτημόνες, με τον Σαγκάλ που ζωγραφίζει ξέφρενα πορτραίτα και δαμαστές και άγρια σύνορα, ο Γκόγια απελπισμένος δίχως τον ήχο της ζωής και ο Ιερώνυμος Μπος βαθιά θρησκευόμενος πλάι στον άνθρωπο κάθε εποχής, την ώρα που ο κύριος Λώρενς με ένα μεγαλειώδες χαμόγελο ξυπνά μες στο κοιμισμένο κτήνος έναν ατόφιο και ολόχρυσο άγγελο, κάποιον με καρδιά στοχαστική που βρήκε το κέντρο της ποίησης και έκτοτε στην πιο ζωντανή της εκδοχή αφοσιώθηκε, με την πίστη μιας μοντέρνας θεολογίας διαμορφωμένης μες στις θρυλούμενες πολιτείες, τις γεμάτες από όνειρο, ένστικτο και θάνατο.
Ο κύριος Λώρενς, είπαν όλοι και έσφιγγαν τα χέρια του και όλοι παραδέχονταν πως ο ίδιος μπορεί να περηφανεύεται πως γνώρισε τι σόι πράγμα είναι αυτή η αιωνιότητα, γεμάτη από τον πόθο και την πρόθεση της ανταρσίας και την πάλη με την εξουσία, την αγωνία για την ζωή. Ο κύριος Λώρενς, νάτος, φθάνει μέσα από την ουσία μιας ολόκληρης γενιάς, ένα πρόσωπο από φεγγαρόφωτο που ποτέ δεν κοιμάται. Ο κύριος Λώρενς που υπάκουσε πιστά στην ανθρώπινη προσωδία και υπηρέτησε ένα είδος φυσικής τέχνης, προσηλωμένος στον δικό του άφταστο σκοπό, στον ανεκπλήρωτο ρυθμό. Να δώσει λέει ξανά στην ποίηση το duende, το σκοτεινό πνεύμα της γης και ένα λαμπρό, μουσικό πάθος βάζοντας ένα τέλος σε αυτόν τον χωρισμό που λαμβάνει σαν πάντα, χώρα σε περιόδους απέραντης παρακμής. Ο Λώρενς Φερλινγκέτι και η ποίηση που εκπροσωπεί, δεν τελειώνει με την αποδημία του. Παραμένει κάτι πολύ περισσότερο από την αφορμή για μια απλή, ποιητική συζήτηση και επιβάλλει όλα εκείνα τα σπάνια και τα απολεσθέντα στην πρώτη θέση της βιτρίνας.

Και μια αίρεση
Ή
Κάθε αληθινός ποιητής
Ανήκει στους μπητ
Και δεν ερμηνεύεται
Παρά μόνο
Με την αίσθηση

Επιτρέψτε μου. Ο γέρο Έζρα το ‘πε κάποτε καθαρά. Να συλλέγεις λέει, από την ατμόσφαιρα την πιο ζωντανή παράδοση και από ένα φίνο, γέρικο μάτι την ακατάληπτη φλόγα. Αυτήν την φλόγα που ολότελα διαφέρει με όλα εκείνα τα κάλπικα που έχεις συναντήσει. Που σιγοκαίει με τον δικό της ρυθμό, μια λίθος φιλοσοφική με χαρισμένο για πάντα το δώρο του αεικίνητου.
Οι μπητ δεν φοβούνται την ζωή και η άνεσή τους δεν σημαίνει φτηνή κομψότητα. Ζουν την αμερικάνικη κοινωνία, νιώθουν τον χτύπο της καρδιάς της, καθώς αλλάζει τις βαριές σελίδες της ιστορίας της. Πρόκειται για τους τραγουδιστές της ζωής, του χώματος, του ουρανού, πρόκειται για ανυπάκουους υπηκόους του καιρού τους που δεν ενδίδουν στον ασιατισμό μα επιδιώκουν να εξαφανίσουν για πάντα το μυαλό, όχι την μνήμη, την λογική, όχι την καρδιά, το νου και όχι το αίσθημα.
Στην Αθήνα, τον ίδιο καιρό, κάποιος άλλος ποιητής γράφει,

Ὅταν τὰ μάτια τῶν γυναικῶν γίναν κάρβουνα
κι ἔσπασαν οἱ καρδιὲς τῶν καστανάδων

Ὅταν ὁ θερισμὸς ἐσταμάτησε κι
ἄρχισαν οἱ ἐλπίδες τῶν γρύλων,

και αν κανείς εξαιρέσει την αναπόφευκτη ελληνικότητα, την βαθιά μουσικότητα, προκύπτει ένα ισοδύναμο, ποιητικό και αισθητικό γεγονός. Είτε μιλούμε για την Αμοργό είτε για τον χορό των σκύλων και τον Αρθούρο Ρεμπώ, αυτοί οι αντιήρωες με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό πιστεύουν σε έναν αδιανόητο θεό και πορεύονται δίχως την επιδοκιμασία του καιρού τους, μόνο για να αφαιρέσουν από την διακόσμηση της Ρώμης, της Ιουδαίας, της Βαβυλώνας, των Αθηνών, της Νέας Αγγλίας, τόνους μακιγιάζ, γυρεύοντας την πλέον αυθεντική τους εκδοχή. Στον δρόμο τους Μινώταυροι και λαβύρινθοι και συντριμμένοι Ίκαροι. Μα πώς αλλιώς ο Νίκος Γκάτσος θα ‘γραφε σαν σύνθημα μες στην καρδιά της αθηναϊκή διανόησης, πως κάπου υπάρχει θεός.
Απόψε τα κυριακάτικα πάρκα και τα άφωνα αγάλματα του Λώρενς, -τι όνομα φαντασμαγορία!-, στέκουν πλάι στον δρόμο που ανοίγει η ζωή. Φέρνω στο νου μου την ρήση του Boswell. Στις σημειώσεις γράφει αποσπασματικά πως πολλές φορές βιάστηκε να μελετήσει την μεταφυσική μα τον διέκοπτε η ευτυχία. Και μπορώ να παραδεχτώ, τώρα που όλα τελειώνουν πως ο Γκάτσος, ο Φερλινγκέτι και μια ολόκληρη σειρά δημιουργών που φθάνουν από άλλους δρόμους, περιφρόνησαν την ταυτότητα και έθεσαν τις δυνάμεις του αφάνταστου σε λειτουργία, κάνοντας κλασσική την κραυγή τους. Και αν τον κόσμο αναποδογύρισαν μες στην εικονογραφία τους, όλα τούτα συγχωρούνται και όλα για χάρη του ρυθμού που σαρώνει τις πολιτείες τους, χτίζοντας όνειρο το όνειρο την θαυμάσια οικονομία.
Να συγχωρέσετε ετούτο το σημείωμα, αν τάχα υιοθέτησε την αυθαιρεσία. Μα είναι ο ίδιος ο ιδιοφυής χειρισμός της φύσης που γέννησε σε αυτήν την παράλογη ομολογία το βλάσφημό της περιεχόμενο. Είναι αυτή η πεποίθηση πως οι μπητ, ο Γκάτσος, ο Ελύτης και άλλοι προσομοιάζουν καθένας από την δική του ντάπια σε ένα πράγμα καθολικό, όπως η μουσική. Γιατί είναι άνθρωποι θεοί που ονειρεύονται και όχι ζητιάνοι που συλλογίζονται το πώς και το γιατί της ζωής μας. Τα μάτια τους είναι πολαρόιντ, μια ενέργεια ατομική και μυστική πυροδοτεί το κύκλωμά τους και καταργεί τα δόγματα και τις κατατάξεις, προκαλώντας την βέβαιη αμηχανία. Με άλλα λόγια, όλοι τους δίνονται απλόχερα σε εκείνο τον δαίμονα του λόρδου Βύρωνα που σήμαινε μονάχα και απλά, του καθενός μας τον καιρό.
Αν το ζητούμενο υπήρξε η άρρωστη ζωή μας που ΄ χει ανάγκη μια τέχνη άρρωστη, υπήρξαν δημιουργοί που κατόρθωσαν μια θαυμαστή ισορροπία, έξω και πέρα από τούτο το ξέφτι. Το όραμα και η αληθινή πραγματικότητα, φορτωμένη έναν άλλο ρυθμό, καινούριο και ιδανικό, χώρεσαν μες στους στίχους μια υπέροχη αναλογία μεταφυσικής και ήθους πρωτόγνωρου για κάθε πραγματικότητα. Η τέχνη και ο ρυθμός της στάθηκαν για κάποιους λίγους μια γλώσσα, σχεδόν μαθηματική, ένας τρόπος να μιλούμε για τον κόσμο και τις πιθανότητές του. Αυτοί οι στίχοι που θυμάσαι απόψε δεν είναι πρόσκαιρες, τρεμάμενες γέφυρες. Και οι ποιητές, δεν είναι παρά μορφές σχεδόν θεολογικές που αποστρέφονται διθυραμβικά και με αηδία το πνεύμα του θρησκόληπτου αιώνα μας, υποκείμενες στο ένστικτο που παρασέρνει κάθε γηραλέα συμβατικότητα. Αυτοί οι ποιητές κάποτε ονομάστηκαν μπητ.

 

Μερικά Βιβλία για τον Λώρενς Φερλινγκέτι, σήμερα στα ράφια των βιβλιοπωλείων

1. Ποιήματα [Νεφέλη, 1982] μτφ. Κώστας Γιαννουλόπουλος, Φώτης Αθέρας

2. Φερλινγκεττι [Άρδην, 1982] μτφ. Γιώργος Μπλάνας

3. Εφτά Μέρες στην Ελεύθερη Νικαράγουα [Αίολος, 1985] μτφ. Εύη Παπά

4. Λαϊκά Μανιφέστα [Ελεύθερος Τύπος, 1988] μτφ. Γιώργος Μπλάνας

5. Ποιήματα [Πρόσπερος, 1989] μτφ. Ρούμπη Θεοφανοπούλου

6. Έρωτας τις Μέρες της Οργής [Απόπειρα, 1991] μτφ. Βερονίκη Δαλακούρα

7. Αυτά Είναι τα Ποτάμια μου: Νέα Ποιήματα και Επιλογή από το Λούνα Παρκ του Νου [Καστανιώτης, 1995] μτφ. Χρήστος Τσιάμης

8. Εικόνες του Φευγάτου Κόσμου [Εκδόσεις Της Λίμνης, 1995] μτφ. Γιάννης Λειβαδάς

9. Αμέρικους / Βιβλίο 1 [Οδός Πανός, 2008] μτφ. Ειρήνη Α. Βρης

10. Ποιήματα [Άγκυρα – Έκδοση του περιοδικού Συντέλεια, 2008] μτφ. Νάνος Βαλαωρίτης, Αντρέας Παγουλάτος, Ελισάβετ Αρσενίου,
Κώστας Σταθόπουλος, Ανδρέας Φλουράκης

11. Τι Είναι Ποίηση; [Bibliotheque, 2019] μτφ. Χρίστος Αγγελακόπουλος

12. 100 Χρόνια Ποίηση [24 Γράμματα, 2019] μτφ. Ρούμπη Θεοφανοπούλου

[Πηγή:https://www.lifo.gr/culture/vivlio/lorens-ferlingketi-oi-politikes-apopseis-toy-ergo-kai-i-shesi-toy-me-tin-ellada]