
[… ίσως να στρίψει από την Πανεπιστημίου,
δοξαστικό,
με μια μεγαφωνική εγκατάσταση
να παίζει τη φωνή της Μπέλλου…]
Αργό τέμπο
*όλα ήταν ο Μπιλ Έβανς. Ή καλύτερα το πιάνο του και ο κόσμος γυμνός, με μια ποταμίσια δροσιά στους λαγόνες. Για μια στιγμή το πιάνο έκλαψε, έπειτα έγινε πλατύτερο, μας πήραν μακριά τα νερά. Ένας ωκεανός ανοιγόταν μες στο πιάνο
Το μεσημέρι όλα φορούν την υπομονή τους. Οι άνθρωποι, τα δέντρα, τα σπίτια. Ειδικά αυτά τα τελευταία μοιάζουν πιο δυστυχισμένα από όλα. Δεν ρίχνουν ποτέ τα κεραμίδια τους, στέκουν στην ίδια θέση και κάνουν υπομονή, ω σπίτια αιειθαλή.
Γκρεμίζονται, κλειδώνονται, αναπαλαιώνονται. Κάποτε στην Κούβα ένας ποιητής αναρωτήθηκε αν τάχα επρόκειτο ποτέ να τελειώσουν όλες αυτές οι ανακαινίσεις. Κανείς δεν του απάντησε και πέθανε στο Μανχάταν.
Καμιά φορά στέκω και τους μιλώ. Εκείνα δεν μου απαντούν, κάτι άλλο βλέπουν, μια άλλη ορατότητα, λέει. Ψέμματα, αλήθεια, ποιος είμαι εγώ για να σας πω. Κανένα δεν απαντά, μόνο κάποιο τρίξιμο, ένας ραϊσμένος σοβάς, μερικές πέτρες στο πλατύσκαλο. Και όση μελαγχολία μπορεί να φανταστεί ανθρώπου νους στερεωμένη στο τίποτε.
Άλλοτε πάλι λέω πως είναι εμπρός μου μια θάλασσα από σπίτια. Και εκείνα ανασηκώνονται όπως στον κόλπο της Νάπολης, σπίτια μετέωρα και τσακισμένα ρολόγια στο στερέωμα. Κανείς δεν με πιστεύει πως όλα είναι μια θάλασσα, για αυτό και εγώ σε κανέναν δεν μιλώ, “στη χαίτη των άστρων” πιασμένος.
Ο Αύγουστος είναι ο άνδρας του Έντουαρντ Χόπερ, την Κυριακή, κομματιασμένος από το φως. Στέκει παντού και τρώει τα πεθαμένα φρούτα, δίχως να λογαριάζει τον καιρό. Ο Αύγουστος κάνει υπομονή μαζί με τα σπίτια.
Η βροχή σε αυτά τα μέρη
[…με ήχο βροχής ανεπαίσθητο…]
Είναι ώρα κύριε. Οι φρουροί στάθηκαν έξω από το κελί, ελευθέρωσαν την βαριά, σιδερένια πόρτα, λίγο φως μπήκε ως το μέσον του χώρου. Τρόμαξε, μάζεψε τα πόδια του, έπειτα κοίταξε το πορτραίτο προσεκτικά. Το κοιτούσε για τελευταία φορά και έπρεπε να’ναι βέβαιος πως δεν θα’χει κάποιο λάθος χτυπητό. Περισσότερο ήθελε να την αγγίξει, δεν ήταν σίγουρος για τίποτε πια.
Ο πρώτος φρουρός του ζήτησε να βγει. Και έπειτα, οι τρεις τους, περνώντας τον διάδρομο, έκαναν λίγη φασαρία και έπειτα τίποτε. Ο Πι. Λα. , διάσημος ζωγράφος είχε αποδειχτεί ένοχος. Ένοχος για τον φόνο εκείνης της γυναίκας, σtην λεωφόρο Φροσό. Είχε ομολογήσει, δίχως να το θέλω, τη σκότωσα, τη σκότωσα, ούρλιαζε μες στον αστυνομικό σταθμό. Όμως τα πράγματα υπήρξαν διαφορετικά. Η ιστορία κράτησε αμείωτο το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης και έφθασε μάλιστα να γίνει και νούμερο, τι νούμερο, ατραξιόν σωστή, για τα θεατράκια των λαϊκών διαμερισμάτων.
Ο επιθεωρητής Μαρς τον πήρε με το καλό. Κάθισε, του μίλησε, έπρεπε να καταλάβουν, να είναι σίγουροι πως είχε διαπράξει το έγκλημα. Το φόνο κάποιας γυναίκας, ίσως στην λεωφόρο Φροσό, ίσως και αλλού, όλα κρίνονται από στιγμή σε στιγμή.
Όταν ζωγράφισα εκείνο το πορτραίτο, είπε και η φωνή του δεν έβγαινε δυνατότερη από ψίθυρος. Είχα στο νου μου, πως θα μπορούσα να κατορθώσω το τέλειο. Όμως μια νύχτα, Θεέ μου, για όλα φταίει η αμφιβολία μου. Δίχως να ανάψω το λαδοφάναρο, κοίταξα το κορίτσι του πορτραίτου και το βρήκα εξαιρετικά ανολοκλήρωτο. Επέμεινα, έβαλα τα δυνατά μου να κάνω τις διορθώσεις, μα εκείνο φαινόταν άπιαστο. Σιγά σιγά απέκτησα αμφιβολία για την ίδια τη μορφή, η μνήμη μου ίσως να με γελούσε. Το κορίτσι ήθελε να δει τη ζωγραφιά. Την άρπαξα και κρύφτηκα σε κάτι κακόφημα στέκια που ‘χω για να προστατεύομαι σε περιπτώσεις αχρείων πιστωτών και ανθρώπων που θέλουν εκδίκηση με αφορμή ένα ερωτικό παραστράτημα, τίποτε δηλαδή το σπουδαίο. Το κορίτσι που μ’αγαπούσε ταράχτηκε με την απουσία μου. Αρρώστησε βαριά, ενώ εγώ δούλευα πάνω στο πορτραίτο νυχθημερόν, κάνοντας ότι μπορώ για να την προλάβω ζωντανή. Όμως η αμφιβολία, ω Θεέ μου για όλα φταίει εκείνη, μες στ’όνειρό μου, κυκλωτική , γιομάτη απόκρημνους φωτισμούς, η αμφιβολία. Λίγες μέρες μετά έφτασε το φοβερό νέο. Το κορίτσι κατέληξε, συνεπεία πυρετού και ταραχής. Ο αγώνας της κράτησε μια ολόκληρη νύχτα, ίσαμε το χάραμα ξεγλίστρησε με ότι απέμενε από την ψυχή μου. Κοίταξα το πορτραίτο, θέλησα να το καταστρέψω και θα το έκανα αν δεν έχανα τις αισθήσεις μου. Αργότερα, σαν βρήκα στοιχειωδώς την αυτοκυριαρχία μου, έτρεξε γρήγορα ως εδώ. Το πήρα μαζί μου και παραδέχτηκα το σφάλμα μου. Την σκότωσα.Καταλαβαίνετε; Είμαι εγώ που ευθύνομαι για τη ζωή της, δεν θα χανόταν αν εγώ είχα προβεί εγκαίρως στις διορθώσεις, αν τα κατάφερνα να βάλω στη θέση της την αμφιβολία. Την σκότωσα, σας λέω, την σκότωσα. Και δηλώνω ένοχος, χίλιες φορές ένοχος, κύριε.
Ο επιθεωρητής τον συμπάθησε πολύ. Τον κράτησε στο γραφείο του για καμιά ώρα και έπειτα έφυγαν μαζί συνοδεία περιπολικού. Πήγαν ως το δημοτικό κοιμητήρι. Έπρεπε να περιμένουν, κάποιος νεαρός κηδευόταν στο προαύλιο. Οι συγγενείς ήταν απαρηγόρητοι και ο νέος όμορφος πολύ σε μια παλιά φωτογραφία. Περπάτησαν μαζί με τον φύλακα, ο τελευταίος πρόθυμος, ποιος ζητά να τον συνοδεύσουν εδώ και γελούσε γέρικα, πάει να πει με έναν μπερδεμένο βήχα, γραπωμένο γύρω από το λαιμό του.
Στάθηκαν, ο νεαρός ζωγράφος λιγοψύχησε, οι αστυνομικοί τον συγκράτησαν, δεν αντιστάθηκε. Ο επιθεωρητής Μαρς τον έπιασε φιλικά από τον ώμο, ακούμπησε το χέρι του, δεν είπε τίποτε, μήτε που έβρισε όπως το συνήθιζε. Ο ζωγράφος κατάλαβε τι απέμενε, έσκυψε και άφησε το πορτραίτο. Ίσως να είχε κάτι να πει, μα τότε έπιασε μια βαριεστημένη βροχή. Ύστερα όλα δυνάμωσαν, ο καιρός αγρίεψε. Οι φρουροί έτρεξαν στα οχήματα κατ’εντολή του επιθεωρητή. Όμως αυτός δεν κουνήθηκε από τη θέση του όσο ο ζωγράφος αποχαιρετούσε εκείνο το κορίτσι. Όλες οι γραμμές στο πορτραίτο είχαν χαλάσει και λίγο λίγο απλωνόταν μια ανεπαίσθητη πατίνα μολυβιού επάνω στ’αλλοτε αδρά χαρακτηριστικά.
Μόνο σαν χόρτασε τη λύπη, ο νέος σηκώθηκε όρθιος. Κοίταξε τον επιθεωρητή και του’σφιξε το χέρι. Καθένας τράβηξε το δρόμο του εκείνο το πρωινό. Λίγο αργότερα η βροχή σταμάτησε, η βροχή σε αυτά τα μέρη σταμάτησε.
Το μαγαζάκι
[…με τη φωνή της Μπέλλου…]
Τα φώτα σβήσανε και τα τζιτζίκια ανάψανε, γράφει ο αδικοχαμένος Φεντερίκο.
Πήρε τον δρόμο ως κάτω στη στάση των λεωφορείων. Ψυχή δεν φάνηκε στο δρόμο, μόνο σκοτάδι και μια υγρασία πρωινή. Αίμα είχε χάμω ο δρόμος στο φόντο, σκέτος καθρέφτης. Στάθηκε όξω από το κλειστό το μαγαζάκι. Η καρδιά του σφίχτηκε.
Πόσα χρόνια παραμένει κλειστό, γιατί έκλεισε στ’αλήθεια, γιατί κλείνουν τα μαγαζάκια σαν και αυτό; Πώς του ‘ρθε εκείνου του ιδιοκτήτη να βγει από το μαγαζάκι, να κλειδώσει αυτήν την πόρτα για πάντα. Δεν γύρισε το πρόσωπο ούτε μια φορά; Κλείδωσε και ας τον κομμάτιαζε, χώρεσε εκεί μέσα κάτι δικά του πράγματα και έκανε να φύγει. Αυτό ήταν, λοιπόν, πάει το μαγαζάκι. Στέκει εδώ πέρα κλειστό, χειμώνες, καλοκαίρια, μόνο μπροσούρες, πωλήσεις, πρόνοια, ρίαλ εστέιτ σε γκρίκλις έκδοση, ατέλειωτα κοπάδια τα ειδοποιητήρια να σαρώνουν το πεζοδρόμιο, τριγύρω από την πόρτα του. Μια μέρα θα το καταπιούν το μαγαζάκι αυτές οι επιστολές. Και ο θάνατός του θα’ναι τότε βέβαιος. Ή πάλι θα αδράξει το στίχο και θα πετάξει μαζί με ολόκληρη την πόλη, με τα σφαγεία της και με τους οίκους της ενοχής της και με τους ναούς, με τα συμβούλια.
Οι μοντέρνοι, αυτοί βάλτοι αποτελούν μια ασθένεια που κατατρώει την πόλη. Η ενδοχώρα θεωρείται κιόλας χαμένη υπόθεση.
Δεν θα ‘ρθεί ποτέ το λεωφορείο. Κάπου αποκοιμήθηκε ή το βρήκε καθυστερημένα η εποχή των παγετώνων. Κάθε πράγμα έχει το θάνατό του, αυτό είναι ένα δικαίωμα. Κουφάρι θ’απέμεινε, κάπου εκεί, στην ανηφοριά. Θα το ‘βρει ο αρχαιολόγος του μέλλοντός μας. Αδιάφορα θα το καταγράψει και αυτό η ιστορία, δεν της ξεφεύγουν κάτι τέτοια.
Πίσω από τη σκηνή, οι φροντιστές αναλύουν, ετοιμάζουν κιόλας το καινούριο τέρας, πάντα έτσι θα ‘ταν, δεν μας κατηγορώ.
Ελπίζω πως ίσως έρθει κάποιο μεγάλο πλοίο, ίσως να στρίψει από την Πανεπιστημίου, δοξαστικό, με μια μεγαφωνική εγκατάσταση να παίζει τη φωνή της Μπέλλου στη διαπασών. Άμα πιάσει το μινόρε η καρδιά μας, τότε τίποτε δεν μας σώζει. Σε εκείνο το σημείο λένε πως οι άνθρωποι αρχίζουν να πονούν και να ελπίζουν.
Θα δεις, θα φανεί, είπε μονάχος του μόνο για να ακούσει φωνή ανθρώπινη.
Σκέφτηκε πως αν μείνει και άλλο θα τον μυρίσουνε τα πλάσματα της νύχτας, οι τσακισμένοι εραστές θα ‘ρθούν από κάθε σελίδα με φουστανέλα τους τις αιωνιότητες και με δίχως πρόσωπα, όπως μας τους χάρισε ο Εγγονόπουλος.
Έκλεισε τα μάτια και γέλασε μονάχος του. Από κάτω περνούσε ο ηλεκτρικός, ταραχώδης, τ’ανεύρυσμα της νύχτας που εκρήγνυται. Παντού η φωνή της Μπέλλου και οι ορχήστρες που καίγονται.
Είδε τον δρόμο , θυμήθηκε τον αδικοχαμένο Φεντερίκο. Ερχόταν συντροφιά του, ποιος ξέρει από τι δρόμο. Η πόλη σκαρφάλωνε, ω, καμπυλότητα και αναστεναγμέ του Αυγούστου. Παντού η φωνή της Μπέλλου.
la niña
[…Ζέστη λευκή, φρούτο πεθαμένο…]
Λόρκα
Βιθνάρ, 3η Χιλιετία.
Κορίτσι ποίημα με νυφικό φουστάνι,
να ξεγελάει την αιωνιότητα.
Αν προτιμάτε, άγγελος πάνω σε λευκά πατίνια,
εξόχως μοντέρνος και επίκαιρος πολύ.
Τέτοια ειδώλια θα μονοπωλήσουν το ενδιαφέρον μας,
δίχως καμιά απολύτως υποψία
πως πρόκειται για παράφορα,
ερωτευμένα,
σχεδόν πέτρινα από τον καημό τους,
κορίτσια.
Αν κάνουμε ησυχία, ίσως κάποτε τ’ ακούσουμε χαμογελαστά,
σαν να σπάει το κρύσταλλο η φωνή τους,
να λένε πως μας συγχωρούν, χίλιες φορές μας συγχωρούν.
Στο μεταξύ, όλα θα βασίζονται, λέει,
σε μια φωτογραφία της Νέας Ορλεάνης,
μεσημέρι ή απόγευμα,
αφού το φως πέφτει σαν μαχαιριά τριγύρω στα πράγματα.
Ο ήλιος θα κοιτάζει με χίλια μάτια το πορτρέτο.
Τίποτε λιγότερο.
Σκηνή πριν το νερό.
Αντίο κοριτσάκι
[…για πιάνο και μπαντονεόν…]
Εκείνος ο δρόμος ήταν ο χρόνος. Αμερικανική μαντόνα, με τούλι τριγύρω από το φουστάνι της, αυριανή νυφούλα, χαρούμενη, λουσμένη στα νιάτα, με το στεφάνι στα μαλλιά της, με την αγάπη στα μάτια.
Θυμάσαι; Είναι τότε, πριν το χιόνι, πού να θυμάσαι. Θεέ μου πώς να της το πω, τι να της πω.
“Άκουσε, ίσαμε να βγεις ως απάνω, όλα θα τα’χεις χάσει στο ποντάρισμα και η νύχτα θα ανάβει τα φώτα. Μην φοβηθείς.
Ακόμη και όταν όλα θα ‘χουν γίνει αβέβαια. Κουρέλια οι σημαίες, μηδενικές οι ορατότητες σου, μην φοβηθείς τότε”.
Αυτά είναι ότι θα μπορούσα να ψελλίσω αν είχα καρδιά, αν είχα καρδιά.
Για αυτό σοφό από πάντα, παιδάκι μου, τράβα εσύ προς την αθωότητα, πίσω μην κοιτάξεις. Και να θυμάσαι, αν δεν συλλογίζεσαι το χρόνο, αυτός πια δεν υπάρχει, δεν υπάρχει. Αντίο, κοριτσάκι.
Α.Θ