Γιάννης Ρίτσος | Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο

Τον καιρό του Μάρξ ήταν μια χούφτα άνθρωποι.
Στις μέρες μας είναι 800 εκατομμύρια.
Μεθαύριο θα ’ναι όλος ο κόσμος.
Ν. ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ

 

ΣΗΜΕΡΑ το στρατόπεδο σωπαίνει.
Σήμερα ο ήλιος τρέμει αγκιστρωμένος στη σιωπή
όπως τρέμει το σακάκι του σκοτωμένου στο συρματόπλεγμα.
Σήμερα ο κόσμος είναι λυπημένος.

Ξεκρέμασαν μια μεγάλη καμπάνα και την ακούμπησαν στη γη.
Μες στο χαλκό της καρδιοχτυπά η ειρήνη.
Σιωπή. Ακούστε τούτη την καμπάνα.
Σιωπή. Οι λαοί περνούν σηκώνοντας στους ώμους τους
το μέγα φέρετρο του Μπελογιάννη.

Οι δολοφόνοι κρύβονται πίσω από τα μαχαίρια τους.
Τραβηχτείτε πέρα δολοφόνοι. Τραβηχτείτε πέρα.
Σιωπή. Οι λαοί περνούν σηκώνοντας στους ώμους τους
το μέγα φέρετρο του Μπελογιάννη.

ΤΟΥΣ ΣΚΟΤΩΣΑΝ. Τους σκότωσαν.
Ένας άνεμος που πέρασε μες απ’ το σκοτεινό τούνελ της σιωπής μας έφερε το μαντάτο.
Τους σκότωσαν. Τους σκότωσαν.
Δυο ξεχασμένοι γλόμποι ξεθωριάζουνε στην ξώπορτα της μέρας.
Τους σκότωσαν.

Ο Πέτρος που ξυρίζονταν στην αυλή μπρος σ’ ένα καθρεφτάκι της τσέπης απόμεινε με το χέρι στον αέρα κρατώντας την ξυριστική του μηχανή σα να κρατούσε με τα δύο του δάχτυλα το χέρι του κόσμου και να μετρούσε το σφυγμό του.

Ο Βαγγέλης που ’πινε το πρωινό του τσάι
απόμεινε με τη μπουκιά στο στόμα
σα να κρατούσε ανάμεσα στα δόντια του μια πέτρα.
Είταν πικρό το τσάι σήμερα. Αφουγκραζόμασταν
ένα μεγάλο αμάξι που σταμάτησε στο δρόμο –
ένας τροχός του χτύπησε στο βράχο.
Μπορεί να ’ταν ο τροχός της ιστορίας.
Γιατί η γριούλα που βούρτσιζε στην μπαλκονόπορτα
το μαύρο κυριακάτικο φουστάνι της
πέτρωσε εκεί σα να κατάλαβε
τι μαύρο που ’ναι το μαύρο χρώμα
σα να ’δε ανεβασμένη μια μαύρη σημαία στο κατάρτι του χρόνου.

Μπορεί και να ’ταν ο τροχός της ιστορίας. Τους σκότωσαν.
Σάλεψε ή γη. Σάλεψαν τ’ αγκωνάρια του ουρανού.
Σάλεψε το δοκάρι του σπιτιού. Σάλεψε ή κρεμασμένη λάμπα
όπως σαλεύει το καρύδι στο λαιμό του ανθρώπου που καταπίνει το λυγμό του.

Σιωπή. Σιωπή. Τους σκότωσαν.
Κι είταν παράξενο να βλέπεις που δε σαλέψανε καθόλου οι αγελάδες και τ αρνάκια στην ταμπέλα του χασάπικου,
μόνο σα να ’σκυψαν λιγάκι τα κεφάλια τους
και ν’ αφουγκράζονταν κάτου απ’ της γης ένα βαθύ-βαθύ ποτάμι.

Σιωπή. Σιωπή. Τους σκότωσαν.

ΛΟΓΑΡΙΑΖΑΜΕ στα δάχτυλα: μεθαύριο,
μεθαύριο, ναι, μπαίνει ο Απρίλης.
Λέγαμε: θα βρούμε στο πανέρι της άνοιξης
πολλές χρυσές βελόνες, πολλές χρωματιστές κουβαρίστρες
να μπαλώσουμε το γέλιο του παιδιού
να μπαλώσουμε τις ρυτίδες της μάνας
να ράψουμε ακόμα κι ένα κομμένο πόδι, ένα σπασμένο κρανίο – λέγαμε.

Μια καρδιά χωρισμένη στα δύο,
απ’ τη μια το ψωμί και το φιλί
απ’ την άλλη το χρέος – θα σμίξει, λέγαμε,
μεθαύριο Απρίλης. Κάτου απ’ τα δέντρα η ειρήνη,
θα χαιρετιούνται οι άνθρωποι μες απ’ τα δίχτυα των αχτίνων
το φως θα κλείσει με τη φούχτα του την υψωμένη κάννη
θα χαμηλώσει η κάννη και θα γράψει στο χώμα
ένα μικρό κύκλο σαν το μηδέν
κι ύστερα γύρω στο μηδέν γραμμές – γραμμές
σαν τις αχτίνες του ήλιου που χαράζουν τα παιδιά στον άμμο.

Λογαριάζαμε στα δάχτυλα:
μεθαύριο Απρίλης και το Πάσχα
θα φιληθούνε οι άνθρωποι.
                                                Τους σκότωσαν.

ΤΟΥΤΑ  τα πρόσωπα είναι σαν τα σταματημένα ρολόγια.
Τι ώρα να ’ναι; Τι ώρα να ’ναι σήμερα;
Ποιος σταμάτησε τούτα τα ρολόγια;
Ποιος σταμάτησε στη μέση τον Απρίλη;
Ποιος έγραψε με κάρβουνο σταυρούς πάνου στις πόρτες;
Ποιος σταμάτησε το χαμόγελο στα μάτια της μάνας; Τι ώρα να ’ναι;
Ποιος έκοψε στα δυο την ελπίδα; Τι ώρα να ’ναι; Πέστε μου λοιπόν.

Η κυρα-Λένη γύρισε απ’ την αγορά μ’ άδειο το καλάθι της.
Δε θυμάμαι, είπε, γιατί πήγα.
Όπου πηγαίνω βρίσκουμαι μπροστά στους σκοτωμένους.
Αν έχεις κάτι να μου πεις θα το ξεχάσω.
Δεν ξεχνάω τους σκοτωμένους. Το φουστάνι μου
αγγριώνει στους σταυρούς. Οι νεκροί με κρατάνε.
Ό,τι μου πουν θα κάνω. Παιδί μου, παιδί μου,
αυτοί πέθαναν για να ζήσεις.
Μην το ξεχνάς. Αν το θυμάσαι αυτοί δε θα πεθάνουν.

Ο Αλέκος δε μιλάει. Μες απ’ την τρύπια κάλτσα του
τα δάχτυλά του παίζουν νευρικά. Τίποτ’ άλλο δε φαίνεται. Σιωπή.
Οι άνθρωποι στέκονται βουβοί μες στον αγέρα
με δυο χοντρές γροθιές σφιγμένες μες στις τσέπες τους.
Δεν ακούς τίποτα. Μόνο που τρίζουνε οι αρμοί στα δάχτυλά τους
καθώς σφίγγουν στη φούχτα τους τον πόνο.

Τι ώρα να ’ναι λοιπόν; Τι ώρα να ’ναι;
Σιωπή. Σιωπή. Παιδί μου να θυμάσαι.

Σιωπή. Οι λαοί περνούν σηκώνοντας στους ώμους τους
το μέγα φέρετρο του Μπελογιάννη.

ΟΧΙ ΔΕ ΣΟΥ ταιριάζει εσένα Μπελογιάννη τούτο το σιωπηλό πένθος
τούτες οι μαύρες κορδέλες άκρη άκρη στο φουστάνι της άνοιξης
τούτο το πράσινο σαπούνι που λιώνει ξεχασμένο στη σκάφη θολώνοντας το νερό.

Για σένανε είναι οι μεγάλες σάλπιγγες, τα μεγάλα τύμπανα,
οι μεγάλες καμπάνες και οι μεγάλες παρελάσεις,
ο μεγάλος όρκος των λαών πάνω στο φέρετρό σου
η μεγάλη μέρα της τριάντα του Μάρτη
που μπαίνει στο καινούργιο εορτολόγιο των ηρώων και των μαρτύρων της ειρήνης.

ΤΟΥΤΑ τα πρόσωπα είναι σαν τα σταματημένα ρολόγια.
Τι ώρα να ’ναι σήμερα; Τί ώρα να ’ναι αύριο;
Τί ώρα να ’ναι του χρόνου;

Εσύ σκαρφάλωσες στη ράχη του χάρου
κουρντίζοντας με γρήγορο χέρι το ρολόι του ήλιου.
Να φύγουν πιο γρήγορα οι δείχτες.
Να φύγει τούτη η μέρα.
Να φύγει το μαύρο απ’ τα μάτια μας.
Να φύγει τ’ άδικο απ’ τον κόσμο.
Οι δείχτες τρέχουν στον ορίζοντα
τρέχει το φως στα πρόσωπα.  Εσύ κούρντισες το ρολόι του ήλιου
ως ν’ ανταμώσουν οι δυο δείχτες στην ειρήνη
ως ν’ ανταμώσει όλος ό κόσμος στην αγάπη.

Τώρα ας βροντήσουνε της Λευτεριάς τα τύμπανα κι οι σάλπιγγες.

ΝΙΚΟ, είχες μια καρδιά γεμάτη απ’ το αίμα του ήλιου.
Οταν περπατούσες στα ερείπια του φθινοπώρου
είχες πάντα στη μέσα τσέπη του σακακιού σου το σχέδιο της καινούργιας πολιτείας μας,
γι’ αυτό χαμογελούσε ο λαός μέσα στα μάτια σου.

Έφυγες τώρα Νίκο
ανάβοντας μ’ ένα γαρύφαλλο από φλόγα το κουράγιο του κόσμου,
ανάβοντας την ελπίδα στην καρδιά των λαών,
ανάβοντας τους αστερισμούς της ειρήνης στο στερέωμα του κόσμου,
πάνω απ’ τις πεδιάδες τις σπαρμένες με κόκαλα.

Έπεσες, Νίκο, με τ’ αφτί σου κολλημένο στην καρδιά του κόσμου,
ν’ ακούς τα βήματα της λευτεριάς να βαδίζουν στο μέλλον,
ν’ ακούς το μέλλον να ξεδιπλώνει εκατομμύρια κόκκινες σημαίες
πάνω απ’ το γέλιο των παιδιών και των κήπων.

Να κιόλας βλέπουμε τη νύχτα ετούτη
ανάμεσα στο άνοιγμα της σιωπής
να κρέμεται απ’ τούς κρίκους δυο μεγάλων άστρων
το λουκέτο της οικουμένης ξεκλείδωτο.

ΠΕΡΑΣΕ η μέρα. Ήρθε κι η νύχτα με το σπασμένο σταμνί της.
Μη μου πείτε τίποτα για τη λύπη της. Μη σκύφτε τα μέτωπα. Α­κουστε:
Ένας κουτσός περνάει· το μονό βήμα του στο πεζοδρόμιο –
Ορκιστείτε στ’ όνομα του Μπελογιάννη: να ’ναι τα βήματα ζυγά.
Ένας τρελλός φωνάζει κυνηγώντας τον άνεμο:
Ποιός μου πήρε το κόκκινο άλογό μου, κλέφτες, κλέφτες –
δέστε τα χέρια γύρω στο λαιμό του.

Ορκιστείτε στ’ όνομα του Μπελογιάννη να βρούμε το άλογό του.

Η νύχτα κόβει με το σουγιά της μικρά κομμάτια τ’ όνειρο.
Ένα δέντρο κάνει φτερά. Ένα παιδί μεγαλώνει.
Ορκιστείτε να ’χει το παιδί το ψωμί του και το βιβλίο του
να μάθει να γράφει σ’ αγαπώ,
να κρατάει μπράτσο τον ήλιο σ’ ένα ανθισμένο περιβόλι. –

Ο κομμουνισμός είναι η νιότη του κόσμου,
η λευτεριά και η ομορφιά του κόσμου. Ορκιστείτε.

Ο Μπελογιάννης κλαίει όπου σκοντάφτουμε. Ορκιστείτε
να ’ναι γερές οι ρόδες πού κυλάνε τη μέρα
να ’ναι η φωνή του κουλουρτζή μπροστά στις πρωινές πόρτες
σαν τη σιγουριά: θα πάρουμε καινούργια παπούτσια,
θα φτιάξουμε ένα σπίτι με τρία κάτασπρα δωμάτια,
με ηλεκτρική κουζίνα, ηλεκτρικό σίδερο,
να σιδερώνουμε τ’ αλατζαδένια πουκάμισα του Απρίλη
να διαβάζουμε ποιήματα κάτου απ’ την πασχαλιά.

Θα ξεπεράσουμε το πλάνο μας· – κάθε ώρα, κάθε στιγμή,
λίγο πιότερη λευτεριά, λίγο πιότερη αγάπη· – το καινούργιο εργοστάσιο
η καινούργια εργατική συνοικία· – παράξενη που ’ναι η χαρά μας.
Κι όταν πεθαίνουμε  – παράξενη που ’ναι ή χαρά μας,
να κοιτάζουμε τις μέρες που ’ρχονται
χαρούμενες στην καμπύλη του ορίζοντα
όπως κοιτάζουμε τα βαγόνια της εναέριας σιδηροδρομικής γραμμής στην καινούργια σοσιαλιστική πολιτεία μας

ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΙΓΚΡΑΝΤ.
Ορκιστείτε.

ΑΥΡΙΟ ΜΕΘΑΥΡΙΟ θα επιστρέψουμε απ’ το μεγάλο πόνο μας στις καθημερινές δουλειές μας,
θα φάμε το ψωμί μας. Το ψωμί είναι νόστιμο
όσο πικρές κι αν είναι οι μέρες μας. Πρέπει να φάμε το ψωμί μας.
Πρέπει να ζήσουμε, να διεκδικήσουμε τη ζωή μας και το δίκιο σας.
Μα και την ώρα που θα τρώμε θα ’μαστε έτοιμοι. Το ξέρουμε
είναι βαριά η κληρονομιά σου Μπελογιάννη –
θαν τη σηκώσουμε στους ώμους μας.

Συχνά δυσκολευόμαστε, θα δυσκολευτούμε πιότερο –
θα την κρατήσουμε στους ώμους μας.

Η πληγή μας μεγαλώνει μέρα με τη μέρα, το ίδιο κι η πίστη μας.

Θα φέρουμε την κληρονομιά σου στους ώμους μας,
ως την πόρτα του ήλιου, Μπελογιάννη.

Καλημέρα αδέρφια μου.
Καλημέρα ήλιε
Καλημέρα κόσμε.

Ο Μπελογιάννης μας έμαθε άλλη μια φορά
πώς να ζούμε και πώς να πεθαίνουμε.

Μ’ ένα γαρύφαλλο ξεκλείδωσε όλη την αθανασία.
Μ’ ένα χαμόγελο έλαμψε τον κόσμο για να μη νυχτώνει.

Καλημέρα σύντροφοι
Καλημέρα ήλιε
Καλημέρα Μπελογιάννη.

Τώρα, ας βροντήσουνε της λευτεριάς τα τύμπανα κι οι σάλπιγγες.

Καλημέρα Μπελογιάννη.

ΑΚΟΜΗ μια φορά. Ακόμη μια φορά
εσύ Νίκο πολέμησες για όλους μας
εσύ νίκησες για όλους μας
εσύ απόδειξες
πόσο μικρά είναι αυτή την ώρα τα μικρά όνειρα,
η ψάθινη πολυθρόνα του περιβολιού, το πράσινο τραπεζάκι,
η σιγουριά απ’ τα κάγκελα του κρεβατιού τις νύχτες – πόσο μικρά
μπροστά στο μπόι της χαράς να πεθαίνεις
για τη χαρά του κόσμου.

Εσύ απόδειξες
πόσο μικρή είναι η λευτεριά να φιλάς ένα στόμα
να κάθεσαι βουβός στο πεζούλι της βραδιάς
δίχως να δίνεις λόγο που κοιτάζουν τα μάτια σου,
να βάζεις κάτου άπ’ τήν καρδιά σου δυο ζεστά αστρουλάκια
όπως βάζεις πριν κοιμηθείς, κάτου απ’ το προσκέφαλό σου,
το κλειδί του σπιτιού σου και το ρολόι σου.

Πόσο μικρή είναι τούτη η λευτεριά μπροστά στην άγρια λευτεριά
να βγάζεις την καρδιά σου σα γαρύφαλλο απ’ τον κόρφο σου
για να μοσκοβολάν τα σύμπαντα θυσία και ειρήνη.

Α, ναι, πονάμε απ’ τη χαρά να ’μαστε οι άνθρωποι,
κρατώντας τη βάρδια μας μερόνυχτα σε μια κορφή του κόσμου,
βόσκοντας το κοπάδι των άστρων πάνω απ’ τα ερείπια,
βράζοντας στο μεγάλο καζάνι της νύχτας
το πηχτό γάλα της χαράς για τα παιδιά που αύριο θα γεννηθούνε.
Νίκο, πονάμε καθώς πόνεσες και συ, απ’ τη χαρά να ’μαστε οι άνθρωποι.

Καλημέρα ανθρώποι μου
Καλημέρα ήλιε
Καλημέρα Μπελογιάννη.

ΑΗ-ΣΤΡΑΤΗΣ, 30 Μαρτίου 1952