Απόστολος Θηβαίος | Τα μπλουζ του Παύλου

Παύλος Σιδηρόπουλος

Παύλος
από τα τραγούδια ως την ζωή
 

 Η Βικτώρια διαθέτει τις διαστάσεις της υδρογείου. Αυτή η ξεχωριστή πόλη μες στην πόλη, συντρίμια εδώ και χρόνια, μαγαζιά φλίπερ, στοιχήματα, πράσινοι τοίχοι, πράσινοι τοίχοι, ατμόσφαιρα ουρητήριου, σκληρές, πέτρινες βροχές, φυλές, κλειστοί κώδικες, χούλιγκανς, όχι ποτέ την Κυριακή, η Βικτώρια είναι παλιά πόρνη, ξέρει με τα κόλπα της να κρατιέται ζωντανή όταν το εμπόριο πεθαίνει. Προτεταμένα σαγόνια των κτιρίων προς την Χέϋδεν, ίσκιοι και εστιατόρια και μια σειρά από ανατολίτικες επιχειρήσεις όλων των ειδών. Όλα τα σήματα πεθαίνουν, εδώ και τώρα, ένα δάσος από κεραίες, θερμά ρεύματα, θορυβώδη τραίνα, χωρισμένοι εραστές, στοπ.

Εκεί σε φαντάζομαι, ακριβώς όπως το λέει στο τραγούδι του. Στον λαβύρινθο της πόλης, δίχως Μινώταυρους και σφαγμένα νιάτα. Εδώ το ΄50 κρατά ακόμη τον χαρακτήρα του και οι γλάροι που τινάζονται στην Ομόνοια διαθέτουν την χάρη τους. Μα είναι ερημιά ή δεν φοβούνται τούτο τον κόσμο. Όπως και να΄χει αυτός που σκύβει το κεφάλι, αυτός που φαντασιώνεται επαναστάσεις και δεν τον νοιάζει ο γυρισμός, αυτός μονάχα, έξω απ΄τους μύθους και τα πανιά και τους στενούς, ηρωικούς κόσμους, εισβάλλει στον κόλπο και όλα είναι νεκρά πια. Πάει να πει παλιοί βασιλιάδες, κορίτσια που τον αγάπησαν και τον πρόδωσαν, ηλεκτρικές επαναστάσεις κάθε στιγμή, ένα μικρό βήμα για την ανθρωπότητα, ένα αποφασιστικό χνάρι προς τον θάνατό σου. Είσαι ο Θησέας, πατέρας σου ο Αιγαίας ή ο βασιλιάς Άμλετ ή κανείς και τίποτε στην Αθήνα που ηλεκτρίζεται επικίνδυνα.

Ίσως να γυρίζεις στις πολιτείες της νύχτας, σκόνη και κακο μακιγιάζ σου κόβουν το βλέμα. Ίσως μες στην βροχή που δυναμώνει, ίσως στην βροχή που φθάνει καταιγιστική απ΄τον βορά, ίσως να υπάρχουν οι ιδέες σου, κάτι από σένα. Θα γίνεις τραγούδι, σου είπα χρόνια πριν στην Ρώμη, πλάι στο χθες, μάρμαρα και ηλεκτρικές κιθάρες, μελαγχολικά σολαρίσματα κάτω από δεκάδες βαθμούς κελσίου, φωτιστικά οινοπνεύματα, εκρήξεις , εκρήξεις, νεανικό ΄69, Πατησίων, χαλασμένοι φίλοι, αλκοόλ και επανεκινήσεις. Αν με γυρέψεις, θα με βρεις πέριξ του Μουσείου, ανάμεσα στα παιδιά της πρέζας με την λίγη ζωή. Εδώ υπάρχουν πολλά να κάνει κανείς, έτσι για να περνά η ώρα του. Μικρές αποπλανήσεις, ρακί, κορίτσια μ΄αρχικά γράμματα για ονόματα.

Η Κ. , η Ν. , η Α. , η Μ., Ε.και τόσες άλλες μικρές πριγκήπισσες της πολιτείας μου. Υπόγειοι σιδηρόδρομοι τις παίρνουν μακριά σου, ξαφνικές φωνές, βεστιάρια, γκρεμισμένα θέατρα, δίχως εσένα, χαλάσματα.

Κίτρινο το σούρουπο
η ώρα έξι και μισή
πες μου κάτι μίλησε

δεν αντέχω στη σιωπή
 κλείσε το παράθυρο,
τρέμω
και το σκέπασμα βαρύ

τούτη η πόλη
γίνηκε ανυπόφορη πληγή

Ο Παύλος έφυγε νωρίς. Σημάδεψε την μουσική της γενιάς του και επηρέασε με την εικόνα του την αισθητική ενός ολόκληρου καιρού. Όπως και η Γώγου, καθώς η ζωή του διαλυόταν μες στην ιδεολογία των ναρκωτικών γεννούσε με το ταλέντο του μια δυνατή και αποδιαρθρωμένη τέχνη, ένα αποτέλεσμα συγκινητικό. Μαζί με άλλους καλούς φίλους απ΄την ομάδα του κίτρινου σούρουπου σημαδεύουν το ελληνικό τραγούδι.

 Φέρνοντας στο προσκήνιο μια από τις πιο διαχρονικές παθογένειες του αθηναϊκού περιθωρίου ο Παύλος κάνει λόγο ανοιχτά για την μάστιγα της ηρωίνης. Η πρέζα σφραγίζει το έργο σημαντικών δημιουργών που όπως και ο Σιδηρόπουλος πειραματίζονται στο ύφος και τις ατμόσφαιρες. Στην μουσική του όλα μοιάζουν τραγικά και καίγονται στην ατέλειωτη νιότη. Όλα μεταμορφώνονται σε παλιά υαλικά, πράγματα που δεν ζητά κανείς, μαύρα ξωτικά αυτού του έξαλλου κόσμου. Σκοράρω, σκοράρεις, σκοράρει,

Η Άννα μου ‘πε Παύλο η Αθήνα
είναι τρελή
τη νύχτα είναι ολοφώτιστη
τη μέρα σκοτεινή
μ’ αγάλματα κομμάτια
στα μάτια της τα δυο

αυτός που πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα την ροδαυγή, μαθαίνει να κλίνει ιδανικά την άσχημη συνήθεια. Έπειτα τα ονόματα των φίλων, Κατερίνα, Άννα, μπάσταρδο μωρό , δόλια μάνα, τραγουδώντας σ΄αγαπώ. Οι λίγες συλλαβές, όπως και να΄χει ομορφαίνουν τον κόσμο Παύλο.

Και τέλως πάντων για τον ίδιο και τους φίλους, υπάρχει πάντα εκείνο το εν κατακλείδι που ολοκληρώνει τους κύκλους. Ομόνοια, Βικτώρια, Πολυτεχνείο, παζάρια και δωδεκαετείς εραστές. Το βιβλίο των ηρώων του τρόμου γράφει τα πάντα αναλυτικά. Περιλαμβάνει τις προσευχές, κατηγορίες ενοχής, οι υπασπιστές του Θεού βρίσκονται εκεί,  αποτρόπαιοι καρνάβαλοι σαν  δυο Ιταλοί κλόουν πάνω στα σύρματα, δεκάδες μέτρα πάνω απ΄τις αρχαίες προτομές μας. Ο Παύλος Σιδηρόπουλος μοιάζει με στίχους που έμειναν για πάντα νέοι, θυμίζει το τελευταίο μοντέλο ενός ρεύματος που γεννήθηκε και χάθηκε με τον ίδιο. Ζωγραφίζει τον κόσμο και τηρεί είκοσι χρόνια τώρα, με τα λεωφορεία γεμάτα, Κόκκινος Μύλος, Αθήνα, την ίδια αναπαράσταση, ένα μέλλον που βρίσκεται πίσω μας κιόλας. Γέρικο μωρό με κατάμαυρο νυχτικό, στο κατά Λευκή Μολφέση ευαγγέλιο των παλιών και αγαπημένων πραγμάτων.

Ο Παύλος έζησε και πέθανε στην Αθήνα.

Μα στην Αθήνα,  κύριε Μίλερ,  δεν πεθαίνει κανείς!

Απόστολος Θηβαίος