Θερινές Γεωγραφίες

© Robert Frank

[…Σαν αγκαλιά και σαν κληματαριά, ο δεκαπεντασύλλαβος απλώνει…]

“Γράμματα στον Μακρυγιάννη και άλλα λαϊκά”
(Ηλίας Ανδριόπουλος, Μάνος Ελευθερίου)

 

Στο δρόμο για την Πέρδικα
Αίγινα

Ήταν τ’ απόγευμα ωραίο, με μια ιδέα συννεφιάς κατά την μεριά της Αθήνας. Οι επισκέπτες τριγύριζαν εδώ και εκεί, ξεγλιστρούσαν ανάμεσα στους κίονες, γύρω στις πέτρες πηγαίνανε τις αρχαίες. Κάποιοι ήσαν ερωτευμένοι και χάνονταν ο ένας μες στην αγκαλιά του άλλου, καθώς νύχτωνε πέρα στην αρχαία πολιτεία. 

Τότε ήταν που σηκώθηκε ένας άνεμος ξαφνικός. Μας βρήκε όλους απροετοίμαστους, σάρωσε κάτι τραπεζάκια που ‘χαν απομείνει με τα φλιτζάνια του μεσημεριού φύση νεκρή, ανασήκωσε τα φουστάνια των κοριτσιών. Κάποιας χόρεψε σαν σημαία τη δαντέλα  και μια άλλη, από φόβο και διαβάζοντας ίσως την ευκαιρία, έπεσε στην αγκαλιά του καβαλιέρου της. Ήταν μια μικρή Αφροδίτη στα προπύλαια, θαρρείς του ναού της. 

Αργότερα ειδωθήκαμε όλοι στο λεωφορείο που τραβά για την Πέρδικα. Αγριότερος που φαινόταν ο έρωτας καθώς περνούσε η ώρα. Ένα λεωφορείο γεμάτο νιάτα τραβούσε για το περίφημο χωριό. Μόνο όταν πρόβαλε φωτισμένος ο οικισμός από το δρόμο, μόνο τότε και για μια στιγμή μονάχα – μη φανταστείτε – τους τάραξε όλους ανεξαιρέτως η θέα τ’αναμμένου δειλινού. Και είπαν κάποιοι τότε πως είναι από έρωτα καμωμένο το νησί της Αίγινας. Έτσι ακριβώς όπως το λέει ο μύθος, έτσι ακριβώς. Αργότερα τα μάτια βρεθήκανε από την αρχή και φώτισε ο έρωτας ολόκληρο το νησί.

Τήνος

Ο κύρ Αντρέας τον περίμενε στο λιμάνι. Κρατούσε ένα χαρτόνι με το όνομά του. Γρήγορα που τον ξεχώρισε ανάμεσα στο πλήθος. Τον πλησίασε, χαιρετήθηκαν, κοιτάξανε με απορία τις μοναχές που μιλούσαν τη γαλλική και σχημάτιζαν ήδη μια διάταξη στρατιωτικού τύπου για να προχωρήσουν ως το ναό. Του εξήγησε τα καθέκαστα, πληρώθηκε και έφυγε βιαστικός με κάποιο άλλο αυτοκίνητο που ‘ταν παρκαρισμένο πιο πέρα στο χώρο του λιμανιού.

Σουρούπωνε σαν έφτανε. Το κατάλαβε από τα φώτα που ανάψανε με ντροπή κάτω στον Πύργο. Εκεί πήγαινε, το ‘χε στον εαυτό του υποσχεθεί πως μια μέρα θα έφτανε ως εδώ. Για να τιμήσει το μεγάλο τεχνίτη, εκείνον που ποτέ δεν θα τον φτάσει κανείς. Εδώ εγεννήθη ο Γιαννούλης Χαλεπάς, διάβασε σε μια επιγραφή στην είσοδο του χωριού. Τριγύρω παντού περιστερώνες και κλιμακωτά χωράφια. Από τη μια οι θάλασσες και από την άλλη πέτρα  δουλεμένη ποιος ξέρει από τις ανθρώπους φωτισμένους και λαϊκούς, σαν τους βυζαντινούς αγίους στη μορφή και με την αξία στα χέρια και το νου. 

Το χωριουδάκι είχε φορέσει τα καλά του. Σε δυο βδομάδες γιορτάζει η Παναγιά και είναι θαρρείς πως όλα συμμετέχουν στους εορτασμούς. Χαρούμενες οι μέρες, σαν Πασχαλιά περνούν και τα πλοία πάνε και έρχονται. Πήγε ως τη μικρή πλατεία και κάθισε να ξεκουραστεί. Πίσω του παστρικιά, ολόλευκη η σχολή Καλών Τεχνών. Μέσα οι σπουδαστές εργάζονταν πάνω σε ένα σορό θέματα, μύθους και αρχαιότητες που είναι γνωστόν πως ερεθίζουν τη φαντασία των καλλιτεχνών. 

Ένας γέροντας απλός και λιπόσαρκος καθόταν στ’απέναντι τραπεζάκι. Πλάι του μια τριανταφυλλιά, φυτεμένη μες στην πέτρα του δρόμου. Ήταν όλο θαύματα φορτωμένη και έμεινε να σκέφτεται πόσα χέρια ματώσανε μια φορά και έναν καιρό. Τέτοιος άξιος τεχνίτης ήταν ο Γιαννούλης, που θα μπορούσε, λέει, φτιάξει με την πέτρα τ’άνθους το πνεύμα και την ουσία, της έκφρασης την κόψη να αποκαλύψει, εκεί απάνω που λειαίνεται του μεγάλου καλλιτέχνη το μέγα αίσθημα”. 

Χρόνια μετά παραμένει δύσπιστος αν τούτες τις λέξεις τις άκουσε από το γέροντα ή μην τις έφερε ο νους του, συνταιριασμένες από αναγνώσματα που με δυσκολία πια θυμάται. Μα καθώς περνούν τα χρόνια περισσότερο τις νιώθει, βαθιά και ανόθευτα να σημαδεύουν την κρίση του. 

Δεν ξαναπήγε στην Τήνο από τότε. Και αν ποτέ τραβήξει κατά εκεί, θα ‘ναι για να προσκυνήσει την μεγάλη και πικρή μορφή του Χαλεπά.

Λαγκάδια

Είχε να έρθει είκοσι χρόνια. Μα τίποτε δεν άλλαξε. Αν είχε ταλέντο ποιητικό, κάτι θα ‘βρισκε να πει. Μα αυτός δεν μιλά, μόνο κάνει τα βήματα που απομένουν ως το σπίτι και πίσω του σέρνει μια ολόκληρη ζωή. 

Εμπρός λοιπόν, τράβα, του ‘πε η φωνή εντός του. Και αν λησμονήσεις, να ξέρεις το σπίτι είναι με τα παράθυρα τα σφαλισμένα και με τα γύψινα. Με τις κρυψώνες του, με τ’άνθος που προβάλλει μέσα από την πέτρα. Έχει η ζωή καμιά φορά θράσος περίσσιο μα ποιος τα βάζει μαζί της, ποιος θα ‘ναι σε θέση κάποτε τις ετυμηγορίες της να γνωρίσει. Θα το γνωρίσεις από τα σημάδια. 

Ξέφτισαν οι σοβάδες, πέρα η μικρή κοιλάδα πνιγμένη, τ’άγαλμα της συγχώρεσης με το μαρμάρινο στεφάνι, τα σκαλοπάτια που βγάζουν στ’απάνω χωριό. Πιο πέρα πιάνουν δουλειά οι μικρότεροι οικισμοί με τα ονόματα των βασιλιάδων και των ποταμών.

Ποτέ του δεν μπήκε. Στάθηκε ακριβώς απέναντι. Όσοι τον ξέρανε τίποτε δεν του’παν, ακόμη δεν είχε φτάσει, χρέη είχε ανοιχτά ακόμη. Μόνο το βράδυ έκανε το βήμα και άνοιξε την πόρτα , έφεραν τα φύλλα ένα γύρο, η πόρτα έτριξε, παλιά μωσαϊκά, γιορτές παλιές, σαν το μετά του πανηγυριού.

Έφυγε με το πρωινό λεωφορείο, τα κλειδιά τ’άφησε απάνω στην πόρτα. Και όσοι τον ξέρανε, είπανε ποτέ του δεν θα γυρίσει. 

Σαμοθράκη

Στάθηκε στην πλώρη του καραβιού. Νύχτα θαυμάσια και τ’άστρα, τι θέαμα Θεέ μου, τι μυστήριο μεγάλο! Είχε όλο το χρόνο να την περιεργαστεί, να διαβάσει τις γραμμές της, να παρατηρήσει τις λεπτομέρειες στο χρώμα των μαλλιών, στου σώματος τη στάση. Πάλευε να ‘βρει πράγματα δικά τους, ξεχωριστά, να σώσει τη στιγμή πάλευε. 

Και τότε μια φωνή ακούστηκε, Νίκη, Νίκη. Και ευθύς το κορίτσι πήρε τη μορφή του ομώνυμου αγάλματος. Και όλα τα μυστήρια ξυπνήσανε στον τόπο που γέννησε βασιλιάδες. 

Αν κοιτάξεις φαίνεται πια το νησί, φτάσαμε Νίκη. 

Και εκείνος μονάχα μες στον κόσμο μπορούσε να δει άγγελο δόξης που κατέρχεται για να διαβεί μέσα από τις ζωές μας. Εκείνο που ‘ταν να μας πει το πήραν οι αιώνες και οι θάλασσες, ποτέ δεν θα το μάθουμε. Και αν ακροπατεί και αν για μια στιγμή στέκει και εμπρός τραβά, η Νίκη της Σαμοθράκης τίποτε δεν λέει. Κρατεί ακέραια τη στάση της και προχωρεί μες στα χρόνια. Γρήγορα που περνούν τα χρόνια Νίκη, μα τίποτε δεν κάνουν στις πτυχώσεις του φορέματος σου. Για ποιον να κρατούσες το στεφάνι, θα απομείνει κλειδωμένο μυστικό.

Τώρα απείχαν μερικά μίλια μόνο. Φάνηκε η Χώρα του νησιού, τα φώτα, οι μουσικές ακούστηκαν αχνά, όπως πάει και ο άνεμος. Η Νίκη έφυγε με την παρέα της, ίσως μια ματιά φευγαλέα και αυτό ήταν όλο. Μα η άλλη, κοίταξε στην πλώρη για να δει, ήταν εκεί, αμετακίνητη στη θέση της. Και ότι από τ’άγαλμα έλειπε το συμπλήρωνε ο ουρανός και το γενικότερο τοπίο. Η σκηνή παραληρούσε, πότε ξεμάκραινε και έπειτα πάλι επέστρεφε πιο ζωντανή.

Ηράκλειο Κρήτης
Κρητικιά Δέσποινα

[…επάνω της διδάχτηκαν τον έρωτα τόσοι και τόσοι. Για να ‘ρθει ευλαβικά το χέρι το εφηβικό να δουλέψει τον βώλο, να φτιάξει το χρώμα, τη μορφή της να επιδιώξει, την άπιαστη…]

Κάθισε στην πλατεία των Λιονταριών. Και ευθύς φαντάστηκε, έτσι όπως κυλούσαν οι κρήνες του Μοροζίνι, πως τα χρόνια ξετυλίγονται σαν όνειρα. Για να βρεθεί στον Χάνδακα που έρχεται να κατακτήσει με τα δώδεκα αρχοντόπουλα ο Νικηφόρος Φωκάς. Για να ζήσει και εκείνος τα δύσκολα χρόνια, τους διαδοχικούς κατακτητές που έπεσαν απάνω στο κάστρο. 

Είναι απόγιομα και στη ρούγα σεργιανίζουν τα κορίτσια των καλών οικογενειών. Τις συνοδεύει ο αρραβωνιάρης ή ο αδελφός, αν τάχα και το κορίτσι δεν έχει ακόμη ζητηθεί. Είναι απόγιομα μα ευθύς όλα τα άστρα λάμπουν και οι κρήνες σωπαίνουν, οι κρήνες που όλα τα ξεπλύνανε, τα αίματα και τις φωτιές και τόσα άλλα. 

Είναι όταν εκείνη περνά τυλιγμένη σε ερμίνα, κορίτσι βυζαντινό με τα θερμότατα τα μάτια. Είναι η ώρα που διαβαίνει εκείνη μέσα από τις μοντέρνας μας ζωές, το κορίτσι που ποτέ δεν θα ξαναφτιάξει ανθρώπου χέρι, επειδή λέει μια φορά και πάει την έπλασε μες στο νου του ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, δεινός μικρογράφος των πιο τρυφερών σκηνών και αχνάρι του Τολέδο τώρα και για πάντα μες στους αιώνες.

Την κοιτάζει που περνά, την κυκλώνουν σκοτάδια και μυστικά. Μα τίποτε δεν μπορούν να κάνουν στα δυο της μάτια που κοιτάζουν γελώντας για μια στιγμή και έπειτα χάνονται, θαρρείς μες στην παλιά κορνίζα, για πάντα μακριά από την αδεξιότητα και την απρέπεια του έρωτα. 

Τώρα εχάθη και όλα επιστρέψανε στο τώρα. Και φάνηκε σαν πρώτα ο ήχος των κρηνών που θρηνούν τόσους αιώνες τώρα. Και ευθύς ανακάλεσε εκείνο που ‘χε κάποτε διαβάσει, για δέσποινες, λέει που τριγυρνάνε σε θαλασσινούς εξώστες. Ένα τέτοιο κορίτσι ήσαν και εκείνο, μια Κρητικιά δέσποινα, πρόσωπο του 16ου αιώνος που απομνημονεύει εντός μας τη μορφή της, θερμή. Ο έρωτας αυτοπροσώπως είναι, που πρέπει πλαγίως να προσεγγίζεται. 

Έπειτα ήρθε η παρέα και απομακρύνθηκαν, μα ποτέ του δεν ξέχασε τη μορφή, της, αληθινή για φανταστική, όμως παντοτινή σαν την ψυχή της Κρήτης. Έβρεξε τα χέρια του στις κρήνες και ευθύς διαφώνησε με τον Κόλντινγκ. Όχι, ο Αύγουστος δεν είναι καιρός για θάνατο. Τον έρωτα υπερασπίζεται ετούτος ο μήνας, που διαβαίνει από τόσα και τόσα μέρη, με μια ξεφτισμένη σημαία του τίποτε που πέρασε και πάει.

Λέσβος

[…το κορίτσι του Καπιτωλίου της Ρώμης, δεν θα άντεχε ούτε λεπτό, δίχως νύχτες έναστρες και το σ’αγαπώ στα χείλη που κόβεται. “Σαν άνεμος που τίναξε”. Στην κιθάρα ο Σπύρος Βλασσόπουλος}

Καμιά φορά συλλογίζομαι αν τάχα το λαϊκό είναι τ’αθώο, εκείνο που απομνημονεύουμε μέσα μας, σε ακένωτες στέρνες, με ονόματα χαραγμένα. Και αν η απάντηση είναι το μεγάλο ναι, τότε καταλαβαίνω τις κατατάξεις και βρίσκω δικαιωμένο μες στους αιώνες, εκείνον τον τσακισμένο αριστοκράτη της φαντασίας. Τον Θεόφιλο που έπλασε μες σε δυο διαστάσεις όλο το έπος του ελληνισμού, δίχως ποτέ του να σωπάσει, δίχως να παραλείψει το θαύμα που μες στο χαρισματικό στοχασμό, μπλέκει τις δεσιές του με τις μορφές, με το αύριο και το χθες της κοινής μας ψυχής. 

Έπειτα τον φέρνω στο νου, ραγισμένο πια, δίχως κουράγιο να σέρνει τα βήματα του μες στο καλύβι κάπου στη Μυτιλήνη τ’ονείρου του απατηλού. Δεν έχει πια κουράγιο να φτιάξει τα χρώματά του, το χέρι του τρέμει και θέλει όλο τον κόπο του κόσμου για να χαράξει με το χρώμα πορεία. Μοιάζει  του λόγου του πια με τους Λυρικούς του, τους όλο μελαγχολία σκυμμένους πάνω στη λύρα τους. Μα έρχονται από άλλες γενιές άνθρωποι ποιητές να δώσουν την απάντηση, καταιγιστικοί με τη χάρη των νησιών και με το σχήμα του βότσαλου.  

Σήμερα η πόλη της Μυτιλήνης τιμά και αναδεικνύει το έργο του μεγάλου Έλληνα ζωγράφου, του φλογερού παραμυθά που με το χρωστήρα μπόρεσε όλους τους αιώνες να τους φτιάξει.  Αστράφτει πάνω στο πέλαγο, με τις μορφές και με τις σημασίες της, μια πολιτεία του Αιγαίου, χαμένοι Πελασγοί μες στις νύχτες τ’Αυγούστου. Από κοντά όλη η μεγάλη παράδοση και ο Ελύτης, όχι στερνός μα σταυροδρόμι της ανταπόδοσης. 

Ίσως πια η ζωγραφική του περίφημου λαϊκού ζωγράφου  να βαπτίστηκε μες στο  γενικότερο φολκλόρ που είναι και ο πιο βέβαιος θάνατος της παραδόσεως. Ίσως τα μοντέρνα θεάματα να μας κρατούν πια μακριά από μια αναμμένη φαντασία, έναν φάρο θαρρείς να φυλάει τα βράχια από τα νυσταγμένα τα πλοία που τραβούν και πάνε. 

Μια δυο τολύπες καπνού στο στερέωμα και η Λέσβος με τη Σαπφώ της και με τις άλλες Καρυάτιδες  σ’αποχαιρετά και πάει. Ότι θέλεις δικό της να βρεις δέστο που δεσπόζει μες στο μαγικό θαυμαστό του Θεόφιλου, στην πλάση ολόκληρη των ποιητών και της έκφρασής της.

Ωδή στον Αριστομένη
Μεσσήνη

Εκεί, ανάμεσα στον βόμβο της μέλισσας , εμπρός στο σύννεφο που σέρνεται και πάει, κάτω από τη ρυτίδα που σημαδεύει το πρόσωπό μου όλο και βαθύτερα καλοκαίρι το καλοκαίρι, πολύ ατένισα την Μεσσήνη με το Ασκληπιείο της και με το τείχος της τ’αρκαδικό. Και εκεί, μες στις ώρες που αργά περνούν, είδα εμπρός μου τον άμοιρο τον Αριστομένη. Αυτός λέει άντεξε έντεκα χρόνια την πολιορκία των Σπαρτιατών και έχασε μόνο σαν τον πρόδωσε ο Αριστοκράτης, βασιλιάς των Αρκάδων που αναπάντεχα αποσύρθηκε από τη μάχη. 

Τον έφερνα στο νου μου να παλεύει πίσω από τα τείχη του κάστρου, να καρτεράει την ειρήνη. Μόνο διωγμό εγνώρισε αυτός ο σπουδαίος βασιλιάς. Μα εχάθη όπως όλα μες στην ακένωτη τη στέρνα της ιστορίας. Χάθηκε, λέει, όπως τ’απόηχο της αστραπής και κρατήθηκε μονάχα στα χείλη και την καρδιά των απογόνων Μεσσηνίων, σαν εδραίωσαν καινούρια την πολιτεία χρόνια μετά. 

Γεια σου Αριστομένη, είπα μες στο νου μου και ευθύς τ’άλογα πέρα στην πεδιάδα σάλεψαν τα τεράστια τα ματόκλαδα. Γεια σου Αριστομένη επανέλαβα καθώς αποχαιρετούσα τη Μεσσήνη και χτυπούσε η φωνή μου, αφήνοντας ήχους μαρμάρινους.

Επιβατηγό Μπουμπουλίνα
Σπέτσες

“Η γιαγιά μας η Μπουμπουλίνα παιδάκια μου”, έπιασε την κουβέντα ο γέρος  κάτω από την κληματαριά που τσάκισε το βράχο και βρήκε ζωή, “έπεσε στο όνομα της αγάπης. Βλέπετε, μοιραίο στάθηκε κάποιο ζήτημα τιμής. Βάλανε στο μάτι οι οχτροί το στερνοπούλι της και έτσι σβήστηκε η ζωή της γιαγιάς Λασκαρίνας”. 

Ακολούθησε μια παύση μικρή, σηκώθηκε ένας άνεμος και σφύριξε μέσα από τα καλντερίμια, ρίγησε το φουστάνι κάποιου κοριτσιού, δέθηκαν δυνατότερα τα χέρια μου με τα δικά σου. Και ο γέροντας συνέχισε.

“Τις νύχτες κάποιοι μπορούν να την δουν, μια Σπετσοπούλα που ονειρεύεται δίχως να υποψιάζεται τη θέση που της επιφυλάσσει η ιστορία. Μεγαλώνει με μια ιδέα μεγαλύτερη, πλατύτερη από το μπόι της  και ορμά στον αγώνα. Θυσιάζει τα πάντα, δαπανά την περιουσία της, γράφουν τα βιβλία. Μα δεν είναι δαπάνη για εκείνη, μόνο το χρέος για να μπορείς να ορίζεις δικιά σου την ατίθαση κληματαριά, αυτά τα ολόλευκα βότσαλα που σχηματίζουν σήμερα και πάντα, την ιερή λέξη Αιγαίο. Τα άλλα τα παίρνει μαζί του το πέλαγο. 

“Την φέρνω στο νου μου σήμερα”, είπε ο γέροντας, “να πλέει κόντρα σε κάθε καιρό, να μαζεύει εκείνους που δεν χωρούν πουθενά, να μην ημερεύει ούτε στιγμή, με δυο αιώνες στο σελάχι της, με μια ελπίδα στο ζωνάρι της. 

Να, εδώ που στέκεστε εσείς, είπε σε μια κοπέλα, βγαλμένη μέσα από τις σελίδες της πιο παράφορης ομορφιάς, έμεινε χθες όλη νύχτα. Και αγνάντευε το λιμάνι με τα πλοία που φεύγουν και έρχονται. Καμιά φορά, λέω , μην την θυμάται κανείς από αυτούς που ανηφορίζουν χαρούμενοι μες στην καλοκαιρινή βραδιά, τη γιομάτη θαύματα, την ίδια που υμνήσανε ποιητές και οδοιπόροι.

Να εδώ στάθηκε μα όσο και να το θες, δεν μπορείς πια μήτε με τη φαντασία σου να την φτιάξεις”. 

Έπειτα η παρέα έφυγε. Ο γέρος ανηφόρισε τα σκαλοπάτια, μήτε μια στιγμή δεν κοίταξε πίσω του. Θα’χε δακρύσει, αυτό είναι, θα’χε δακρύσει.

Ντίνος Χριστιανόπουλος

“Εναντίον” του καιρού

[…στα ηχεία, “Έρωτας”, σονέτο…]

Ένα δωματιάκι. Το γραφείο, η βιβλιοθήκη, το στρωμένο το κρεβάτι. Κλειστό το παράθυρο και πίσω το θάμπος. Και εκεί εμπρός, σαν να μην εκοιμήθη ποτέ, ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος. Ω, τι αιωνιότητες διαβαίνουν πίσω από τα μάτια του, πόσα “εναντίον” στις αγοραίες συναλλαγές, στη φτήνια της ζωής, τον σημαδεύουν.

Τον κοιτάζω, να παίρνει τη διαγώνιο που βγάζει ως τ’άστρα. Και ακούω τα ποιήματά του. Περισσότερο από όλα μοιάζω να αγαπώ τις “Τύψεις” του. Και εκείνον μες στην κάμαρή του, το δωμάτιο κάπου στην πόλη. Ένα μέρος που δεν χωρεί το ψέμα. Αυτά είναι που αγαπώ.

Δεν ξεριζώνονται οι νύχτες από μέσα μας, τραγουδούν οι στίχοι. Μήτε που κρατάει τον πρώτο λόγο η πιστή υπακοή στους κανόνες. Το προσωπικό στοιχείο, η ανθρώπινη εμπειρία, διαμορφώνουν τη γλαφυρή ανθρωπιά του Ντίνου Χριστιανόπουλου. 

Α.Θ