Απόστολος Θηβαίος | Σπάθατε καπλαμά μου

© Fan Ho

Ερωφίλη,
Σαν να μιλούμε
Για την δόξα
Των πουλιών,
Την πίκρα του
ανεκπλήρωτου

 

Σπάθατε καπλαμά μου

Γράμματα στην Ερωφίλη

 

Απόψε συνάντησα κάποια που της έμοιαζε πολύ και είχε την πίκρα όλου του κόσμου, χαραγμένη στο πρόσωπο. Βάδιζε ελαφρύτερα, μικρό σωστό πρωινό και ήταν ντυμένη παλλαϊκά και πλούσια. Είχε για την ακρίβεια κωδωνίσκους στην δαντέλα του φουστανιού της, η ζώνη της έδενε σφιχτά την μέση και ήταν καμωμένη από μετάξι . Στα μαλλιά της φορούσε κατακίτρινο τσεμπέρι όπως τα κορίτσια της πόλης, η πουκαμίσα της είχε δυο φαρδομάνικα και στους ώμους της είχε ριγμένο τον έρμο τον μαχραμά με το ζωηρό, το κίτρινό του χρώμα. Σε όλο το φουστάνι της μοσχοβολούσαν τα σταμπωτά λουλούδια, μισή χαμένη, μισή σπαρμένη άνοιξη του λόγου της βάσταγε ακόμη την ζωή της και πήγαινε. Ήταν ζωγραφιά και το κορίτσι που δραπετεύει από το κάδρο.  Θα είχαν περάσει τα χρόνια γιατί τα ρούχα της είχαν χάσει την βασιλική τους κομψότητα και σήμαιναν πια καιρούς περασμένους. Έτσι με την σφιχτή της την καρδιά την αντίκρισα, δίχως ελπίδα όπως αρμόζει στις βαθιές και τραγικές ζωές.

Ερωφίλη, Ερωφίλη φώναξα όμως εκείνη είχε χαθεί πια σαν την φωνή του εντόμου που σβήνει μες στο κατακαλόκαιρο.  Ερωφίλη, Ερωφίλη, ούρλιαζα, έσφιγγα τα δόντια μου να μην προδοθώ για την τόση μου αγάπη. Δεν είχε ελπίδα η Ερωφίλη, όλο της το βιος κοιμόταν αιώνες τώρα μες στα επάργυρα σκεύη της Αιγύπτου, η αγάπη της όλη. Μέσα της είχε ραγίσει μια εκκλησιά, δίπλα της περνούσαν τα βήματα της Ηλέκτρας που δεν γνώριζαν από ήχους λεπτούς και από τα καμώματα της νύχτας.

Ερωφίλη, Ερωφίλη, φώναξα με όση δύναμη απέμενε μες στην δίχως ελπίδα καρδιά μου. Και εκείνη σάλεψε, όπως του νερού η ήβη και οι μνήμες και έριξε τα μαλλιά της προς το μέρος μου. Να δείτε, τότε καταρράκτες και ραγισμένες γειτονιές. Κρατούσε το πρόσωπό της και έμοιαζε με άγγελο που έχασε τον δρόμο του και τώρα μεταμορφώνεται στις μεγάλες και τις αλόγιστες δαπάνες αυτού του κόσμου. Πλησίασε αρχοντική, πετώντας δυο ρόδια αδειανά μες στους ανέμους, ίσια χτυπώντας στο μαχαίρι, τα δυο της στήθη. Τα δάκρυά της θα γίνουν κάποτε τραγούδια στα βάθη της Ανδαλουσίας, ετούτο είναι βέβαιη μοίρα, αναπόδραστη. Ως τότε, όμως  η Ερωφίλη ολοένα και ανεβαίνει κατά τον ουρανό, παίζοντας κοριτσίστικα παιχνίδια με τον καιρό. Δεν γνωρίζει πως πέθανε πριν από τόσους αιώνες και όλο ρωτά επίμονα αν έτυχε κανείς να δει το αρχιτεκτονικό της στόμα που τραβάει ψαλιδιές μες στον άνεμο. Δεν το γνωρίζει και έτσι παραμένει νέα, δίχως να υποψιάζεται το πώς και το γιατί . Ερωφίλη, Ερωφίλη κανείς δεν σε λησμόνησε και απομένεις πρώτη ανάμεσα στον κανόνα των πουλιών που κουβαλά αιώνες και πολλή βροχή.  Την κοιτάζω όπως αγαπά ένας άνδρας την γυναίκα του, όπως κουρνιάζει ο κυνηγός μες στην σταυρεπίστεγη εκκλησιά για να περάσει η μπόρα. Και η Ερωφίλη φθάνει μέσα από τους ουλαμούς της ποίησης κραδαίνοντας την διαλυμένη της βεντάλια, πετώντας το χτενάκι της, καίγοντας πίσω από μάτια πεταλούδες την νυφική της φορεσιά.

Ερωφίλη, Ερωφίλη μα δεν υπάρχει φωνή ανάμεσα στα λείψανα τα ανώνυμα και την χαμένη σκόνη. Ερχόταν λέει και την πιο κρίσιμη στιγμή βυθιζόταν πάλι στα εδάφια του χρόνου, ψυχή μαρτυρική μου. Μιλούσε μα δεν έβγαζε φωνή μονάχα τρελά ψάρια και ασημωμένες εικόνες και την λέξη ο αγαπημένος μέσα από τους λειμώνες της ζωής. Τότε είπα, Ερωφίλη, Ερωφίλη, άνθρωπος θα είσαι έτσι που τσακίζει η φωνή σου και όπως ανέσπερη κυμαίνεσαι στα χρόνια. Πίσω μου έπεφτε δροσιά, χαλάζι στα χέρια μου η αγάπη που έλιωσε, χαλάζι και ο έρμος ο Πανάρετος που από την αγάπη πλανήθηκε και πάει. Πέρα που ανάβανε τα φώτα του Ασπροπύργου και έπιαναν οι νομάδες δρόμο τον δρόμο την παλιά ιστορία, πέρα μωρέ που ανάβανε τα φώτα, μικρά ξωκλήσια μες στον εσπερινό σου Ερωφίλη, πέρα εκεί έσβηνε το όνομά σου, κάτω από τα φώτα του περιγιαλιού.

Είπα Ερωφίλη, Ερωφίλη, μην πικραίνεσαι, θα έρθουν τα κορίτσια του χορού με τα μαυρομάνικά τους που έχουν δαμάσει ψυχές γυμνές, από το λίγο χώμα. Θα έρθουν την ώρα που κοιμούνται τα άγρια δάση, κανείς δεν θα τις δει. Και θα σε πάρουν Ερωφίλη μου στους ωραίους Κιθαιρώνες.

Τόσους αιώνες τώρα Ερωφίλη πήρες μαζί σου την αυγή και το άλογο που καθώς λένε έσωσε κάποτε την χάλκινη Μεσσήνη. Συγχώρεσε με που σου μιλώ και που ξυπνώ το κουρνιαχτό, όμως Ερωφίλη δεν έπαψα ποτέ να ονειρεύομαι την ρωμαϊκή ηδύτητα και την πένθιμη, την ακριτική σου μελαγχολία. Και ούτε λησμόνησα ποτέ εκείνη την ύστατή σου πράξη που διατρέχει σαν αρτηρία την παράδοση αυτού εδώ του τόπου, με τις προσμίξεις, τις αφετηρίες, τις αποδεσμεύσεις, τα ενδιάμεσα χορικά και τον βαρύ σκελετό του δράματός του. Δεν έχει λύση η τέχνη σου Ερωφίλη και αν τύχει και ρίξεις τα μαλλιά σου, να δεις πώς θα γκρεμιστούν τα πεντάγραμμα που λένε το όνομά σου. Να δεις πώς θα χαιρετίσουν τα σώματα το σταχτί φιλί σου, που έχει έναν ρυθμό αβέβαιο και ποιητικό, κατώφλι του τραγουδιού. Να δεις που θα πούνε, που θα λένε, Ερωφίλη, Ερωφίλη είσαι τέχνη ηγεμονική και είσαι μετόπη. Είπαν για σένα οι θρύλοι που ζουν στα ακρολόφια και θρέφονται από την μεγάλη ειρήνη του παρελθόντος, είπαν, Ερωφίλη είσαι θέατρο βγαλμένο από έναν πίνακα έμψυχο, προικισμένο με την φρεσκάδα των αιώνια, ζωντανών πραγμάτων που ανέδειξαν με την λεπτή τους αισθητική ο ζωγράφος Θεόφιλος και ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης. Για αυτό και απόψε σου μιλώ όπως μιλούν της ιστορίας οι σκηνές και όσα από έρωτα τον θάνατο τρυγήσαν.

Την Ερωφίλη την είδα ξανά στα βάθη των Χαυτείων. Μεθούσε ολομόναχη με ένα φεγγάρι από αυτοκρατορική λύπη στο πλάι της. Την έδερναν άνεμοι και αυγουστιάτικες θέρμες. Επάνω στον καημό της μοίραζε χρησμούς για το τίποτε, χορεύοντας ανδροπρεπείς χορούς που αρμόζουν σε όσους με όργιο προίκισαν την βιογραφία τους, μια φορά και έναν καιρό μονάχα.

Απόστολος Θηβαίος