Απόστολος Θηβαίος | Το καρτέρι

© Ernö Vadas

θέατρο

[…το φεγγαρίσιο πρόσωπό της το λαμπρύνουν
δυο μαύρα μάτια κάτω από το φακιόλι…]


(Ν. Εγγονόπουλος,
“A Revoir:Theophilos”)

 

(Μικρή, δασώδης έκταση πλάι στη λίμνη. Φύσης πυκνή και έξαλλη, δέντρα και άνθη και πουρνάρια φουντωτά, απ’όλα διαθέτει το τοπίο. Ήχοι πουλιών, φτεροκοπήματα, αγριόπαπιες και κοπάδια τσίχλες που κάθε τόσο σκορπίζουν και ύστερα επιστρέφουν, παίζοντας το παιχνίδι του φόβου, ακριβώς όπως τους το δίδαξαν οι άνθρωποι. Ο στρατηγός Μολένσκι ντυμένος την καλή του τη στολή, στέκει πρηνηδόν εις αυτοσχέδιο όρυγμα. Διαθέτει το τσιμπούκι του και οι καπνοί που τον καταμαρτυρούν, μοιάζουν σαν τάχα κάποιο ηφαίστειο να κοχλάζει μες στη γης. Η στολή του είναι φθαρμένη, μα ο στρατηγός δεν νοιάζεται. Έχει στο πρόσωπό του μια αγωνία, κάθε τόσο οπλίζει την καραμπίνα του, λαμβάνει προφυλάξεις και την ίδια στιγμή διψάει για αίμα. Η αλήθεια είναι πως μοιάζει να τα ‘χει χαμένα, με ένα βλέμμα απλανές, όπως οι μολυβένιοι γέροι πάνω στο σκληρό χαρτί. Ίσως να φταίει εκείνο το φλασκί που ‘χει αδειάσει πια. Τα μάτια του γυαλίζουν μες στο μούχρωμα. Ο στρατηγός είναι ηλικιωμένος και κάθε τόσο χτυπάει δυνατά το ξύλινο πόδι του, αποδίδοντας έναν ηρωικό και πένθιμο ρυθμό στη σκηνή. Φορεί το καλό του το καπέλο και έτσι αν κανείς κοιτάξει από μακριά θα νομίσει πως κάποιο σπάνιο πλάσμα έχει βρει απάγκιο ετούτη την πρώιμη άνοιξη. Ο στρατηγός γρυλίζει, ένας ξαφνικός άνεμος διώχνει τα πουλιά. Μα η θέση του δεν προδίδεται.

Ένας νεαρός  επί σκηνής σηκώνεται από τη θέση του, οι άλλοι ακούνε. Αυτός θα υποδυθεί τον στρατηγό Μολένσκι. Τον τρομερό αυτόν αρχιστράτηγο που σκόρπισε με το σπαθί του λαούς ολόκληρους. Οι άλλοι χειροκροτούν, κάποιος αποστρέφει το βλέμμα του. Από την άλλη μεριά, οι φροντιστές ετοιμάζουν την Ιστορία, φορώντας πέδιλα στα αρχαία πόδια της, φτενή χλαμύδα και μυρτιές.)

Στρατηγός Μολένσκι: (μπρούμυτα, επιθεωρώντας την περιοχή που εκτείνεται ως τη λίμνη, με τις αγριόπαπιες) Το πολύ δέκα μέτρα. Τι σόι στρατηγός θα ήμουν αν δεν μπορούσα απ’εδώ να ρίξω μια επιδέξια βολή; Θα ήμουν ένα τίποτε. Το ζήτημα είναι το τέρας να φανεί. Τότε, είναι βέβαιον όπως με βλέπετε και σας βλέπω, πως η φάρσα με το θηρίο θα πάρει τέλος. Με κούρασαν οι φήμες, όλοι συζητούν για αυτό. Μα δεν κάνουν τίποτε, δεν πράττουν το παραμικρό. Εξαιτίας τούτων και με αφορμή την γενική περιφρόνηση εμπρός στο ζήτημα, έλαβα το θάρρος να φονεύσω εγώ το τέρας. Να δείτε που θα λένε, μετά από χρόνια, “τιμή και δόξα στον στρατηγό Μολένσκι,τιμή και δόξα”. Και οι στρατιώτες θα εκτελούν τα παρά πόδα και όσοι πολέμησαν θα μιλούν για μένα, θα λένε για “τη φλόγα στα μάτια, και τον επιούσιο του μέλλοντος”, αυτού του μεγάλου μυστηρίου. Δεν πρόκειται να το βάλω κάτω, θα σταθώ εδώ ως το τέλος του κόσμου. Θα τηρήσω τη θέση μου και θα διατηρήσω το καρτέρι ώσπου να βάλω ένα τέλος. Χρυσά θα ‘ναι τα γράμματα του ονόματός μου, ένα σιρίτι θα ακολουθεί τα περιγράμματα μες στους αιώνες, ίσαμε να συμπληρώσει το όνομα “Μολένσκι”. Δεν είμαι καθόλου δειλός, αν ήμουν δεν θα ´παιρνα ετούτο το πόστο. Είμαι ο στρατηγός με τ’όνομα, της μεγάλης οικογενείας των Μολένσκι, αν έχετε ακουστά (κάπως δυναμώνει τη φωνή του, έπειτα πιο χαμηλόφωνα), τον πατέρα μου τον έλεγαν Σεργκέι ή Αλεξάντερ ή Λιόσα και υπήρξε άνθρωπος του υποκόσμου. Μα καθώς λένε από τ’αγκάθι βγαίνει το ρόδι και έτσι από μικρός άφησα πίσω μου τη σκοτεινή ιστορία του πατέρα και δίχως να βρίσκω εμπόδια στο δρόμο μου, πέρασα όλες τις τάξεις και όλες τις δοκιμασίες της στρατιωτικής εκπαίδευσης. Έπειτα ανακηρύχθηκα μέγας σφαγέας και τα γαλόνια δίνανε και παίρνανε. Να τα καλέσματα και οι καλές στολές και ο θαυμασμός όλων. Μα πάνε αυτά, ανήκουν εις το παρελθόν τώρα πια. Εγώ έναν σκοπό έχω. Να πατάξω με μια σφαίρα το πολυθρύλητο θηρίο που κυκλώνει κάθε τόσο τις ζωές μας. Δεν πρόκειται για κανένα λογοτεχνικό τέρας, σαν εκείνο  που ‘χει για σκοπό του τον έρωτα και ζει εφήμερα. Σας μιλώ για θηρίο αληθινό με σιδερένια δόντια και άγρια νύχτα, Για αυτό σας λέω, καλύτερα να γράψω ένα γράμμα στην λατρεμένη μου Μίσα, να της εξηγήσω. “Κοίταξε αγάπη μου, εγώ βρήκα που λένε το σκοπό της ζωής μου. Και ώσπου να κλείσω τα μάτια μου, θα σταθώ εδώ, μες στις λόχμες, βήμα δεν θα κάνω. Θα κρατήσω το καρτέρι μου ώσπου να φανεί. Και τότε με ένα και μόνο βόλι θα’ναι αρκετό. Διότι δεν έχει σημασία το κατά ριπάς, μα η χάρη του θανάτου που ξανοίγεται ηρωικότερη, ιδανικό υψηλό σαν να λέμε, όταν με μια μόνο πράξη επιφέρεις το ποθητόν αποτέλεσμα. 

(ένα κοπάδι πάπιες σαλεύει στο νερό. Μοιάζουν νευρικές ενώ τρεις οργιές πιο πέρα το νερό αρπάζει και γαληνεύει, μονότονα, επίμονα. Ο στρατηγός κοιτάζει πάνω ψηλά τα κοπάδια των πουλιών, έπειτα χαμηλά, τριγύρω. Τον έχει καταβάλλει η αγωνία. Ανασηκώνεται από τη θέση του και μιλά.)

Τούτη είναι η ώρα! Μάλιστα, τώρα ακριβώς! Λοιπόν, το μόνο που χρειάζεται είναι θάρρος στρατηγέ μου, (σφίγγει το όπλο του), μην δειλιάσεις τώρα Μολένσκι, που να σε πάρει, είσαι μπάσταρδος και έρχεται μια στιγμή που πρέπει να αλλάξεις τα πάντα γύρω σου ή απλούστατα να κάνεις κομμάτια τις κλεψύδρες που καραδοκούν. Εμπρός Μολένσκι, στάσου εκεί, τα σέβη μου λοχαγέ, συνταγματάρχη, ταξίαρχε, στρατηγέ Μολένσκι, που μα τον άγιο,  βρίσκεις, άγνωστο πού, το κουράγιο να σταθείς εδώ, οκτώ ολόκληρες δεκαετίες και μ’ένα ξύλινο ποδάρι, ξένη σκιά μου. 

(Τη στιγμή εκείνη κάτι σαλεύει στη λίμνη. Ο στρατηγός παίρνει θέση, οπλίζει, σημαδεύει και πυροβολεί με μια αίσθηση ικανοποίησης από την προσπάθειά του. Έπειτα πλησιάζει κοντά, να δει όσα κατόρθωσε. Ένα κορίτσι , όχι πάνω από είκοσι χρονών κείτεται νεκρό. Φορεί στεφάνι από μυρτιές και είναι μελαγχολικό, βγαλμένο από τις πιο σοβαρές αναπαραστάσεις του Θεόφιλου. Στέκει ακριβώς από πάνω, την περιεργάζεται με μια λύπη αλλόκοτη. Η ζήση είχε λερώσει το φουστάνι της, μια αιμάτινη κλωστή έδενε αναμεταξύ τους τα κεχριμπαρένια χείλη. Η νεαρή που υποδύεται την ιστορία παριστάνει ωραία και πειστικά τη νεκρή. Έπειτα εκείνος μιλά.)

Στρατηγός Μολένσκι: Ώστε, νόμισες πως θα μου ξεφύγεις; Ε, λοιπόν, μάθε το πως κάποτε κάποιοι άνθρωποι ζητούν πίσω το μερτικό τους. Κάτι χρόνια όλο αθωότητα, θυμάσαι; Τα πήρες δικά σου, τίποτε δεν ρώτησες.  Μα και βέβαια θυμάσαι, είσαι η δουλειά σου, κάπου ανάμεσα στο συντελεσμένο και το ανέφικτο να κοιμάσαι. Τώρα πρέπει να τα βάνεις μαζί μου. Ρώτα να μάθεις ποιος είμαι, απ’εδώ ως την καρδιά ενός κοριτσιού στα 1905, ήμουν ο ξακουστός Μολένσκι , άγγελος βυζαντινός, ζωσμένος μνήμες. 

(Ο ηλικιωμένος φτύνει καταγής και αργότερα μονάχος του στον γυρισμό, ψιθυρίζει όλο χαρά και ικανοποίηση πως η ιστορία, πήρε τελικά ότι της αξίζει. Στην πραγματικότητα ο γέρος ποτέ δεν επέστρεψε. Κλονίστηκε ο κόσμος του και ράγισε. Αργότερα στο καπηλειό, όλοι τον ρωτούσανε για το καρτέρι και ένας ένας οι άνθρωποι που χάθηκαν περνούσαν το κατώφλι του κάτω κόσμου. Γύρω και πλάι στον Στρατηγό Μολένσκι, η πομπή λιγόστευε μες σε χρώματα πορτοκαλιά του δειλινού, βαμμένα με το μενεξέ. Δεν φόρεσε ποτέ ξανά τη μεγάλη του στολή. Οι φροντιστές εντυπωσίασαν το κοινό με την ευκολία που αλλάζανε όψη στον κόσμο του θεάτρου.)

Απόστολος Θηβαίος