Απόστολος Θηβαίος | Θα τυραννιέται ο έρωτας

© Humberto Rivas

…Που βάζει ανύποπτη

μες στα χλωριά πανέρια τους

τα φώτα…

Θα τυραννιέται ο έρωτας

Σε μια πικρή,

μικρή πράξη

 

(Το κορίτσι φθάνει από το βάθος της σκηνής. Κοιτάζει γύρω της, σαν να φοβάται. Μοιάζει νευρική, μα πριν μιλήσει ξαναβρίσκει την αυτοκυριαρχία της. Ακούγονται φώτα που ανάβουν και όλα πέφτουν πάνω της σαν να μην υπάρχει άλλο θέατρο, άλλος κόσμος. Όλα μπορεί να τα κάνει δικά της μονάχα με τα μάτια, μονάχα αν το θελήσει. Πίσω της έχει ένα συρμάτινο δέντρο με κόκκινα μαντήλια στα κλαδιά του. Μιλά.)

“Είναι μυστικό.  Η τρελή ροδιά, είναι μυστικό στα χείλη των ανυποψίαστων και των παιδιών.

Τώρα πια δεν λένε το ονομά της, ούτε θυμούνται το σχήμα των φύλλων της. Τα φώτα, όχι όχι δεν είναι φωτισμοί αυτοί, είναι πράγμα φτηνό αν σκέφτεστε έτσι.

(θυμώνει και καθώς στροβιλίζεται  μεταμορφώνεται σε μια θερμή, μια υπέροχη γυναίκα, αντίστοιχη της Λορελάι των ποιημάτων.)

Δεν ζει, δεν ζει πλάι μας, μα απέχει έτη φωτός από αυτήν την κατεστραμένη πολιτεία. Είναι μυστικό και καταφύγιο η  η τρελή ροδιά, πλασμένη για κάτι λίγους μυημένους στο μαρτύριο της ζωής. Τους ελάχιστους, όσους πονούν πολύ βαθιά,

(πλησιάζει λυπημένη με το κάτωχρο φεγγαρένιο της πρόσωπο)

 και για αυτό αντικρίζουν θαυμάσια και ολέθρια οράματα. Δεν πρέπει να πείτε τίποτε, αυτά τα ποιήματα έχουν κριθεί επικίνδυνα.

Και όμως ρώτησα, ρώτησα επίμονα σε καφενεία και σταθμούς.  Άρπαξα τους στίχους από τα χέρια, στους καρπούς. Όχι, όχι δεν θα σας πω τίποτε άλλο.

Ίσως η τρελή ροδιά να είναι κήποι κρεμαστοί και  η κρήνη απάνω στο μονοπάτι. Τους κόσμου οι μπογιές και τα λάδια του, σκόρπια παντού να ΄ναι η τρελή ροδιά; Πότε γράφτηκε το ποίημα, τίποτε και τα πάντα είναι το λαγήνι. Ανόθευτος,  πάμφωτος, ο έρωτας της ομορφιάς. Και το νερό αθάνατο, μ΄ακούς;

(τώρα μοιάζει να τα χει χαμένα, όλα και όλα τα χρώματά της λίγο κόκκινο και απ΄το φουστάνι της ό,τι έχει απομείνει. Πώς να κερδίσει τη ζωή του κανείς έτσι;)

Όλα να ξοδεύονται, υπέροχα και ανεπανάληπτα, αυτή να είναι πάντα η ουσία των πραγμάτων. Είναι προσευχή, είπαν παλιότερα οι άνθρωποι. Ομόρφαιναν τη θύμηση, έτσι τους θυμάμαι στην άκρη του δρόμου, έξω και πέρα από αυτόν τον κόσμο, πλανόδιοι, νυκταγωγοί και θαυματοποιοί.

(Κάνει να φύγει, μισή στο σκοτάδι από εκεί που ήρθε, μισή στο φως. Εκεί στ΄ανάμεσα που είναι των πλοίων το μετέωρο μένει για πάντα. Θα ΄ρθει η ομορφιά και θα την ξυπνήσει.)

Είναι ο καλός άνεμος τα μεσημέρια του Αυγούστου, το αγόρι που γελά τα ίδια, εκείνα μεσημέρια, τα ποτήρια που γίνονται κομμάτια, παλιά υαλικά με χνάρια, ειρηνικές μέρες, το αμετάφραστο στη σημειολογία του σώματος, το ανεπίδεκτο αίσθημα, το απρόσιτο, μια απογευματινή θάλασσα, θερμές ημέρες να βάλλεσαι από παντού, εξώστες στην καρδιά των Κυκλάδων σου, τα νησιά σου, οι άνθρωποί σου, φώτα στο μαγικό πανέρι της Αλίκης, τότε και τώρα και πάντα. Είναι η τρελή ροδιά πράγματα που δεν λέγονται και ένας άλλος λόγος για ν΄αψηφάς τον θάνατο. Είναι μια ανυπολόγιστη, ασύμμετρη ομορφιά. Ανθεί στη σκιά, ανατρέπει αυτόν τον κόσμο, οι στίχοι της, τώρα το ξέρω, δεν θα γεράσουν ποτέ.

(Ένα προς ένα δένει τα μαντήλια στους καρπούς της. Κόκκινο το αίμα φτιαγμένο μόνο για τη ζωή. Έτσι δίχως λόγο χορεύει, σαν ερωμένη αρχαιοελληνική, στροβιλίζεται και όλα τα μαντήλια ανεμίζουν. Να περνούν λέει οι σημαίες μιας άγνωστης χώρας, ενός στρατού ταγμένου στη σωτηρία  της ομορφιάς και στ΄όνομά της.)

 

(Κάποιος απ΄την πλατεία χειροκροτεί. Πλησιάζει τη σκηνή εκστατικά, όπως οι χριστιανοί τα μυστήριά τους.)

Υπήρξατε πειστικότατη. Εξαιρετική ερμηνεία. Και οι κινήσεις σας εντός πλαισίου, φανερώνουν ξεχωριστή στόφα. Το μέλλον είστε εσείς, η σχολή σάς ανοίγει τις πύλες της. Πίστεψα πως δεν θ΄αντέξετε να βγάλετε πέρα τον ρόλο σας. Όμως εσείς, στ΄αλήθεια πώς βρήκατε τόσο κουράγιο, πώς. Όμως εσείς, πείτε μου, εσείς είστε λοιπόν  η τρελή ροδιά των στίχων;

(Εκείνη γελά δυνατά, σ΄όλο το θέατρο το μόνο που ακούγεται είναι ραδιόφωνα, ήχοι από γειτονιές και  το γέλιο της που χτυπά στους τοίχους, λούζει τα παράθυρα, την οροφή. Η φωνή της είναι ο παλιός, νέος κόσμος. Φθάνει παντού και μας πληγώνει. Χορεύει κάτω απ΄τα φώτα , μες στην πορφύρα, σαν πρώτη και τελευταία αυτοκράτειρα, φέρνει την άνοιξη με κάθε της στροφή, όλες οι εποχές γίνονται κομμάτια για χάρη αυτού του πένθους. Αργά θα την σβήσουν τα φώτα. Μα στ΄αλήθεια θα ΄ναι σαν να μην χάθηκε ποτέ και σαν να πρόκειται απ΄τις ζωγραφιές να γεννηθεί, ζητώντας μερίδιο σ΄αυτόν τον δύσκολο κόσμο.)

 

******

 Απόστολος Θηβαίος