Απόστολος Θηβαίος | Μαύρα Σαλόνια

© Elliott Erwitt

[…Μια ολόκληρη εικονογραφία
Σε σκεύη, τοιχογραφίες,
Ζωές…]
«Ερκολάνο»

  

Μαύρα Σαλόνια
Τρεις ιστορίες

 

Ι.

Το Ντρικ Λέιν
δεν υπάρχει
στον χάρτη

Η Πυγμαχία είναι η μοναδική χαρά στο Ντρικ Λέιν. Όλο και όλο το μικρό γυμναστήριο στον σιδηρόδρομο. Όσοι βρίσκονται κοντά στο ρινγκ ποντάρουν μεγάλα ποσά. Τα ακουμπάνε σε συγκεκριμένα πρόσωπα που περιμένουν μια κίνηση στις γωνιές του καναβάτσου. Εκείνοι γνέφουν, ζητούν ένα νούμερο, θυμώνουν , επιστρέφουν τα χρήματα με βλαστήμιες. Έτσι είναι η ζωή στο Ντρικ Λέιν και ύστερα, τ΄αργό βάδισμα μες στο χιόνι που πέφτει αθόρυβα, τόσο καρτερικά που χιονίζει στο Ντρικ Λέιν. Αν κάποτε βρεθείς εκεί θα νιώσεις για τι πράγμα σου μιλάω. Ωστόσο, θεωρείται μια σύμπτωση άξια λόγου, αν τάχα ποτέ βρεθείς άθελά σου σε αυτό το μέρος. Εδώ έχει ριζώσει ο χειμώνας. Οι πέτρες στα ορυχεία είναι ξυράφια, το ξέρεις; Κανείς δεν μένει.

Η Πυγμαχία χρειάζεται τους νεαρούς Ιρλανδούς. Βαστάζους, πραματευτές, εργάτες του λιμανιού. Καμιά φορά ανάμεσά τους ξεπηδά ένα ταλέντο, ένας γνήσιος πολεμιστής. Τον καταλαβαίνει κανείς αμέσως, καθώς αποτελειώνει τους αντιπάλους του δίχως σταματημό, καταφέρνοντας σκληρά χτυπήματα που κόβουν την ανάσα και ο νους του θολώνει για κάποια όμορφη πολύ, μια φορά και έναν καιρό στο καταραμένο μέρος.

Απόψε αγωνίζεται ο Ίαν, ένας βαρύς άνδρας με δυνατά, μακριά χέρια. Φαντάζει αργός μα σαν κάνει την κίνησή του ξεπηδούν πλοκάμια από το σώμα του. Ο αντίπαλός του είναι χαμένος, η άμυνα δεν βγάζει πουθενά. Αν το θέλει ο Ίαν μπορεί να σε σκοτώσει, μα ο προπονητής του γνέφει από την γωνιά, μπράβο Ίαν, έκανες το σωστό, κοίταξέ τον πώς έγινε, το πρόσωπό του είναι κομμάτια, αυτό λέγεται στα μέρη σας ή φαντάζει κάπως σκληρό; Ο άλλος είναι Βαλκάνιος, λιανός με νευρικό βάδισμα και τον σταυρό στο χέρι του. Δουλεύει στο συνεργείο της γειτονιάς. Χτυπά τις ζάντες νύχτα μέρα, κανείς δεν μπορεί να σταθεί εκεί γύρω. Τον φωνάζουν Ήφαιστο, όνομα θεού ή πιστό σκυλί. Θα χτυπηθούν και όλοι ποντάρουν πως ο Ίαν θα τον διαλύσει. Θα΄ναι τυχερός αν γλιτώσει με μερικά σημάδια. Ο Ίαν φαντάζει διψασμένος για αίμα απόψε, όλο βουτάει τις γροθιές του στον πάγο, έγινε κιόλας επικίνδυνος.

Κάτω το πλήθος πανηγυρίζει. Τα στοιχήματα έχουν φτάσει στα ύψη. Οι πυγμάχοι νιώθουν πως από στιγμή σε στιγμή θα σπάσουν σε χίλια κομμάτια. Δεν πλησιάζουν, χτυπούν τον άνεμο, τα βήματά τους παραληρούν. Έλα Ίαν, δείξε του τι σημαίνει για σένα το στέμμα, έλα, μια καλή γροθιά θέλει και είναι δικός σου, να κάνεις το κέφι σου. Είσαι φονιάς Ίαν, ξέχασες κιόλας ποιος είσαι και τι σημαίνεις; Εμείς έχουμε βάλει τα λεφτά μας πάνω σου, όρμα λοιπόν, κάνε το χρέος σου Ίαν, εμπρός αγόρι μου. Όμως ο άλλος, ο Βαλκάνιος όλο σηκώνεται, όλο γελά, κάτι του λέει και γελά φτύνοντας το ίδιο του το αίμα. Του γνέφει, έλα, έλα Ίαν, δείξε μου τι αξίζεις. Το πλήθος αγρίεψε, ζητά έναν νικητή, απειλεί πως θα πάρει το πράγμα στα χέρια του. Μερικοί θερμόαιμοι πιάνονται στα χέρια, πάνω στο ρινγκ οι πυγμάχοι δίνουν τα χέρια. Πνιγμένοι στο αίμα, συνωμοτούν και φεύγουν κατά την δύση όταν οι άλλοι δεν κοιτούν. Διά την ελευθερία τους κατέθεσαν τας ψυχάς των.

 Το γυμναστήριο σείεται, σε λίγο θα΄ρθει η αστυνομία, η αγέλη πρέπει να χορτάσει, δυο αθλητές επιστρατεύονται μέσα από το πλήθος. Ένας γυμναστής παίρνει τα στοιχεία τους, είναι τυπικό. Σε λίγο θα αγωνιστούν. Το πλήθος σκουπίζει τον ιδρώτα από το μέτωπό του, παίρνει τα ρίσκα του και ταξιδεύει αλαργινά χορταίνοντας τότε και τώρα με αίμα την πλήξη του.

Ο Ίαν και ο Βαλκάνιος, απ΄την άλλη,  κατηφορίζουν μια σέρβικη κοιλάδα, ευτυχισμένοι ή πάλι ροβολάνε πάνω στ΄ατέλειωτο τριφύλλι καλοκαρδισμένοι σαν απαντήσουν μια νεαρή χωριατοπούλα. Ζούνε το όνειρο και έχουν κατατομή αγγέλου, με φτερουγίσματα και τα λοιπά. Ιδανικοί κυλούν όπως σκιές μες σε λαβυρίνθους και κρήνες αρχαϊκές, την ηλικία τους πεισματικά την κρατούνε μυστική. Την δόξα τους, μονάχα αυτή ποντάρουν στους αιώνες και ξεμακραίνουν στ΄αφράτο τίποτε.

  ΙΙ.

Ο διακοσιοστός γύρος
Ή
Μια πένθιμη, ελληνιστική προσευχή

Έρχεται μια ώρα που παλεύεις με τον εαυτό σου. Απέναντί σου δεν στέκει ο σκληρός αντίπαλος, μα ένα πρόσωπο κάπως γνωστό και αγαπημένο. Και εκείνος μην νομίζεις αλλιώτικα, τον εαυτό του αντικρίζει στο κύλημα της μάχης. Στις τέσσερις γωνιές Εύζωνες ντυμένοι με τις καλύτερες, με τις πιο επίσημες φορεσιές τους. Με ένα παλιό στεφάνι στα μαλλιά τους, κάδρα ωραία και συγκινητικά στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Όπου και αν κοιτάξεις θα βρεις το χρέος σου, θα μείνεις ζωντανός σε πείσμα αυτού του φονιά που σ΄αντιμάχεται δίχως έλεος και ανθρωπιά. Και αν κουραστείς, και αν θέλεις να πέσεις να πεθάνεις εκεί απάνω στον διακοσιοστό γύρο, συλλογίσου τα παιδιά που πανηγυρίζουν στ΄όνομά σου, στην κορυφή της κερκίδας. Σκέψου τις μητέρες που ρίχνουν μια ματιά στον αγώνα και έπειτα βυθίζονται μες στα κυκλώματα, εκτελώντας τα παράτολμα, τα ανώφελα νούμερα που επιβάλλει ο ρόλος τους. Σκέψου τους απανταχού συνοικισμούς που βραδιάζουν με τον ίδιο μολυβένιο τους ρυθμό. Σκέψου, σκέψου, σκέψου και αγωνίσου, ακόμη και με τα χέρια σου δεμένα, μην παραδίνεσαι. Το πλήθος παραληρεί, σε όλες τις γλώσσες του κόσμου κάποιοι ουρλιάζουν, νικήστε, νικήστε, νικήστε. Όμως εσύ, αρχάγγελος και οδυσσειακός εντός σου αναλαμβάνεις το βάρος των πραγμάτων. Έτσι απότομα στέκεις και χάνεις, κρατώντας την ανάμνηση του αγώνα που εις τους αιώνας θα σε ανατρέφει. Την ιστορία σου θα την γράψουν οι ήττες και η θυσία, η βαναυσότητα της αρένας, ο νεφελώδης κόσμος που σε περιμένει εκεί έξω. Τα ομορφότερα ψέματα, θα σου πω, για ν΄αντέξεις μερικούς γύρους ακόμη, θα σου θυμίσω τις λέξεις που ΄γιναν κλειδιά χαμένα. Τριπολιτσά, Μεσολόγγι, Σούλι, Τεπελένι, Κορυτσά, άγνωστες διευθύνσεις και ζητήματα τακτοποιημένα με ολάνθιστους κήπους ηρώων και στεφάνια της δεκάρας. Με ψευδεπίγραφα και μαρτυρίες, με βρώμικες συναλλαγές και ήθη γνωστά από το σεράϊ. Δίχως εγκαρτέρηση και μνήμη.

Τα ομορφότερα ψέματα θα σου πω για ν΄αντέξεις μερικούς γύρους ακόμη, καθώς οι Εύζωνες παίρνουν τον δρόμο της προσφυγιάς ρακένδυτοι, σαν διαλυμένες εκκλησίες, ακολουθώντας το βήμα με έναν τρόπο αυθεντικό, με έναν τρόπο που σώζει τούτη την θεατρική, την μνημειώδη οπερέτα από την πιο τέλεια ευτέλεια.

ΙΙΙ.

Από έρωτα 

Ο Ροβύστος είναι νεκρός, νεκρός, νεκρός. Το άρμα του έγινε συντρίμμια στο βάθος της χαράδρας. Τα άλογα του πάλεψαν να κρατηθούν, όμως το βρεγμένο χώμα υποχώρησε, ο Ροβύστος πέταξε, πέταξε, πέταξε πάνω από αυτόν τον κόσμο, αναλαμβάνοντας την τροχιά ενός άστρου. Το άρμα του χάθηκε στο κοίλωμα και με έναν φοβερό θόρυβο σωριάστηκε στο χώμα. Τα παλικάρια γυρεύουν την σωρό του ιππέα. Ο Ροβύστος ήταν καλός και τίμιος και είχε όλα τα πρωτεία στην πάλη. Τα παλικάρια χτενίζουν την πλαγιά, έχουν αναμμένες δάδες, αν βρουν κάτι θα μας γνέψουν και θα ξέρουμε πως σε αυτές τις ερημιές, αύριο θα στηθεί ένας βωμός για τον άμοιρο Ροβύστο που χάθηκε έτσι άδοξα. Εκείνο το πρωί είχε ένα διαφορετικό πάθος, τα δόντια του ήταν σφιγμένα, τα μάτια του κατακόκκινα, μόνο να βλέπατε. Με κάποιον άγγελο πάλευε εκείνο το πρωί ο ξακουστός ιππέας που γίνηκε βορά στην αβέβαιη ζωή των ιπποδρόμων. Κανείς δεν ξέρει.

Ο δούλος του που όλα τ΄άκουσε, ένιωσε έναν συριγμό μες στην καρδιά του, κάτι έσπασε εντός του, τα πράγματα και οι άνθρωποι χάθηκαν δίχως προειδοποίηση. Πήρε το κανάτι και έτρεξε βιαστικός. Ήθελε λίγη μοναξιά για να κλάψει τον Ροβύστο, όπως έπρεπε, όπως έπρεπε. Οι τρίτωνες στα πατώματα τον περιγελούσαν για την πληγωμένη του καρδιά. Προφασίστηκε χαριτωμένα και γαλήνια, με ελαφρότητα δουλική, τις υποχρεώσεις του σπιτιού.  Αργότερα, με τον καιρό, η λύπη του θανάτου θα΄χει χαθεί μες στα θαύματα, μες στα θαύματα, συλλογίστηκε καθώς κυλούσε σαν σκιά ανάμεσα σε φιγούρες ανεκδοτολογικές, πρόσωπα της κατά κόσμον ζωής.

 […Τέλος στην
Αιώνια αναμονή!
(φώτα σκηνής, δυνατά)

Ο υπεύθυνος θανάτου
Συνεχίζει την δουλειά.
Μην διστάσετε,
Μην αγωνιάτε,
Μακάριοι όσοι
Αγοράσουν σήμερα,

 Τώρα,
Έναν προσωπικό
Υπεύθυνο θανάτου
Σε προνομιακή τιμή..]
cv

 

Deputy

Ο υπεύθυνος θανάτου διαθέτει ένα μάλλον σκοτεινό γραφείο. Στο τέλος του διαδρόμου, η πόρτα είναι μισάνοιχτη και φέγγει το πορτατίφ. Νομίζεις πως ήταν πάντα χειμώνας, αλλά η παγωνιά δεν είναι λιγότερο ανυπόφορη. Χρειάζεσαι κασκέτο, βαριά καμπαρτίνα και ένα μάλλινο  κοστούμι, κατά προτίμηση αυθεντικά λονδρέζικο.

Ο υπεύθυνος θανάτου κανονίζει μια σειρά από εκκρεμότητες. Κανονίζει και τις πιο μελαγχολικές δεσποινίδες, όμως αυτό ας παραμείνει μες στις γραμμές αυτές. Οι ίδιες το θέλουν όταν πέφτουν στην αγκαλιά του, την ώρα του πιο τρομερού νέου. Είναι σκληρόπετσος και δεν νοιάζεται. Σε κοιτάζει ανέκφραστος πίσω από τεράστια γυαλιά που κάνουν μακρινά τα μάτια του και ίσως άρρωστα, μικρά. Τα ρούχα του είναι καθώς πρέπει, οι τρόποι του φροντισμένοι, τα παπούτσια του γυαλισμένα, ασορτί ζώνη, μαντίλι. Τίποτε στην τύχη. Αναλαμβάνει να συντάξει μερικά έγγραφα μα η δουλειά του είναι να χειρίζεται τα μετά θάνατον. Αφού η ψυχή επιβιώνει του φολκλορικού γυρεύει να βρει τις παλιές της συνήθειες. Γυρνά μες στα σπίτια, ανοίγει τα ψυγεία, περνά από το λουτρό και τον μικρό διάδρομο, ανοίγει το έπιπλο με την αόριστη ηλικία. Ο ίδιος μετατρέπεται στην έκτη αίσθηση του εκλιπόντος, αναλαμβάνοντας τις περίφημες διεκπεραιώσεις. 

Ο υπεύθυνος θανάτου φορά μανικετόκουμπα σε σχήμα κλειδιού του σολ. Έξοχα πραγματικά. Είναι να απορεί πως δεν τον τύλιξε καμιά μικρή, σαρκική ανθρωπότητα, μα στέκει ακόμη εδώ, αδέκαστος, ανέκφραστος, στερητικός εν γένει. Χειρίζεται τις υποθέσεις, όμως πολύ περισσότερο διακοσμεί το παγωμένο γραφείο στο τέλος του διαδρόμου με την μισάνοιχτη πόρτα και μια ιδέα φεγγαριού που κάνει τα πράγματα διαφορετικά, γεμάτα ευγνωμοσύνη όταν λουφάξει το στάχυ, σαν δραπέτης περί τις δύο, ποτέ νωρίτερα.

Ο υπεύθυνος θανάτου μπορεί να καυχιέται για την παράξενη βιογραφία του. Ωστόσο περνά μοναχικά και έξω απ΄τα κορίτσια που σας είπα, δεν συνηθίζει να έχει πάρε δώσε με την γειτονιά. Έτσι κανείς δεν τον γνωρίζει. Μονάχα εγώ που κέρδισα τον πιο παράξενο τίτλο και μες στην παραμόρφωση των νερών, όλος συγκίνηση, μαθαίνω από την αρχή, εσένα, τον αδελφό μου.

Απόστολος Θηβαίος