Απόστολος Θηβαίος | Θερμοκρασία Σώματος ή η Μπιάνκα λέει

© Ernst Haas

Η λύπη της πέτρας
Και
Το πιστό πορτραίτο
Συνιστούν
Το περίφημο ακατόρθωτο
Για κάθε ζωγράφο,
Εκεί έξω

 

Παράτησε το τραπέζι του, τα βιβλία, τα χαρτιά, τους χαρακτήρες. Στον νου του ήρθαν κάποιοι παλιοί έρωτες. Έγραψε στο χαρτί δυο, τρία ονόματα. Τζιλ, Μπεά, Λιτλ Ρόζυ, να, μερικές φιλενάδες που του ‘μειναν αξέχαστες. Έχουν χαθεί κάμποσες δεκαετίες πια, η μυρωδιά τους έχει εξατμιστεί. Κάποια πολιτεία τις αποκοιμίζει, μα η τύχη τους είναι μια άλλη ιστορία.

Διάβασε μια τελευταία αράδα από το χαρτί του. Για την ακρίβεια, διάλεξε ένα εδάφιο που΄λεγε ο Ιασίονας υπήρξε το αγαπημένο παιδί του Βιργιλίου. Αυτό ήταν, άρπαξε το σακάκι του και έγινε κομμάτι της σκηνογραφίας, εκεί έξω. Από κάπου φύσηξε μια μυρωδιά ροδάκινου και έτσι βρήκε τον δρόμο του ανεμπόδιστα.

 Όλη του η βιογραφία απόψε γράφεται απάνω στο μνήμα της οδού Ευριπίδου. Τα κορίτσια εκεί ξέρουν μυστικά που δεν φαντάζεται. Στα χείλη τους έχουν μερικούς σπάνιους χρησμούς που μπορούν να ανατρέψουν τα πράγματα.

Τζιλ, Μπεά, Λιτλ Ρόζυ, αν το όνομά σου μοιάζει με κάποιο από αυτά, τότε πληρώνω καλά. Έχει να διαλέξει ανάμεσα σε μερικές δεκάδες μάτια. Όλα τα άλλα τα κρύβει μια ανεξήγητη συστολή και ο μοιραίος κίνδυνος.

 Ας είναι, το παιχνίδι απόψε του ταιριάζει τόσο και άλλωστε έχει μια απροσδιόριστη διάθεση να μεταβληθεί στον σκοτεινό εραστή μιας ανάλαφρης νουβέλας. Ο ρόλος του ταιριάζει, ένα κορίτσι τον πλησιάζει, περιφέρεται γύρω του σαν σπάνιο αρπακτικό. Μετρά την λεία του και σε λίγο χύνεται επάνω της με κάθε τρόπο. Ακολουθούν ένα σωρό κλισέ και τίποτε.

 Το συνηθίζουν τα κορίτσια σε αυτόν εδώ τον δρόμο. Λίγη κουβέντα, ένα ποτό με χαμηλό, σχεδόν ύποπτο φωτισμό, λίγο ψέμα και αρκετό μελό κάνουν την δουλειά. Ο ίδιος βεβαίως διαθέτει περισσότερο την στόφα για μια φάρσα του Χανς Ζαχς αλλά κάποιες νύχτες καθένας οφείλει να πάρει δύσκολες αποφάσεις ή αλλιώς, ότι του χαρίζεται.

 Λυπάμαι, δεν είσαι αυτό που ψάχνω, θα΄θελα να μείνω μόνος και εκείνη να γελά με όλη της την καρδιά. Η νύχτα διαθέτει την φωνή της μα δεν μπορεί κανείς πια να ξεχωρίσει τις λέξεις.

Η Μπιάνκα δεν μοιάζει με τα άλλα κορίτσια. Δεν θα την λογάριαζες για πάνω από είκοσι χρονών, μα στην πραγματικότητα έχει περάσει πολύ εκείνη την χρυσή νιότη. Η Μπιάνκα διαφέρει από τα άλλα κορίτσια επειδή δεν σηκώνει προστάτη και ακόμη επειδή η Μπιάνκα, σκέτο βινύλιο μες στις νύχτες, γλιστρά στα πιο σκοτεινά σημεία της πόλης με ξεχωριστή ευκολία, κανέναν δεν λογαριάζει. Φαντάζει ποιητική και απρόσιτη, ολότελα ξεχωριστή από τις φιλενάδες της που βγαίνουν δίχως καρδιές στους άγριους δρόμους. Εκείνη δεν χρειάζεται να πει τίποτε, όταν ανοίγει την πόρτα και ρίχνεται με λύσσα στους εκατό τόσους δρόμους.

Η Μπιάνκα λέει, δεν φοβάσαι για τον εαυτό σου; Και εκείνος, που όλη αυτήν την ώρα συλλογίζεται ξέφρενους στίχους, γνέφει αρνητικά.

Η Μπιάνκα λέει, κανονικά θα πρέπει να υπολογίσω την ζεστασιά του σώματός σου πριν ξεκινήσουμε μα φοβάμαι πως  θα είσαι απολύτως υγιής.

Εκείνος γελά, την αρπάζει από το χέρι, της υπόσχεται πως θα πληρωθεί για όλα. Μα απόψε οι δυο τους διαθέτουν ότι χρειάζεται ο έρωτας και θα΄ταν κρίμα Μπιάνκα, τόσο κρίμα. Τώρα το κορίτσι φαντάζει ενέδρα, κατανεύει μονάχα στα ερωτηματικά, φωτισμένη, -με τι τρομερά κλισέ επαναλαμβάνεται ο κόσμος άραγε- από το σπασμένο, κίτρινο νέον. Και η μυρωδιά της πόλης, και αυτή ακόμη θυμίζει τώρα ένα κλειστό σπίτι. Κάτι σαν την Μπιάνκα που περπατά μαζί του πιασμένη από το χέρι απάνω στο φρύδι του δρόμου με το βίαιο, πορτοκαλί φεγγάρι.

Αυτή η βροχή που πέφτει στην άλλη πλευρά του φεγγίτη, αυτά τα σκουριασμένα πέταλα που πέφτουν πάνω στα χαρτιά του δεν είναι όνειρο. Ξυπνά και η Μπιάνκα διαλύεται μες στον κόσμο που γεννήθηκε. Γι΄ αυτήν θα μιλήσουν έπειτα από χρόνια παλίμψηστα φιλιά. Κοιτάζει τα χαρτιά του. Ποιος τα΄γραψε αυτά, τι να σημαίνουν άραγε, μοιάζουν με πανόραμα ή μοναχικό, αναμμένο φως μακρινής υπαίθρου. Όλα έχουν σταματήσει στην σφαίρα του Βιργιλίου. Ο κόσμος μοιάζει κάπως ξεστρατισμένος αυτό το πρωινό και όλα λάμπουν από εγκατάλειψη. Σίγουρα θα υπάρχει κάπου μια καρδιά σαν της Μπιάνκα, μια καρδιά σαν την δική του. Με αυτήν την σκέψη θα μπορούσε κανείς να αντέξει την ολόχρυση σιωπή αυτού του πρωινού.

Απόστολος Θηβαίος