
Μακρινός χαιρετισμός στον
Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ
29/6/1900- 31/7/1944
[…Vivaldi Violin Concerto in E minor, στο μουσικό φόντο…]
Σήμερα, Κυριακή, είπε; Προχώρησε προς την πόρτα και έριξε μια ματιά από το μικρό φινιστρίνι που ‘χε σκαρφιστεί ο τεχνίτης, πριν από χρόνια, είναι η αλήθεια. Αυτό που είδε του ‘κοψε την ανάσα. Ένα αγόρι, όχι πάνω από δώδεκα χρονών, ντυμένο παράταιρα, σαν άνθρωπος από όλες τις εποχές του κόσμου μαζί, πάει να πει κλασικός, του χαμογέλασε. Φαίνεται πως ήξερε ότι κάποιος τον παρακολουθούσε. Έπειτα έδωσε μια και βυθίστηκε στο κενό.
Έκλεισε το φινιστρίνι, ξεκλείδωσε βιαστικά, έτρεξε στο κλιμακοστάσιο, το φύλλο του παραθύρου χτύπησε δυο φορές. Κοίταξε και δεν είδε τίποτε, μήτε τη σορό κάποιου ανθρώπου. Το αγόρι, δεν ήταν πουθενά. Έπειτα άκουσε σαν ψιλή φωνή τραγουδιού, κοίταξε στο διπλανό κτίσμα. Στην οροφή του χαμογελούσε τ’αγόρι με μια αθωότητα σπαρακτική. Έμοιαζε με πρίγκιπα, έναν μικρό πρίγκιπα.
Έπειτα του είπε, θα ‘ρθώ πάλι τη νύχτα. Και χάθηκε.
Σκέφτηκε πως αυτό ήταν, η μοναξιά του θα ‘παιρνε τέλος απόψε το βράδυ. Έριξε μια ματιά στον τηλεοπτικό δέκτη, διαδοχικές εκρήξεις και ένας γοητευτικός ουρανός γεμάτος τροχιοδεικτικά έφεγγε στο στερέωμα. Πώς θα πετούσε ο μικρός πρίγκιπας του σε έναν τέτοιο κόσμο; Η απειλή συνιστούσε πια μια ξεκάθαρη προοπτική.
Είπε να του γράψει κανά δυο λέξεις, να προσέχει, να μην θαρρεί πως μπορεί να ταξιδεύει τους ουρανούς της φαντασίας μας, έτσι απρόσεκτα και αθώα. Αυτά τα χρόνια περάσανε, τα μυθιστορήματα όλα ανεξαιρέτως, είπαν τα πιο φριχτά ψέμματα. Είπε να αρχίσει κάπως έτσι. Δεν ήταν βέβαιος μα η αλήθεια είναι πως όσο και αν έψαξε στις μηχανές της τεχνητής νοημοσύνης, δεν βρήκε πουθενά τον τρόπο για να μιλά κανείς σε ένα παιδί. Λυπήθηκε και έγραψε, περνώντας με αβεβαιότητα μια και δυο φορές τους χαραγμένους χαρακτήρες. Έπειτα βεβαιώθηκε.
Αγαπητέ μικρέ μου πρίγκιπα, δεν θα ‘πρεπε να πετάς τέτοιες μέρες. Όχι τόσο αψήφιστα. Και είναι να ξέρεις, μεγάλη και ασυγχώρητη σκανταλιά να ξυπνάς μονάχος σου μες στις νύχτες. Και άλλωστε, πρέπει καμιά φορά να βάζεις κάτω τη λογική σου. Εκεί ψηλά που βάλθηκες να ταξιδεύεις, μπορεί να συναντήσεις κανέναν τρομερό πύραυλο, υπερηχητικό που πάει να πει δεν θα του ξεφύγεις, όσο και αν προσπαθείς. Και θα’ναι κρίμα τότε, τόσο κρίμα, να χαθεί ο τελευταίος μικρός πρίγκιπας αυτού του κόσμου. Εμείς, ξέρεις σε κρατήσαμε ζωντανό, για να σε φυλάξουμε από κάθε πιθανό κίνδυνο σε κρύψαμε μες στα βιβλία. Και έπειτα βαθιά μέσα μας ώσπου σίγουροι να σταθούμε πως δεν θα σε βρει κανείς. Υποσχεθήκαμε πως θα σε θυμόμαστε πάντα όταν ο κίνδυνος πέφτει πάνω μας σαν την ψηλή σκιά του φονιά σε κάποια γωνιά του κόσμου. Ήρθε λοιπόν μια τέτοια ώρα που όλα μας τα πήρε η λογική. Να, δες, η φαντασία του κόσμου πέθανε μικρέ πρίγκιπα, σκοτώθηκε στο πεδίο της μάχης, ακρωτηριάστηκε λίγο λίγο στο Σομ, το Βερνταίν, την Χερσώνα. Τώρα προχωρούμε μες στο σκοτάδι και ευλαβικά κλείνουμε τα μάτια. Έχουμε από καιρό παραδεχτεί σιωπηρά πως είμαστε καταδικασμένοι να ζήσουμε την νέα εποχή. Κανείς δεν θα σε φυλάξει από το χαμό, μικρέ πρίγκιπα. Δεν είσαι πια προστατευμένος στα βιβλία, παντού οι έξυπνοι πύραυλοι στοχεύουν τις καλύτερες εκδοχές μας. Ποιος θα τ’αντέξει αν τάχα διαμελιστείς κάπου εκεί ψηλά, θύμα του πολέμου που διαθέτει πάντα το ίδιο, απαράλλαχτο πρόσωπο; Καλύτερα να κρυφτείς στο μοναχικό σου πλανήτη. Και να ξέρεις πως από τώρα και στο εξής, θα πρέπει να μεγαλώσεις και να σταθείς στα πόδια σου. Να βάλεις δίχως απορία όλη σου την αγάπη στο ολομόναχο λουλούδι. Αυτός μικρέ Πρίγκιπα είναι ένας σκοπός, ψηλότερος, τώρα που πέφτει το σκοτάδι, τώρα που είμαστε σκοτάδι.
Φοβήθηκε μην του’πε πολλά και έσκισε το γράμμα. Ότι διασώθηκε ανακυκλώνεται σε αυτήν την ιστορία που θέλησε να πει, μόνο ένα “ευχαριστώ” στον Αντουάν ντε Σαιντ Εξυπερύ που αφιέρωσε τη ζωή του σε έναν μικρό πρίγκιπα. Τώρα τ’αγόρι φαντάζει δική μας ευθύνη και δεν πρέπει αψήφιστα να αφήσουμε να χαθεί.
Το φεγγάρι του Λεοπάρντι
Τζιάκομο Λεοπάρντι
29/6/1798 – 14/6/1837
[…Κονσέρτο για βιολί σε Μι μινόρε. Βιβάλντι…]
Τριάντα εννιά χρονών περίπου ο Τζιάκομο Λεοπάρντι, πρόδρομος του Ουνγκαρέτι, περνά στην σφαίρα της αθανασίας. Η ζωή έτρεμε για χρόνια, η κακή του υγεία τον είχε καταδικάσει σε αργό θάνατο. Και οι έρωτες; Ω, μ’αυτοί σταθήκανε ανεκπλήρωτοι για το φτωχό και απελπισμένο Τζιάκομο. Μοναδική του παρηγοριά οι κλασικοί, το πέλαγο της Σαλαμίνας και τα τρομερά ποτάμια της σκέψης που εκβάλουν μες στην απέραντη, σαν θάλασσα καρδιά του.
Αποστράφηκε τις ακαδημαϊκές σπουδές που του επέβαλαν οι γονείς του, για αυτόν η Ρώμη είχε από καιρό πεθάνει περνώντας στον αιώνιο χειμώνα της. Όλα όσα γεννήθηκαν εκεί είχαν γίνει πια στάχτες και ένα θλιβερό βελούδο σκέπαζε την παλιά δόξα.
Η ιστορία της τέχνης είναι γραμμένη πάνω στις μεταμέλειες των μεγάλων πνευμάτων. Όσων δεν δείλιασαν και στάθηκαν στο ύψος του χρέους που αυτόκλητα γεννιέται εντός τους, αυθεντικά και παράφορα. Σαν ζωγραφιά η γραμμή των σχεδίων τους εφάπτεται σε εκείνη της ελπίδας, της πίκρας, του πάθους και της θέλησης, της ανθρωπιάς που αλλάζει τον κόσμο με μια πινελιά θάρρους και δόξας.
Την πρώτη λέξη στα ποιήματά του την είπε ο πικρός έρωτας. Έπειτα με τη δροσιά του στίχου, ωραίος σαν το αλησμόνητο πρωινό και με της σελήνης, θαρρείς το θολό, υδάτινο βλέμμα μες στην καρδιά του προχώρησε χρόνια μετά στο δρόμο που ‘χαν ανοίξει οι μεγάλοι τεχνίτες, θεμελιώνοντας φιλοσοφίες.
Στην Νάπολη άφησε την τελευταία του πνοή. Για να σταθεί σήμερα ένας από τους μεγάλους της ιταλικής ποίησης, ένα μέγεθος ατόφιο, ένα από εκείνα τα σκοτεινά δωμάτια που πλούτισε με το χρώμα του η αδίστακτα, δημιουργική και αιώνια εφηβεία του Ραφαήλ.
Μια ξένη καρδιά
διήγημα
Οι φίλοι του ήρθαν όλοι. Στάθηκαν στο διάδρομο του νοσοκομείου και τον ξεπροβόδισαν. Η προϊσταμένη του ορόφου τον φίλησε σταυρωτά και ευχήθηκε μάλιστα γελώντας, ποτέ να μην τον ξαναδεί εκεί μέσα. Το εξιτήριο του συνοδεύτηκε από όλη τη δυνατή συγκίνηση. Εκείνος δε, ήταν πεπεισμένος πως τα δυσκολότερα για τη ζωή του είχαν πια περάσει. Με μια ολοκαίνουρια καρδιά μπορούσε να ατενίσει με μια κάποια αισιοδοξία το μέλλον. Είχε βεβαίως εμπρός του δρόμο ανηφορικό, θεραπείες, εξετάσεις, επισκέψεις σε ειδικευμένους ιατρούς για την πρόληψη του κινδύνου που ανιχνεύει η στατιστική σε παρόμοιες περιπτώσεις. Ο ιατρός ήταν ξεκάθαρος μα κρατούσε την αισιοδοξία για το τέλος, κάνοντας όλη αυτή τη διαδικασία να μοιάζει με κάτι συνηθισμένο.
Στο σπίτι η κυρία Μπεά, Ρουμάνα στην καταγωγή και πιανίστρια στο επάγγελμα, τον υποδέχτηκε με όλη τη ζεστασιά του κόσμου. Στην αρχή είχε πιστέψει πως τώρα πια θα έπρεπε να γυρέψει δουλειά κάπου αλλού αφού τ’αφεντικό περνούσε κάθε μέρα όλο και περισσότερο στην άλλη πλευρά. Σφίχτηκαν οι δυο τους με την οικειότητα και τη θέρμη των ανθρώπων που μοιράζονται κάτι περισσότερο από μια απλή γνωριμία. Έπειτα άφησαν τις συγκινήσεις και η Μπεά τον οδήγησε στην κάμαρη. Όλα ήσαν φωτεινά και φρεσκοπλυμένα και η δροσιά τ’Απρίλη έμπαινε από τ’ανοιχτό παράθυρο. Το έκλεισε αμέσως με τον φόβο ενός κρυολογήματος που θα μπορούσε να αποβεί μοιραίο. Υποσχέθηκε πως θα παραμείνει στο πλευρό του και πως άμα τη ζητήσει να βάλει μια φωνή και εκείνη θα τρέξει. Έπειτα τον διαβεβαίωσε πως όλα θα πάνε καλά και αποσύρθηκε στην κάμαρη της.
Αποκοιμήθηκε αμέσως, δίχως καμιά απολύτως σκέψη. Μόνο προς το χάραμα, ένιωσε έναν βαθύ και στοχαστικό πόνο στην δανεική του καρδιά. Τρόμαξε μα αποφάσισε να μην φωνάξει την Μπεά. Ο ιατρός του είπε πως θα προκύπτουν παρόμοιες ενοχλήσεις. Αργότερα, όταν ο πόνος πέρασε σηκώθηκε και ατένισε πολύ τη νύχτα που έπεφτε σαν παράδοξο παραβάν πάνω σε όλα τα πράγματα. Μόνο κάπου μακριά μπορούσε κανείς να αναγνωρίσει κάτι από την καινούρια μέρα.
Ο πόνος ξανάρθε, πιο άγριος από πριν. Του έκοψε την ανάσα και τα πόδια του διπλώσανε, θα ‘πρεπε να φωνάξει την Μπεά μα δεν το μπορούσε. Λίγο μετά άκουσε εντός του κάτι σαν ραγισματιά και στο στήθος του ξύπνησε ένας ανεπαίσθητος φωτισμός. Όχι, όχι, δεν έπρεπε να τρομάξει, δεν χρειαζόταν η Μπεά, όλα τα συμπτώματα μπορούσαν κάλλιστα να χαρακτηριστούν ως μετεγχειρητικά. Εκτός από τη φωτεινή εκείνη δέσμη.
Τότε σαν να τσάκισε κάτι στον κόσμο σωριάστηκε χάμω. Ο πόνος είχε κατακλύσει το σώμα του. Μες στις οδύνες του άκουσε μια φωνή. Ψιθύριζε ένα όνομα, Άννα, Άννα και ερχόταν από τα πιο ανεξιχνίαστα βάθη. Η φωνή συνέχιζε, Άννα, Άννα, πήγαινε με εκεί, Άννα, Άννα και δίχως να χρονοτριβεί, ευρισκόμενος στην λεπτή εκείνη άκρια της ζωής, σύρθηκε ως την κάμαρη. Πήρε τα ρούχα του, τα φόρεσε και βγήκε μες στη νύχτα. Η Μπεά δεν άκουσε το παραμικρό. Μα θα ‘ταν αδύνατο να τον εμποδίσει, η φωνή τον τραβούσε εκεί έξω. Όλες οι αναλογίες της ζωής και η βαθύτερη λογική της, όλα καλύπτονταν από τον ψίθυρο εκείνης της φωνής. Άννα, Άννα.
Τώρα προχωρούσε βαστώντας τους τοίχους, περνώντας εμπρός από παρέες οδοκαθαριστών που καπνίζουν την παγωνιά και απορούν. Κάποιος τον ρωτά, φίλε, έι φίλε, είσαι καλά; Δεν αποκρίνεται, χάνει το βήμα του, μπερδεύεται, σωριάζεται κάτω, οι οδοκαθαριστές τρέχουν κοντά του, μα εκείνος αρνείται κάθε βοήθεια. Τους ρωτά για κάποιον δρόμο και όλοι μαζί οι άνδρες του δείχνουν ένα κακοφωτισμένο στενό απέναντι, πλάι στον εκλεκτικισμό της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Ξεχύθηκε στην λεωφόρο, η ραγισματιά ακουγόταν πια, η καρδιά ήξερε πως είχε πια ραγίσει, το φως γινόταν ολοένα και ζωηρότερο, το φως που άναβε στη θέση της καρδιάς του. Κινδύνεψε είναι η αλήθεια, μα ο κόσμος έμοιαζε αδειανός πια από κάθε σημασία. Χλομός και αποφασισμένος κατευθυνόταν προς το στενό και οι άνδρες τον κοιτούσαν, περιμένοντας πως από στιγμή σε στιγμή, θα πέσει νεκρός.
Μα αυτός ακούει πια ξεκάθαρα τη δανεική του καρδιά να φωνάζει το όνομά της. Άννα, Άννα, πήγαινε με κοντά της. Κατάλαβε με όσο κουράγιο και λογική του απέμενε πως είχαν κάνει λάθος. Πως η καρδιά που του τοποθετήσανε δεν είχε καταφέρει να ξεχάσει. Και τώρα πια που ξαναζούσε μες σε ένα άλλο σώμα, γύρευε να ξαναζήσει την παλιά πυρκαγιά. Οι καρδιές διαθέτουν δική τους μνήμη. Ίσως λοιπόν να την λέγανε Άννα, ναι, Άννα, όπως το όνομα της φωνής. Στο δρασκέλισμα του χρόνου που απαιτήθηκε ώσπου να χαθεί η φιγούρα του μες στο στενό, όλα σώπασαν. Οι οδοκαθαριστές έβαλαν μπρος τα βαριά μηχανήματα και με φώτα υγρά μες στη σιγανή βροχή, συνέχισαν τη δουλειά τους. Κανείς τους δεν τον θυμήθηκε μα όλοι τους σαν να συλλογίστηκαν εκείνη ακριβώς τη στιγμή, τις γυναίκες τους που αποκοιμούνται γαλήνια μες στην κάμαρη. Το πρωί θα σηκώσουν στους ώμους τους όλη την ευγένεια που χρειάζεται ο κόσμος, θα τον σαρώσουν από τα συντρίμμια της νύχτας, θα μεγαλώσουν τα παιδιά που όλο ρωτούν για τον κόσμο. Όλες τις πρώτες απαντήσεις τις γνωρίζουν οι γυναίκες τους που τους αγαπούν και στέκουν αφοσιωμένα πλάι τους, λογαριάζοντας πως πρέπει κανείς να πολεμάει με ότι έχει για να κρατηθεί στη ζωή.
Το επόμενο πρωί τον βρήκαν παγωμένο. Ήταν νεκρός, η Μπεά με ένα φαρδύ παλτό είχε έρθει για να τον αναγνωρίσει. Οι οδοκαθαριστές έστεκαν με σταυρωμένα χέρια και αφηγούνταν τα γεγονότα. Πάνω στο πρόσωπό του είχε πέσει χιόνι και τα μάτια του είχαν σκεπαστεί. Όλα θα τα πάρει ο χειμώνας, όσα είδε και όσα αγάπησε. Οι αρχές απόρησαν με τη βραδινή του βόλτα. Έκαναν χιλιάδες ερωτήσεις, μα δεν πήραν τις απαντήσεις που ζητούσαν. Μόνο μετά από μερικούς μήνες, όταν όλα κινδύνευαν να ξεχαστούν, η έκθεση του ιατροδικαστή που είχε αναλάβει να λύσει το μυστήριο του θανάτου, έγραφε καθαρά κάτι το εκπληκτικό.
“Η καρδιά του θύματος ευρέθη καταραγισμένη, σωστό συντρίμμι. Μονάχα το πάνω μέρος της παρέμενε δίχως ρωγμή μα θα μπορούσε κανείς να αναγνωρίσει πως ήταν θέμα χρόνου προτού η βαθιά ραγισματιά φθάσει μέχρι τις περιοχές εκείνες. Φαίνεται πως ο άνθρωπος που είχε δανείσει την καρδιά του στον άτυχο άνδρα, δεν κατάφερε ποτέ του να ξεχάσει. Φαίνεται πως είχε κάποτε αναμετρηθεί με έναν μεγάλο και ανεκπλήρωτο ίσως έρωτα, που τσάκισε την κατά τα άλλα ζεστή καρδιά και έκαμε εύθραυστη, σχεδόν γυάλινη τη φύση της. Την είχαν επεξεργαστεί τόσο λεπτά και ουσιαστικά τα γεγονότα της ζωής του δότη. Συνίσταται εις το μέλλον, οι καρδιές που μεταμοσχεύονται να περνούν από διαδοχικές φάσεις λήθης, έτσι που τα σημάδια να σβήνουν. Ο θάνατος οφείλεται σε παθολογικά αίτια, ενώ αποκλείεται κάθε πιθανότης η απώλεια της ζωής να οφείλεται εις απόπειρα δολοφονική”.
Μα για την Άννα, δεν είπε κανείς τίποτε. Για αυτήν, την πρώτη και την τελευταία λέξη της ραγισμένης καρδιάς, δεν είπε κανείς τίποτε.
Α.Θ