Χρήστος Μαγκλάσης | Αργονωρίς

© Henri Cartier-Bresson

   Η κοπέλα έχει προσεγγίσει πρώτη, με αέρα νεανικό, τον ξερακιανό πενηντάρη.
  –  Μόνος;
  Ελαφρύ κατέβασμα στα ματοτσίνορα εκείνος…Τα χείλη κλειστά και σφαλισμένα.
  –  Από τύχη ή από άποψη;.
  Οι ερωτήσεις ξεσπούσαν σαν κύμα στην μπουκαπόρτα.
  Ο χαμηλός φωτισμός στο απόμερο μπαράκι του Σίμου, λες και πασχίζει να κρύψει την πολιορκία , που εκτυλίσσεται στ’ απόσκια της αυτοσχέδιας μπάρας, δίκην κουπαστής.
  Δυο βότκες με λεμόνι διαδέχονται τα από ώρα άδεια κι αμήχανα ποτήρια τους, λες κι ο μπάρμαν διαφέντευε με την άκρη του ματιού του τις σιωπές και τις ανάσες τους.
–  Κερασμένα, βιάστηκε να υπογραμμίσει, με φιλικό συνοδευτικό χαμόγελο.
 Τα χέρια τους χαϊδεύουν τα ποτήρια, κάνοντας ένα νεύμα, στην υγειά σου, ενώ αγκάλιαζε το μαγαζί η φωνή του Μάριο Μπιόντι “this is what you are” κι η κιθάρα του χτένιζε τ’ ακόρντα στις πληγές του Στρατή.
  Μεσήλικας ο Στρατής, θαλασσοδαρμένος και πολυκύμαντος, απ’ τους τύπους που συναντάς σπάνια στην ζωή, αλλά  βρίσκεις συχνά την φωτογραφία τους σε γυαλιστερά περιοδικά, όταν διαφημίζουν προϊόντα με την αρρενωπότητά τους.
 Σμιχτά πυκνά φρύδια, σκεπάζουν, ως προκάλυψη, δυο πράσινους φάρους που βλεφαρίζουν λαίμαργα . Μύτη ψηλό κατάρτι κρυμμένο από δυο φουσκωμένα πανιά. Χείλη εντελώς  ξεβαμμένα απ´ την αλμύρα κρύβουν επιμελώς μερικές πάλλευκες ξερολιθιές από δόντια. Συμμετρικά ζυγωματικά, κι ατίθασα μαλλιά , που μισοκαλύπτουν δυο γυαλισμένα αυτιά, συνθέτουν το πρόσωπο του ήρωά μας μαζί με τις κυματιστές ρυτίδες , που δένουν με τόπους τόπους αποικίες από ληγμένα γένια.
 Αυτά είναι όσα περιγράφονται, γιατί πως να ορίσεις το μυστήριο που κρύβεται φωνάζοντας, την αυτοπεποίθηση που ξεχειλίζει, την ζωντάνια που ανθίζει, όταν αποσύρεται το κύμα.
   Στην διπλανή καρέκλα η Εβελίνα, μια εικοσιπεντάχρονη πανέμορφη κοπέλα, θα στοιχημάτιζες ότι είναι μοντέλο ή ηθοποιός, αλλά δηλώνει καριερίστρια σε μεγάλη Τράπεζα, ανεξάρτητη, που έχει βάλει στόχο στην ζωή της να ρουφήξει τις στιγμές και να βιώσει την περιπέτεια.
Ο Στρατής έσκυψε το κεφάλι , ξεροκατάπιε κι απότομα το ανέβασε σαν ελατήριο.
Είχε από την αρχή που τον πλησίασε η Εβελίνα κεραυνοβοληθεί από εκείνη την γνώριμη πετριά, που  τού ‘χε στοιχειώσει την ζωή και πάλευε, αποτυχημένα καθώς φαίνεται, να ξεχάσει.
  Ήταν πριν είκοσι πέντε χρόνια το πανηγύρι της Παναγιάς, κοντά στα ξημερώματα, όταν άδειος και ξεμεινεμένος από φίλους και συντρόφους, σηκώθηκε, πέρασε από  τα ορφανά μπροστινά καθίσματα της πλατείας και χόρεψε στην αυτοσχέδια πίστα, αργά και βασανιστικά ένα ζεϊμπέκικο και τέλειωσε με μια βαθιά υπόκλιση. Όλα έγιναν ξαφνικά. Ένα μακρόσυρτο χειροκρότημα, δυο φεγγάρια μάτια και μια πλανεύτρα αγκαλιά ολοκλήρωσαν της μοίρας την έκλαμψη.
Μια Μαρία  απ’ το πουθενά έγινε μονομιάς η πριγκίπισσά του κι ένοιωσε αυτοστιγμεί πειρατής και κουρσάρος, βασιλιάς και ηγεμόνας.
Έρωτας ακαριαίος. Εκείνη γλυκιά και πειστική κι αυτός με τα κουπιά του να δαμάζει τα κύματα που ξαμόλαγαν οι καρδιές, ιχνηλατώντας άγνωστες κι αδιάβατες θάλασσες.
Και δόστου αγκαλιές και ραντεβουδάκια κάτω απ´ την μουριά στην άκρη της πλατείας, και όρκοι και φιλιά.
  Τρία μερόνυχτα όλη του η ζωή, συμπυκνωμένη. Τρεις νυχτιές σε άλλη διάσταση, που μαλάκωσαν τα πλακόστρωτα, που προσκύνησε ο βασιλικός το ασβέστη, που κολύμπησε το βλέμμα στου παραδείσου τα γλυκά νερά.
Κι ύστερα παγωνιά καταμεσής τον Αύγουστο…
 Έφυγε βιαστικά στην Αθήνα για να φέρει τα πράγματά της, όπως του είπε. Εκείνος θα την περίμενε ακόμα, αν δεν τον καλούσαν μια μέρα στην ασφάλεια για ανακρίσεις. Είχε εκείνες τις μέρες γίνει ληστεία στην Τράπεζα , αλλά αυτός δεν είχε πάρει χαμπάρι.
 Μέχρι που του έδειξαν την φωτογραφία της.
 Την είδε και κατατρόμαξε, μια ασπρόμαυρη με φόντο το αναστημόμετρο της Σήμανσης και καμιά δεκαριά ονόματα στην λεζάντα.
Ήταν σεσημασμένη του είπαν και βρήκε εσένα τον μουρόχαυλο για να φυλάει τσίλιες στους δικούς της, χωρίς να δίνει στόχο.
 Στεναχωρήθηκε και τρόμαξε να το ξεπεράσει. Δεν ήταν η απόρριψη, δεν ήταν η χλεύη των συγχωριανών και το ασυνόριαστο κουτσομπολιό. ´Ήταν που όλες οι καλές στιγμές του πνίγηκαν στην κολυμπήθρα μιας απάτης.
 ….Σκέφτηκε για μια στιγμή να φύγει, να δώσει τόπο στο πάθος που δεν έλεγε να κοπάσει. Μα δεν είχε κάνει ποτέ πίσω στα δύσκολα, γι’ αυτό άλλωστε «καπετάν φουρτούνα» τον παρονόμαζαν.
  ´Έμεινε και παρήγγειλε μια ακόμη γύρα και για τους δυο τους.
  Βαθύ κι αφέγγαρο σκοτάδι έξω, ένας μαΐστρος μπερμπάντης τσουρνεύει ό,τι εύκαιρο έχει τριγύρω, ταΐζοντας τ´ αχόρταγα λευκά κύματα, καρέκλες, τραπέζια, κρεμασμένα φώτα, ρούχα απλωμένα, πανιά σκισμένα…
  Δεν είπε τίποτα , αφήνοντας την εικόνα του να ξεδιαλύνει με τους δικούς της δρόμους το μυστήριο της ζωής του.
   Πήρε την σκυτάλη η Εβελίνα με το ανέμελο ,που της χάριζε η απόσταση και το κλίμα των διακοπών και ξεκίνησε τις συστάσεις. Του είπε αλήθειες, τι είχε να κρύψει άλλωστε…
…- Ήλθα εδώ αναζητώντας μια φίλη μου απ´ το Πανεπιστήμιο, αλλά έμαθα ότι πήρε μετάθεση πριν δυο χρόνια για την πατρίδα της την Καβάλα. Κι έτσι έχω τρεις νύχτες και δυο μέρες στην διάθεσή μου να εξερευνήσω το νησί σου. Μεθαύριο θα έλθει το κότερο των φίλων μου και θα πάμε για τις Μικρές Κυκλάδες.
  Απασφάλισε ο Στρατής και έγινε εξερευνητής  στους δρόμους του κορμιού της. Ξανάνιωσε δίπλα της και της χάρισε κάθε ικμάδα της ύπαρξής του. Μέχρι την στιγμή που την βοήθησε να επιβιβαστεί στην γέφυρα του σκάφους.
  Την στιγμή που ….στράγγιξε  η κλεψύδρα και λιποθύμησε ο Στρατής στον αποχαιρετισμό. Έκτοτε όλα έγιναν πίσσα, μηδενίστηκαν αισθήσεις, μνήμες, όνειρα , λες και τον κατάπιε η μαύρη άβυσσος.
  Ξύπνησε σ’ ένα κρεβάτι νοσοκομείου της Αθήνας ,κι από τότε ξεκίνησε να μετρά καινούργιος χρόνος. Στο προσκέφαλό του ανελλιπώς η Εβελίνα με μια φίλη της γιατρό. Μαντώ του συστήθηκε και διαμάντι ήταν.
 ‘Ηταν στο κότερο, τον ενημέρωσε η Εβελίνα, κι έτρεξε πρώτη να του δώσει το φιλί της ζωής, να τον συνοδεύσει αγόγγυστα με το super puma του Στρατού στην Αθήνα, να στείλει τις εξετάσεις του μέχρι και στο εξειδικευμένο κέντρο στην Αμερική, όπου έκανε την ειδικότητά της.
Τα νέα, του είπαν μια μέρα- ούτε που θυμάται μετά από πόσον καιρό, ήσαν καλά και θα τους έκανε την χάρη να τις …συνοδεύσει στο νησί του.
  Σε τρεις μέρες ήταν της Παναγίας και ανυπομονούσαν να βρεθούν μαζί του στο πανηγύρι της Χώρας.
 ´Ένοιωθε πολύ δυνατός και είχε ξαναβρεί μαζί με την διάθεση και το χιούμορ του.
  “Αμέ, και βέβαια θα έρθετε μαζί μου. Θα πιούμε, θα χορέψουμε, έχει ανάγκη ο θαλασσόλυκος ; “
    Η Μαντώ ήταν υιοθετημένη από μια καλή οικογένεια που την μεγάλωσαν στα πούπουλα, με αρχές, φροντίδα κι αγάπη. Αρίστευε διαρκώς και σαν φυσική εξέλιξη ήλθε η Ιατρική για να διαμοιράσει σε όσους ήσαν ανήμποροι το περίσσευμα της αγάπης, που είχε πάρει. Οι δικοί της ”έφυγαν” πριν δυο χρόνια , αμέσως μόλις πήρε το πτυχίο της, από τροχαίο. Έφυγε κι αυτή με υποτροφία στην Αμερική και γύρισε φέτος για διακοπές, κληρονομικά και μια βαθύτερη ανάγκη ν´ αναζητήσει τους βιολογικούς της γονείς, μήπως και πάρει την πολυπόθητη την απάντηση σ´ ένα “γιατί¨, που ρήμαζε τα σωθικά της.
  Την μάνα της την βρήκε σχετικά εύκολα από την  πράξη υιοθεσίας, άλλωστε μόνο τα δικά της στοιχεία είχε. Αγνώστου όμως πατρός.
  Την συνάντησε μια μέρα στο τελεφερίκ του καζίνο της Πάρνηθας, ήταν αδιάφορη, εκνευριστικά απρόθυμη και αγενής, ενώ της ζήτησε και χρήματα. Τελικά, με το αζημίωτο, της είπε ότι εκείνο τον καιρό ήταν ηθοποιός σ´ έναν περιοδεύοντα θίασο (μπουλούκι) και το μόνο που θυμόταν ή υποψιαζόταν για τον υποτιθέμενο πατέρα της, ήταν ότι χόρευε καταπληκτικά ένα αργό ζεϊμπέκικο. Μπορεί να ήταν και χορευτής είπε και δεν θυμόταν ούτε τ´ όνομά του. Της ζήτησε να μην την ξαναενοχλήσει και χωρίς να ρωτήσει τίποτα έφυγε βιαστικά , λέγοντας πίσω από την πλάτη ξεδιάντροπα ”συμβαίνουν αυτά! ”.
   Παραμονή της Παναγιάς, τον δεκαπενταύγουστο, ο Στρατής ακολούθησε όλο το τελετουργικό μαζί με τα δυο κορίτσια. Εκκλησιασμός, λαμπάδα ίσια με το μπόι του, περιφορά της εικόνας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στα χέρια του.
 Δεν ήταν και μικρό θαύμα ότι γλίτωσε στο πάρα τσακ.
 Χρωστάει χάρη και στα κορίτσια αλλά αυτά… έπονται.
  Πρώτο τραπέζι κοντά στην πίστα, πλούσιο φαγοπότι και πιόμα κατ´ εξαίρεση.
Το καλεί η Παναγιά είπε.
  Γλέντησαν μέχρι τα χαράματα.
  Ώσπου το μπουζούκι γρατζούνισε τις ευαίσθητες χορδές της καρδιάς του Στρατή, καλώντας προσκλητήριο στα εσώψυχα.
  Σηκώθηκε ο Στρατής σαν από καθήκον. Στάθηκε στο κέντρο της πίστας κι έκανε με δέος τον σταυρό του.
  Στο μεταξύ μια κλήση στο κινητό της Μαντούς την έκανε να οπισθοχωρήσει πίσω από το αιωνόβιο πλατάνι, όπου μίλησε για δυο λεπτά. Όταν επέστρεψε στην πίστα δίπλα στην γονατισμένη Εβελίνα, ήδη ο Στρατής έφερνε αργές και περίτεχνες γύρες με απλωμένα τα χέρια σαν φτερά, σκάβοντας βαθιά στης ψυχής του την αδιάβατη σπηλιά.
 Στο μεταξύ όλοι οι θαμώνες πλησίασαν και χτυπούσαν ρυθμικά παλαμάκια στου Στρατή την κορύφωση.
   Δυο ποτάμια είχαν ξεχυθεί από τις Μαντούς τα μάτια κι έκαναν αυλάκι στην πίστα μέχρι τον πατέρα της.
   Ναι πριν από λίγο είχε πληροφορηθεί, σαν από τύχη,από την ανάλυση του dna συγκριτικά με το δικό της που υπήρχε στην τράπεζα του ερευνητικού κέντρου, όπου έκανε την ειδικότητά της, ότι ο Στρατής ήταν πατέρας της.
  Μετά από 25 χρόνια.
  Τόσο αργά.
Ο χορός κράτησε έναν αιώνα.
Κι η αγκαλιά κρατάει ζεστή ακόμη….
Τελικά τόσο νωρίς.
 Αργονωρίς!

 


Ο  Χρήστος Δ. Μαγκλάσης,   χρησιμοποιώντας το λογοτεχνικό ψευδώνυμο(Κνάκαλος) ασχολείται από μακρού χρόνου με την λογοτεχνία, γράφοντας ποίηση και διηγήματα, προσπαθώντας να αποσαφηνίσει σκέψεις που αναβλύζουν και να αναδείξει ιδέες που αναζητούν τεκμήριο. Επίσης, ως blogger,  ενδιαφέρεται για λαογραφικά στοιχεία και πρόσωπα, που η μνήμη τείνει να ακουμπά στο περιθώριο με προορισμό την λησμονιά. Έχει δημοσιεύσει πληθώρα ποιημάτων και διηγημάτων σε συλλογές, καθώς και σε διάφορα περιοδικά λόγου και τέχνης και στο διαδίκτυο.