Απόστολος Θηβαίος | Χαρτονένια σκάφανδρα

@ Mimmo Jodice

με ένα αφήγημα
και
ένα σχόλιο για
το διήγημα “Τζακ”
του Ανδρέα Καρκαβίτσα

Μαθητεία

Μισό αιώνα πίσω.

Έτρεξε με όσες δυνάμεις του απέμεναν. Έστριψε στην γωνιά του δρόμου, έμενε μια τελευταία ευθεία. Μα ευθύς ένιωσε τα πόδια του βαριά. Δεν θα μπορούσε να τρέξει πια. Άκουσε το κουδούνι που χτυπούσε και ήταν πια βέβαιος πως δεν θα μπορούσε να είναι στην ώρα του. Όταν βρέθηκε στην πύλη, ο γέρο επιστάτης τον κοίταξε με συμπάθεια. Του χαμογέλασε και είπε, σε περιμέναμε. Δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στα λόγια του γέρου, μα αργότερα θα καταλάβαινε τι σήμαιναν. Κάθε τέτοια μέρα, όλοι περιμένουν να φανούν τα παιδιά και αν κάποιο λείπει, πέφτει μια στενοχώρια τριγύρω, σαν τάχα να στένεψαν οι όχθες του κόσμου. Μα όλα αυτά θα τα μάθαινε μετά από καιρό, όταν τα χρόνια του σχολειού θα’χαν πια περάσει. Ίσως σε κάποια άλλη ιστορία του μέλλοντος να καταπιαστεί κανείς με τη νοσταλγία.

Μα τούτη την ώρα δεν υπάρχει χρόνος. Ο διάδρομος είναι αδειανός, από τις τάξεις ακούγονται τα ονόματα των μαθητών. Είμαι ο Γιώργος και όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω πυροσβέστης, είμαι η Μαρία και θα μ’άρεσε να ‘μουν δασκάλα, είμαι ο Στέλιος και αν μεγαλώσω θα γίνω κτηνίατρος, είμαι η Βέρα, η Κατερίνα, η Νίνα, ο Άλκης, είμαι ο καθένας που ονειρεύεται μα όταν μεγαλώσω όλα θα σωριαστούν χάμω, σαν πύργοι στην άμμο. 

Άνοιξε την πόρτα και μπήκε στην τάξη. Κάθε κουβέντα πήρε τέλος, η δασκάλα του χαμογέλασε και του έγνεψε να περάσει. Ένα από τα παιδιά που καθόταν μονάχο του παραμέρισε. Συστήθηκαν, Άγγελος, του είπε το παιδί και εκείνος χαμογέλασε. Μονάχα εσύ δεν μας έχεις πει ποιος είσαι. Τι θα έλεγες να έρθεις επάνω να μας πεις δυο λόγια;

Το προϊστορικό ζώο της ντροπής έκανε την εμφάνισή του. Τα μάγουλά του απέκτησαν ένα χρώμα ελαφρά ερυθρό, όπως συμβαίνει συνήθως. Έβαλε τα δυνατά του, ίσως το κουράγιο που του ‘λειπε να του το χάρισε ο Άγγελος. Έσκυψε και πήρε μαζί του το αυτοσχέδιο κράνος που είχε ετοιμάσει από πρες παπιέ. Αφού είναι ο κόσμος χαρτονένιος, συλλογίστηκε κάποια καλοκαιρινή βραδιά, τότε μπορεί και το κράνος μου να είναι από ένα παρόμοιο υλικό. 

Στάθηκε στο μέσον της αίθουσας, κάποια παιδιά βάλανε τα γέλια, η δασκάλα φρόντισε αμέσως να τα συνετίσει. Ο Άγγελος χειροκρότησε , έπειτα στήριξε στον αγκώνα το πρόσωπό του και παραδόθηκε στην φαντασία που χτίζει κόσμους για να αντέχουμε. 

Αυτό είναι το πρώτο μου κράνος. Μια μέρα με αυτό θα κατορθώσω να ταξιδέψω ως το φεγγάρι. Θα περπατήσω κάθε του γωνιά και ίσως βρω κανένα κρατήρα δίχως όνομα για να του δανείσω το δικό μου. Οι ερωτευμένοι που κοιτάζουν το φεγγάρι δίχως να μιλούν, θα με διακρίνουν να βαδίζω επάνω στην επιφάνεια της σελήνης. Και όλοι θα μου στέλνουν τις πιο θερμές ευχές τους για μια καλή επιστροφή. Οι εφημερίδες θα γράψουν για μένα πως υπήρξα ο πρώτος άνθρωπος που βάδισε ολάκερη την επιφάνεια του φεγγαριού. Όταν θα ανακοινωθεί η επιστροφή μου στη γη, οι εφημερίδες θα γράψουν με μεγάλα γράμματα τους πιο εντυπωσιακούς τίτλους, οι ρεπόρτερ θα βγάλουν εισιτήρια και θα τρέξουν να ανακαλύψουν που πέφτουν οι συντεταγμένες της προσεδάφισής μου. Κάθε τηλεοπτικό συνεργείο θα λάβει την ορισμένη του θέση. Ένα πελώριο, ψηφιακό ρολόι θα καταγράφει το χρόνο που απομένει για να εισέλθει στην ατμόσφαιρα η κάψουλα που θα με μεταφέρει. Όσο η αγωνία θα κορυφώνεται εγώ, φορτωμένος με ηφαιστειακά πετρώματα και σορούς φεγγαρένιας σκόνης θα παλεύω να κρατήσω τις αισθήσεις μου, καθώς ο θαλαμίσκος θα επιταχύνει και θα επιταχύνει, δίνοντας τώρα ένα ασφαλές δείγμα για την προσεδάφισή του. Όταν θα φανώ στην ατμόσφαιρα, οι ρεπόρτερ θα αφήσουν το κλείστρο ανοιχτό, χιλιάδες κλικ θα πέφτουν σαν τις σταγόνες της βροχής, οι αρχές θα συντονίζουν την υποδοχή μου, ιατροί εθελοντές της υπηρεσίας διαστήματος θα βρίσκονται σε επιφυλακή. Παντού στον κόσμο οι άνθρωποι θα παρακολουθούν το τέλος αυτού του μοναδικού ταξιδιού, οι επικεφαλής των χωρών ανά τον κόσμο, θα σημειώνουν το μέγεθος  του σπουδαίου βήματος που φέρνει πιο κοντά τον άνθρωπο στα μυστικά του σύμπαντος. Και όταν η κάψουλα θα ‘χει σταθεροποιηθεί, κάποιος τεχνικός θα απασφαλίσει προσεκτικά την πόρτα κοιτάζοντας στο εσωτερικό. Τότε θα μιλήσω, λέγοντας κάτι που μες στην τόση μου μοναξιά θα μοιάζει με  θόρυβο από μέσα μου βαθιά, έναν παλιό θόρυβο. Θα προσπαθήσω να ανακαλύψω τις λέξεις για να περιγράψω πως κάπου εκεί ψηλά, καλά κρατεί τα ηνία του κόσμου μια ύλη ανυπόταχτη, μια ανίκητη δύναμη. Πώς να μιλήσω για εκείνη, πώς άραγε. Όταν μεγαλώσω ίσως να καταφέρω να γίνω αστροναύτης, κερδίζοντας το θαύμα. Θα ‘χω για πάντα μαζί μου το χαρτονένιο εκείνο σκάφανδρο που βλέπετε σήμερα, όχι γιατί ενδείκνυται για διαστημικούς περιπάτους, μα γιατί αν αφήσω να χαθεί όλη αυτή η αθωότητα, τότε ολόκληρο τον κόσμο θα τον σαρώσει μια φρίκη τραγική.

Σαν τέλειωσε, έπεσε μια ησυχία παντού. Τώρα τα παιδιά δεν γελούσαν. Είχαν όλα στα πρόσωπά τους κάτι από τ’όνειρο που μόλις ξεπρόβαλλε εμπρός τους. Εκείνος έβγαλε το χαρτονένιο του σκάφανδρο , χαμήλωσε τα μάτια του από την ντροπή. Το κουδούνι χτύπησε, η δασκάλα άνοιξε την πόρτα, κάτι ράγισε στη στιγμή και όλα τα παιδιά ξεχύθηκαν στην αυλή. Ξέχασαν το φεγγάρι και τους κρατήρες και τον εκκωφαντικό θόρυβο που κάνει μες στη φαντασία τους η κάψουλα που σκίζει στρώματα ατμόσφαιρας ώσπου να φτάσει κοντά μας. Καμιά φορά το σύμπαν μοιάζει με τη μνήμη μας, πάει να πει, με ζωές ή πολιτείες θαμμένες κάτω από αναρίθμητα στρώματα χρόνου.

Τα χρόνια περάσανε, τώρα το ξέρει επειδή αυτός ο καιρός μοιάζει με ολοζώντανο πλάσμα που μένει ασάλευτο.

Κοίταξε εντός του το θρανίο της τάξης. Δεν βρήκε κανέναν, ο άγγελος είχε φύγει πριν από καιρό. Διέκρινε τον εαυτό του στο τζάμι του κλεισμένου παραθύρου. Τίποτε δεν ήταν παιδικό και στα μαλλιά του είχε στάχτες, παλιοί καιροί ανάβανε τα φώτα της πορείας και διαβαίνανε εμπρός του. Ανέβηκε με δυσκολία ως την σοφίτα, εκεί που φυλά τα σύμβολα της ζωής του. Κάτω από τη σκόνη και τα αγριολούλουδα της νοσταλγίας, διέκρινε το χαρτονένιο του σκάφανδρο. Συγκινήθηκε και τα δάκρυα τον πνίξανε. Κοίταξε την πόλη μέσα από το μικρό φεγγίτη. Έμοιαζε με φινιστρίνι πλοίου που τραβάει για τ’άγνωστο. 

Και τότε – ίσως να ‘ταν από τα δάκρυα κάποια παραμόρφωση της σκηνογραφίας, δεν αναρωτήθηκε ποτέ – διέκρινε τον άγγελο. Τώρα είχαν περάσει τα χρόνια, μα εκείνος παρέμενε νεανικός και ολόλευκος. Με τη δροσιά και με το γέλιο του, αγκάλιασε μια τελευταία φορά τον κόσμο και χάθηκε. 

Όταν ξύπνησε κρατούσε αγκαλιά το κράνος του. Ίσως να’χε γεράσει λίγο περισσότερο. Η βραδινή παγωνιά τον είχε αρπάξει από την καρδιά. Παντού φυσούσε ερημιά και ο άνεμος που σηκώθηκε ξαφνικά ήσαν εκτός εποχής. Μια παρέα παιδιών διέσχισε το δρόμο, πίσω τους μια μεταξωτή κλωστή που ξετυλίγεται, μέσα τους το καλοκαίρι που δεν λέει να τελειώσει. Να φυλάτε τ’όνειρο, να μην χαθεί, ψιθύρισε. Και έπειτα σκέφτηκε πως η παιδική ηλικία είναι ένα καράβι που δεν πιάνει ποτέ λιμάνι, μια φαντασία ακατόρθωτη και ακόμη παραπάνω.

Για μια στιγμή του φάνηκε αλλόκοτο το φεγγάρι, μεθυσμένο, τρέκλιζε στο στερέωμα. Και τότε ήταν που είπε με ευλάβεια τα λόγια κάποιας προσευχής. Δώστε μας παιδιά, τον παραλογισμό, την αμφιβολία, την αδεξιότητα αλλά και την απρέπεια του ονείρου που όλα τα αψηφά. Δώστε μας.

Ένα κορίτσι, όχι πάνω από είκοσι χρονών διέκοψε τις σκέψεις του. Περνούσε μαζί με τα λεφούσια των μαθητών. Και ήταν στολισμένη και πεντάμορφη σαν το γύρο του κόσμου., σαν μουσική που έπεφτε πάνω μας, σαν έρωτας ή κάτι αντίστοιχα μεγαλειώδες.  Μόνο αυτό, μόνο.

Εχόρευε με την λατέρνα

Τι δροσερό και αστείο συνάμα με όλες τις συνήθειες και τα γινάτια φορτωμένο ενός κάποιου καιρού. Μιλώ για τ’αφήγημα του Καρκαβίτσα με τον τίτλο “Τζακ” που αποτυπώνει διακριτικά και απέριτα το ύφος και το ήθος ενός κόσμου περαστικού μα γοητευτικού μες στην ευγένειά του.  Και στο φόντο τ’ανθρώπινα φερσίματα, οι μικρές και οι μεγάλες παρεξηγήσεις, η ζωή του λαού ολάκερη σαν ζωή και σαν θάνατος, δίχως τίποτε διακοσμήσεις ή ωραιότητες που τάχα πλουτίζουν το κείμενο. Ο Καρκαβίτσας πιάνει να αφηγείται μια ιστορία που συνδυάζει τη χαριτωμένη έκβαση με όλες τις ιδιοτροπίες των ανθρώπων. Μικρό λιμανάκι η ζωή της Ελένης, της κυρά Γερασιμίνας, του Γιάννη. Και εκεί δεν δένουν εύκολα οι βαρκούλες, μόνον τραντάζονται πάνω στα βράχια, πότε παίρνουν πρίμα τον καιρό και άλλοτε κομματιάζονται ή βγαίνουν στ’ανοιχτά, δίχως να’χει έρθει ακόμη η ώρα να δώσει η ζωή την τελειωτική της κρίση. Ρευστός και ταπεινός ο κόσμος που ιστορεί ο Καρκαβίτσας, με μια τάξη   τόσο διαυγή και φυσική ώστε να είναι απολύτως κατανοητή, έτοιμη την ίδια στιγμή να αναποδογυρίσει και αυτή. Μια ανέχεια ευγενική τριγύρω, μια γλυκύτητα παντού στα πρωινά, πάνω στη φλόγα του καντηλιού, στην αυλίτσα με τα δωμάτια συγυρισμένα με το τίποτε. Και έπειτα οι μορφές, βγαλμένες από το τέμπλο της συνήθειας, να μεταμορφώνονται σε ήρωες μυθιστορηματικούς με μια πρωτόγνωρη αφέλεια, σαν τάχα ποτέ να μην φαντάστηκαν όλοι τους πως έμελε να διαμορφώσουν την ετυμολογία της ζωής στο υπέροχο αφήγημα του Ανδρέα Καρκαβίτσα. Με τ’αντίδωρο της φυσικότητας μπορεί μόνο να ερμηνευθεί εκείνη η αμεσότητα στις συστάσεις του επίδοξου γαμπρού που “τις καθημερινές εδούλευε μεροκάματο και τις γιορτές”, – άκουσε –  “εχόρευε με τη λατέρνα εις την πλατεία της συνοικίας.” Με τέτοια εφόδια καρφώνει κανείς την αληθινή ζωή στο στερέωμα μιας ιστορίας.

Απόστολος Θηβαίος