Απόστολος Θηβαίος | Πνιγμένη Μπιάνκα

© Arnaud Claass

εργάκι
με θέμα του
κάποιο δράμα επαρχιακό
από όσα αφηγούνται
τα κραυγαλέα πρωτοσέλιδα
των καθημερινών φυλλάδων

[Σαλόνι παλιού επιβατηγού πλοίου, από εκείνα που παίρνουν το δρόμο για τα νησιά και όλο ταξιδεύουν σαν τις αιωνιότητες. Σκηνικό δεκαετίας του ‘ 80 με ξεφτισμένες ταπετσαρίες και ιστορίες από παλιές γοργόνες. Είμαι βέβαιος πως καταλάβατε για τι πράγμα σας μιλώ. Ένα κορίτσι με στραπατσαρισμένα ρούχα και χαλασμένο μακιγιάζ καπνίζει τρέμοντας σε ένα από τα τραπεζάκια. Την έχουν συλλάβει για το φόνο του ανδρός της. Ζούσε σε κάποιο από τα ορεινά χωριουδάκια του απομακρυσμένου νησιού. Κανείς δεν είπε μια καλή κουβέντα για εκείνη. Θελήσανε να την λιντσάρουν, από τύχη σώθηκε. Πίσω της όρθιοι δυο ναύτες τσαρουχικοί, θέλω να πω με ύφος βυζαντινό και τίποτε το λατινικό στην έκφραση, την πόζα. Ένας αστυνομικός στέκει σκεφτικός απέναντί της. Από τα ηχεία ακούγονται κάτι ρετρό τραγουδάκια, απολύτως ντεμοντέ. Ορχηστρικά με σαξόφωνο κυρίως που αφήνει και πιάνει τον ρυθμό όλο σκέρτσο. Μα κανείς δεν προσέχει, μόνον καθένας ταξιδεύει μονάχος του, άλλος ντυμένος την στολή του γκαρσονιού και άλλος τυλίγοντας τα σχοινιά πάνω στις δέστρες του πλωριαίου καταστρώματος. Το στραπατσαρισμένο κορίτσι και ο κύριος αστυνομικός τα λένε και είναι φανερό πως βρήκαν κάπου ανάμεσα στις ώρες του ταξιδιού την ευκαιρία να πουν μερικές αλήθειες.)

Κύριος Αστυνομικός: Βάζετε με το νου σας τι θα γινόταν αν είχαμε καθυστερήσει; Ξέρετε τι θα σας κάνανε; (αναστενάζει ανήσυχος) Για αυτούς είστε δολοφόνος, οι άνθρωποι αυτοί δεν συγχωρούν.

Κρατούμενη (Μπιάνκα ή Ρεμπέκα, ολομόναχη γύρω στα τριάντα, βουτηγμένη στις καταχρήσεις και με ευαίσθητα νεύρα) : Θα είχαν όλα τελειώσει. Αυτό θα είχε γίνει.

Κύριος Αστυνομικός: Αυτό θέλεις; Έτσι θαρρείς πως πατσίζεις;

Κρατούμενη: (κοιτάζει τον αστυνομικό με τρόπο) Υπάρχει περίπτωση να… πατσίσω κύριε;

Κύριος Αστυνομικός: Δεν ήθελα να ακουστεί έτσι.

Κρατούμενη: Όχι, όχι, μα φυσικά, τι το περάσατε! Εσείς θέλατε να ακουστεί όπως τελικά ακούστηκε και το λέτε μόνο και μόνο για να μην πείτε πως δεν λάβατε τη μέριμνα.

Κύριος Αστυνομικός: Ώστε έτσι;

Κρατούμενη: Όχι, όχι, ακόμη χειρότερα, με έναν τρόπο που δεν μπορώ να σας περιγράψω. Επειδή θέλατε να ακουστεί, αυτό είναι όλο. Το λέτε με έναν τρόπο που δεν μπορώ να σας περιγράψω. Όπως δεν μπορώ τον βουβό πόνο όταν πάσχεις από ρήξη σπλήνας ή κάτι σχετικό.

Κύριος Αστυνομικός: Είμαστε εδώ για να σας βοηθήσουμε, είναι κρίμα να το παίρνετε στα ελαφριά αυτό.

Κρατούμενη: Χρειάζεται να πω ευχαριστώ, κύριε; (παίρνει μια λάγνα έκφραση, μοιάζει επιθετική)

Κύριος Αστυνομικός: Όχι, δεν χρειάζεται.

Κρατούμενη: Μα εγώ πιστεύω πως χρειάζεται! Να πως ευχαριστώ είναι απαραίτητο, δεν τίθεται θέμα για αυτό. Ευχαριστώ για τις άγριες νύχτες, για τις πληγές, τους εξευτελισμούς, τις ταπεινώσεις εμπρός σε φίλους και αγνώστους, ευχαριστώ για τα χρόνια που μου πήρατε, μακάρι να ‘χα και άλλα να σας χαρίσω, μακάρι να είχα μπόλικα χρόνια να σας τα προσφέρω στο πιάτο, σαν κεφαλή επί πίνακι. Ευχαριστώ που δεν με ρωτήσατε ποτέ και ας ζούμε στη μικρή πολιτεία με τα στενοσόκακα που τίποτε δεν αφήνουν να κρυφτεί. Ευχαριστώ που με διώχνατε μια Κυριακή, μες στο αίμα, φοβισμένη. “Πηγαίνετε κυρία μου!”, είπατε και εγώ σας ευχαριστώ γιατί τότε, εκείνη ακριβώς τη στιγμή κατάλαβα πως είμαι από μόνη μου σε αυτόν τον κόσμο. Ευχαριστώ που μου δείξατε πως δεν υπάρχει άνθρωπος να μου σταθεί. Μόνο εσείς, δεν μπορώ να πω ψέμματα, εσείς μόνο μου φερθήκατε τίμια και αντρίκεια. Να είστε καλά κύριε αστυνόμε. Ευχαριστώ που με συλλάβατε, σας χρωστώ τη ζωή μου.

Κύριος Αστυνομικός: Θα έχεις χρόνο να τα συλλογιστείς όλα.

Κρατούμενη: (ειρωνικά, όχι με λαγνεία μα με υποτίμηση) Μόνο να, θα ήθελα να ξέρω κύριε όργανο που λένε, θα ήθελα να ξέρω δεν φοβάστε μήπως, αν πάρω το χρόνο που θέλω για να συλλογιστώ, δεν φοβάστε μήπως όλα τα θυμηθώ; Και αρρωστήσω για εκδίκηση, δεν φοβάστε; Αν κανείς έχει λίγο ελεύθερο χρόνο, μπορεί να θελήσει να κατορθώσει θαύματα. Να μου επιτρέπετε, μα είναι κρίμα να τα παίρνετε όλα ετούτα τα πράγματα αψήφιστα κύριε.

(Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, το πλοίο χτυπάει ένα δυνατό κύμα, τα φώτα σβήνουν, ακούγεται το τρίξιμο των ξύλων, κάποτε κάτι τσακίζει και είναι αδύνατο η κατάσταση να σωθεί. Τελευταία φορά που την είδε, ουρλιάζοντας “φυλαχτείτε κυρία!”, τελευταία φορά κάπνιζε δεσποτική και ακλόνητη στη θέση της. Και όλος ο κόσμος καταστρεφόταν, έτσι όπως η θάλασσα ξέρει όλα τα παίρνει. Οι τελευταίες της λέξεις παραμένουν πνιγμένες ή το λιγότερο συγκεχυμένες, σαν σήμα ανεπίδοτο ασυρμάτου σε κατάσταση ανάγκης έκτακτης. Οι σωστικές φωτοβολίδες φωτίζουν τη νύχτα μα τίποτε δεν σώζουν).

Απόστολο Θηβαίος