Αντρέας Μαντάς | Δέκατη μέρα

© Marc Riboud

4 Απριλίου

Μέρα Δέκατη

Μερικές φορές έρχονται και φωτίζουν τις καταπακτές μας. Και γίνονται φως.
Και τότε χάνουμε τη γη.
Φίλε μου.
Θα ήθελα να γίνω το χελιδόνι, που θα απλώσει τις φτερούγες του στο σταυρό της κοντινής εκκλησίας.
Να σου τραγουδήσω ‘only love can break your heart’.
Να σε ρωτήσω αν ήρθες για να ζήσεις ή για να σταυρωθείς.

Είναι φορές που νιώθω και γω σκονισμένος.

Μην αδειάσεις όλη την κούπα με το κώνειο.
Άσε να περισσέψουν κάτι σταγόνες.
Το ίδιο πράγμα που γίνεται και με τα στεφάνια μας, περισσεύουν και κει κάτι αγκάθια.
Έτσι πρέπει.

Θα σου ψιθυρίσω γλυκά και απαλά ότι ανάμεσα σ’ αυτή την σιγή, θα ακούσεις να βηματίζει ελαφρά η γλυκιά οπτασία της αγάπης.

Σίσυφοι έχουμε γίνει.

Θα δεις που θα έχει πολύ χιούμορ η γιορτή.
Και πολλή φρίκη επίσης.

Μέσα στα αραχνιασμένα  υπερώα, θα διαλύονται διακριτικά κάτι ξεχασμένοι κύριοι.

Ένα ποίημα όλα.
Τα σερνάμενα μας όνειρα. Οι ιπτάμενες καρέκλες. Οι ιπτάμενες ελπίδες. Τα μάτια του σκύλου.

Ρωτάνε :
– Μα τί θέλουν αυτοί ;

– Porco Dio! Έρωτα θέλουνε.

Δεν το ξέρεις ότι δεν μιλάει κανένας όρθιος σε ξαπλωμένους;
Όποιος σωφρονίζεται βλέπει απότομα τον εαυτό του μόνο.
Είμαστε όμως φτιαγμένοι να ζούμε μόνοι μας;

Ρωτάω.

Και πρώτα, πρώτα το μπορούμε;
Που είμαστε τώρα;
Το υπερβολικό γράψιμο, το υπερβολικό διάβασμα, οι αϋπνίες μας, αυτή η όψη θύελλας.

Υπάρχουν στιγμές, υπάρχουν ώρες, ακόμα και μέσα στο πολύ βαρύ καλοκαίρι, όπου η φύση, αντί ν’ ανοίγεται και ν’ απλώνεται κάτω απ’ το αστραπόβολο χάδι, φαίνεται αντίθετα, ν’ αναδιπλώνεται στον ίδιο της τον εαυτό.
Κωφή. Άγρια. Μες την ακινησία.

Υπάρχει ο σεληνόλιθος όμως.

Το ξέρω. Τον έχω βρει.

– Ονειρευτήκατε;
– Ονειρευόμαστε. Πάντα.
– Φοβηθήκατε;
– Φοβηθήκαμε. Λίγο.
– Θα περάσει.

Δεν θέλω ν’ αποκαλύψω τί γίνεται στα σπίτια το καταμεσήμερο.
Γίνονται τρομερά πράγματα, που θα χρειάζονταν εφτά ζωές σιωπηλές και συγκεντρωμένες αποκλειστικά σε μία σκέψη, ώσπου να ξεδιαλύνουν.

Αυτό είναι το θέμα της πτώσης. Η ιδέα του ανθρώπου που έχει απογυμνωθεί. Όλες οι καταστάσεις έχουν συρρικνωθεί στην ανθρώπινη κατάσταση, που τα περιέχει όλα.

Ο τυφλός Πόντζο, στο ‘Περιμένοντας τον Γκοντό’, στην ερώτηση του Βλαδίμηρου ‘Τί έχει μέσα η βαλίτσα;’, αποκρίνεται με ένα σκέτο ‘Άμμο’.

Ο Κλοντ, στο ‘Τέλος του Παιχνιδιού’, σηκώνει το καπάκι ενός σκουπιδοτενεκέ για να δει που είναι ο Ναγκ.
‘Κλαίει’, λέει, όταν τον βρίσκει, για να του απαντήσει ο Χαμ, ‘Τότε ζεί’.

Είναι αλήθεια ότι πίσω απ’ τις αισθήσεις, δεν υπάρχει παρά η ευγένεια εκείνου που τις πρωτοξυπνά.

Έξω το τοπίο θυμίζει τους πίνακες του  Yves Tanguy.

Δεν ξέρω πώς.
Σύντομα όμως.
Σύντομα θα μπω στην τρίτη πραγματικότητα.
Ο Βιργίλιος θα με οδηγήσει σε όλα αυτά που έχουν χαθεί.

Υπάρχει ο σεληνόλιθος, φίλε μου.

Το ξέρω.

Τον έχω βρει.

*Ο Αντρέας Μαντάς είναι Ηθοποιός και Καταστασιακός.