Σημείωμα για την πρώτη, ποιητική συλλογή
“Πλάνης στην Πλάνη της”
της Κατερίνας Γκιουλέκα
από τις εκδόσεις Θίνες
με ένα παράδοξο
“Μηχανικό Μολύβι”*
να πρωταγωνιστεί
και τις λέξεις αμμοθίνες
σχήματα να αλλάζουν
στο συντελεσμένο
Είχε αυτή τη συνήθεια, δίχως να μπορεί να ξεχωρίσει ποια ήταν η αφορμή που συντηρούσε αυτήν την κατάσταση. Στις αρχές εκάστου μηνός περιτριγύριζε τα καταστήματα πέριξ του Πολυτεχνείου. Αναζητούσε λέει τα πιο ξεχωριστά μηχανικά μολύβια. Δεν του καιγόταν καρφί αν το νούμερο ήταν το ένα ή το άλλο, για εκείνον η απόλαυση περιοριζόταν στον ήχο του , στην ρευστότητα του γραφίτη. Όλες αυτές τις λεπτομέρειες τις γνώριζαν όλοι οι πωλητές στο αγαπημένο του κατάστημα. Και σαν το επισκεπτόταν, όποιος και αν ήταν στο πόστο εκείνη την ώρα, φρόντιζε με επιμέλεια ξεχωριστή το διαστροφικό σχεδόν ενδιαφέρον.
Η συνήθεια εξακολούθησε για χρόνια. Μα ήταν και μια φορά που βρέθηκε γελασμένος, ολότελα παρασυρμένος από τη δύναμη ενός σπάνιου μηχανικού μολυβιού. Ο πωλητής του το είχε προτείνει και ήταν μια μοναδική αίσθηση ο τρόπος που ελισσόταν η “μύτη” σε κάθε απαλό πάτημα της κεφαλής του, πέραν πάσης αμφιβολίας. Υπήρξε ένα αληθινό έργο τέχνης, από εκείνα που μια φορά μονάχα κατορθώνουν να φανούν στον κόσμο. Ένα υπόδειγμα μηχανικής και λεπτότητας στην κατασκευή, έτσι που το αντικείμενο να ξεπερνά τον ταπεινό και πεπερασμένο του σκοπό.
Το έβαλε στην τσάντα του και επέστρεψε, χαρούμενος για το καινούριο του απόκτημα. Το τοποθέτησε μες στην κασετίνα με τα πιο ξεχωριστά υπάρχοντά του, ανυποψίαστος για ότι επρόκειτο να συμβεί. Όλα έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της νύχτας, οπότε και συμβαίνουν τα πιο παράδοξα και τα πλέον αναπόδεικτα από τα φαινόμενα αυτού του κόσμου.
Πάει να πει, πως ο άνθρωπος εκείνος εισερχόταν άθελά του μες στην ποίηση. Και για όλα αυτά ευθυνόταν το μηχανικό μολύβι, το τελευταίο απόκτημα που προξενούσε μια ελαφριά μετατόπιση από το κέντρο του κόσμου, θαρρείς και αναποδογύριζε η συνολική αίσθηση του ή απλά κινούσε τις τροχαλίες των άστρων, της φαντασίας. Μες στη νύχτα άκουσε το συρτάρι να ανοίγει. Αργά το μηχανικό μολύβι πήρε ζωή και ευθύς επιδόθηκε να γράφει τη μια ιστορία πάνω στην άλλη. Μάταια προσπάθησε να το σταματήσει, αφού κάθε φορά που το τοποθετούσε μες στην κασετίνα, εκείνο σαν έντομο ελισσόταν από τις χαραμάδες του συρταριού, οσμιζόταν την επιφάνεια του γραφείο και σαν τον διψασμένο που γυρεύει την πηγή, αναζητούσε το χαρτί. Τότε πια, με έναν φρενήρη ρυθμό επιδιδόταν σε ένα ξέσπασμα συγγραφικό, διασώζοντας εντυπώσεις που σε άλλη περίπτωση θα είχαν χαθεί. Μνήμες, ιδιοτροπίες, σπάνια άνθη , ονόματα κοριτσιών που ‘χουν με το στίχο και την καρδιά, απομνημονευθεί κατά τη διάρκεια της τελετής που θέλει το ποίημα για να φτιαχτεί, ποτέ ίδιο, με μετέωρες ρίζες , υποκείμενο πάντα σε ένστικτα και ρυθμούς.
“…διαλέγω να σου πω λοιπόν
για εκείνο το όνειρο στη θάλασσα
τους σιαμαίους
καλαμένιους ραβδοσκόπους
πως σε σχηματισμό βαδίζανε
σπρωγμένοι μόνο από τον άνεμο
ωχροί καμαρωτοί καταραμένοι…”
(Βροχερό Μεσημέρι)
Αποφάσισε να του παραχωρήσει την ελευθερία του αφού όλες οι προσπάθειες να το σταματήσει υπήρξαν μάταιες. Και έτσι κουλουριασμένος στην άκρη του γραφείου, καθισμένος μες στην καρδιά του ανεξήγητου, παρακολουθούσε το μηχανικό μολύβι. Κάθε τόσο έσκυβε διστακτικά, συναντούσε ένα γυαλί, ίδιο με παρελθόν, έρωτες και μακρόταλα, γκροφρέ φουστάνια της πιο γενναίας φαντασίας και των λέξεων που αλλάζουν ελαφριά θέση για να στρέψουν ελαφριά τον κόσμο, αρχινώντας τις μηχανές του μαγικού θαυμαστού, ικανού να υπάρξει μες στην ποίηση, σαν αλήθεια σπαραγμένη. Το ‘πε ο Παπαγιώργης, – αυτό το σημείωμα δεν προβαίνει σε καμιά απολύτως πρωτοτυπία, μόνον παραδίδεται και εκείνο “Πλάνης μες στην πλάνη της”, παίζοντας με τις λέξεις, αφήνοντας να λειανθούν πάνω στο συναίσθημα, στην πιο λεπτή των αιχμή.
Έφερε στο νου του τον Ρέιμοντ Κάρβερ, άγνωστο για ποιο λόγο. “Κοίταξε μέσα από παράθυρα που πια δεν του ανήκαν”, έπειτα θυμήθηκε “σύννεφα μαζεμένα” πάνω από την ξύλινη επιφάνεια του γραφείου, το φεγγάρι καθρεφτιζόταν, δεν σας λέω ψέμματα. Τότε “έσκυψε πιο κοντά στο γυαλί”, όπως ο ποιητής, “κρύος αέρας πέρασε” μέσα από τη στιχουργική, παντού συναντούσε την λέξη αγάπη, γραμμένη με όλους τους τρόπους, σαν χαραγμένη επίμονα, όπως στο ξύλο. Ήταν και άλλες κρυμμένες, όπως φαντασία, τ’ανεπίληπτο του στοχασμού, η πρωτοτυπία, τ’ακένωτο, πιασμένα όλα από την αλυσίδα να λιβανίζουν, λέει τα εγκόσμια. Το μηχανικό μολύβι είχε παραδοθεί στη γιορτή της αγάπης, σε ένα κρεσέντο μνήμης, συγκρατώντας ένα ολόκληρο σύμπαν πάνω από το νερό που σβήνει ονόματα. Και προτού όλα αυτά χαθούν, κρατούσε σημειώσεις της καρδιάς, προχωρούσε με τη μαρτυρία της, ολισθαίνοντας στο κλασικό, εκείνο δηλαδή που νιώθουμε σαν την πιο οικεία οδύνη.
Θα ήθελε αν το μπορούσε να ερμηνεύσει αυτή τη φρενίτιδα – σας μιλώ για το μολύβι, το τελευταίο απόκτημά του – μα έπειτα σκέφτηκε πως το ένστικτο και η ποίηση δεν εξηγούνται, μόνο προσεγγίζονται πλαγίως, με έναν δισταγμό και μια ελευθερία. Δισταγμό καθώς αδυνατεί κανείς να ξεχωρίσει τη θέση του δημιουργού μα και ελευθερία, καθώς πλαταίνουν οι ορίζοντες. Αργότερα, συλλογίστηκε πως ίσως το μηχανικό μολύβι να χαράζει όψεις της αλήθειας, μα εκείνη ακριβώς τη στιγμή ακούστηκε από τους φωταγωγούς όλων ανεξαιρέτως των πόλεων το ηχηρό γέλιο του Νίκου Καρούζου, ακόμη ενός ιερομόναχου της νεοελληνικής ποίησης, να λέει με στεντόρεια φωνή , η αλήθεια δεν στεγάζεται. Τότε εκείνο που κατορθώνεται δεν είναι άλλο από το να συλλαμβάνεται το δευτερόλεπτο των χιλιετηρίδων, όπως είπε και πάλι ο Καρούζος από τα υπόγεια των πόλεων, κάτι που το μηχανικό μολύβι αγνοούσε πως μπορεί τόπους τόπους να κατορθώσει, έτσι δίχως φραγμό προελαύνοντας πάνω στο λευκό του χαρτιού, σαν τροχιοδεικτικό της πιο εφήμερης στιγμής.
“…τις νύχτες θα γλιστρώ
με τα ψηλά τακούνια
στα στιλπνά αργεντίνικα
πατώματα
στεντόρεια πάλι
ξεσηκώνοντας
τα μαύρα χελιδόνια…”
(Συμφωνίες σιωπής)
Σαν παλιρροϊκά κυμάτια, ήρθαν στο νου του αποσβολωμένου εκείνου ανθρώπου φράσεις, όπως η αρπαγή της υπόστασης, η πληθωρικότητα των στίχων, η φωταγώγηση της μνήμης. Μα έτσι σκόρπιες θα χρειάζονταν έναν αληθινό τεχνίτη για να τις συνταιριάξει, κάποιον που θα “μεγάλωσε άτσαλα” και τώρα “δεν χωρούσε”. Πλησίασε με επιφυλακτικότητα το γραφείο. Το μολύβι είχε σαρώσει τα πάντα, η μεταλλική του προέκταση είχε ελαφρώς στραβώσει και φαινόταν σαν προσαραγμένο υπερωκεάνιο, μην φανταστείτε πως θα ‘θελα να προκαλέσω τίποτε συνειρμούς με αφορμή “τα μαλλιά του λεωφορείου” ή τις “Νίκες” που τις θέλω μακιγιαρισμένες με ελαφρύ μακιγιάζ να τραβούν για μοντέρνους “προμαχώνες”.
Διάβασε τρία ονόματα. Έμιλι, Βιρτζίνια, Σεσίλ, αγγλιστί. Ευθύς κατάλαβε την βαθύτερη αφορμή του ξέφρενου μηχανικού μολυβιού, μα τώρα ο νους τους στροβιλιζόταν μες στους ασφοδέλους και τις μοναξιές. Ή πάλι αναστύλωνε μια προσωπική ιστορία, φτιάχνοντας όπως ποτέ ξανά, τη ζωή που δεν φτιάχνεται, ξεσφαλίζοντας την πόρτα του μικρού εκείνου δωματίου με τις αράχνες και την αιωνιότητα στις γωνιές δεμένη με το άχρονο.
Δεν μπορούσε παρά να αποκοιμηθεί. Το πρωί, αποκομμένος από το θαύμα έριξε μια ματιά στο γραφείο. Η δυσπιστία του ήταν αληθινή και δεν θα μπορούσε να κάνει διαφορετικά αφού μετά από τα ποιήματα ο κόσμος τρέμει, μοιάζει ξεκρέμαστος γυρεύοντας από εμάς μια απάντηση. Τότε είδε πως το μολύβι είχε κατορθώσει να ολοκληρώσει ένα βιβλίο, μια ποίηση ολόκληρη σαν τον θάνατο. Δεν ήταν άλλο από ένα κουτί μουσικό ή μια κούκλα μπάμπουσκα με καλά ταιριασμένους κόσμους, μεσημεριανές περιπέτειες, περιστροφές, περιφορές φρενιασμένες. Και σημειώσεις, κλειδιά λέει να ανοίγουν τις κλειστές πόρτες. Σαν να φύσηξε και λίγη άμμος σηκώθηκε από τις Θίνες, τις εκδόσεις που είχαν φροντίσει για την επιμέλειά του, άγνωστο πώς, μες στην νύχτα των ανθρώπων. Το κράτησε με τρόμο, καθώς πίστεψε πως θα μπορούσε να γίνει σκιά και τίποτε μες στα χέρια του, μα εκείνο άντεξε. Το μηχανικό μολύβι παρατημένο πάνω στο ξύλο έστεκε με δίχως την παλιά του δόξα. Αμήχανο πια, νευρικό και αθώο σαν εμάς τους ίδιους.
“…Παλιά μ’αγάπησα πολλά φουστάνια
κείνα το τσάρλεστον μακρόταλο γκοφρέ
το γκρίζο κλος γεμάτο άσπρες να πεταρίζουν πεταλούδες
τ’ άλλο, το αιθέριο, όπως σκιζόταν σε αγοριών λαβές…”
(Αόρατη Κλωστή)
Το βιβλίο υπέγραφε το όνομα Κατερίνα Γκιουλέκα. Έκανε στην άκρη την κουρτίνα, δίχως να παίρνει καμιά απόσταση από την τέχνη της συγκίνησης η εκπληκτική εκείνη σκηνογραφία. Στον απέναντι τοίχο διάβασε τη λέξη Πουπερμίνα. Προσπάθησε να κάνει τη σύνδεση και όλα ευθύς ερμηνεύθηκαν από το μικρό σημείωμα στον μέσα κόσμο του βιβλίου. Αργότερα τ’απόγευμα, βρήκε την απάντησή στο αίνιγμα των τριών κοριτσιών, καθώς από τον αφρό του σιντριβανιού στο κέντρο της έρημης πόλης, “εκείνη λευκή ξεπρόβαλε και μίλησε, Κορίτσια, μην φοβάστε!” Και γίνηκε η ποίηση του ακατόρθωτου. Μόλις έπεσε η πρώτη λέξη ο κόσμος χάθηκε και ένας άλλος γεννιόταν αφήνοντας εδώ και εκεί ήχους μελλοντικών παρακειμένων,αφού η μνήμη δεν είναι άλλο από ένα παρατεταμένο παρελθόν.
*Η Κατερίνα Γκιουλέκα είναι συντάκτρια και εικαστική επιμελήτρια του ιστολογίου “Μηχανικό Μολύβι”, παραχωρώντας έτσι την αφορμή για τις επικίνδυνες αυθαιρεσίες του παρόντος σημειώματος. Όσο για τα εμβόλιμα θα πρέπει κανείς να ανατρέξει στη συλλογή των εκδόσεων Θίνες, παραχωρώντας στη φαντασία το δικαίωμα που της στέρησε ετούτη η εποχή, αποκύημα μιας ξοφλημένης φαντασίας.