Ο πατέρας μου, συχνά μου έλεγε «Σου εύχομαι να μην ζήσεις πόλεμο, ποτέ.» Και μετά, πάντα, μου περιέγραφε τα «σύννεφα από μπαμπάκι» με τις «στρογγυλές λευκές οπές που τρέχαν δεξιά κι αριστερά.» Που ήταν ο νυχτερινός συννεφιασμένος ουρανός με τους αντιεροπορικούς προβολείς να τον σαρώνουν, όταν οι Ναζί βομβάρδιζαν τον Πειραιά.
Συνήθως, αν ήταν μεσημέρι και όχι βράδυ όταν μου επανάλαμβανε την ευχή περί πολέμου, μου αφηγόταν ιστορίες του εμφύλιου από την Καισαριανή.
Για κάποιο λόγο οι ιστορίες του εμφύλιου ήταν μεσημεριανές ενώ της Κατοχής ήταν νυχτερινές. Πιθανότατα επειδή ο εμφύλιος ήταν κάτι πολύ οικογενειακό, πράγμα λογικό’ ο παππούς μου είχε σοβαρά όπλα κάτω από τα κεραμίδια της σκεπής, που οι Εγγλέζοι που ήταν στον Υμηττό τα είχαν αντιληφθεί και τα είχαν βάλει στόχο, και όταν ο παππούς έστηνε το Μπρεν και σάρωνε με ριπές διάφορα σημεία σε συνεννόηση πάντα με τις Αχτίδες της Καισαριανής, (διαβάστε Ιστορία τα λέει καλύτερα από εμένα), οι όλμοι έπεφταν βροχή στο σπίτι, στην αυλή του, κι έξω στο δρόμο, και στο παρακείμενο ρέμα.
Κι όταν οι όλμοι έπεφταν βροχή, η γιαγιά μου φώναζε τον πατέρα μου ν’ ανέβει στην σκεπή να «μαζέψει» τον παππού μου «γιατί θα μας σκοτώσει όλους.»
Κι έτσι, συνήθως μετά τις πρωινές επιθέσεις, κι εφόσον ζούσε ακόμη, ο παππούς έπαιρνε μία γυάλινη νταμιτζάνα ή έναν σιδερένιο κουβά και τράβαγε για την άλλη πλευρά της λεωφόρου Καισαριανής (έτσι την έλεγαν ακόμη τότε) να φέρει νερό.
Στην διαδρομή, πάντα σταματούσε στο διαχωριστικό πεζοδρόμιο της λεωφόρου και στεκόταν προσοχή κι ευθυτενής κολλητά σε μια κολώνα της ΔΕΗ και περίμενε τις ριπές. Να θερίσουν την κολώνα αλλά και τους απέναντι τοίχους και παράθυρα να σκοτώσουν όποιον λάχαινε να περπατά ή τον παππού μου, βέβαια.
Μια φορά, γύρισε χωρίς νερό με τον κουβά τρύπιο. Μια ριπή βρήκε τον κουβά χαμηλά όπως αυτός περίσσευε της κολώνας «και τον έκανε ρόιδο γι’ αυτό φέρε μου την νταμιτζάνα αλλιώς νερό δε θα πιούμε σήμερα.»
«Ξέρεις» συνέχιζε ο πατέρας μου «το Μπρεν είναι βαρύ όπλο. Πολυβόλο με την κάννη του σε δίποδο με τις σφαίρες βλήματα μεγάλα να κρέμονται σε αλυσίδα σε κουτί. Μην βλέπεις τις μαλακίες του Χόλυγουντ δε το κρατάνε στο χέρι αυτό ούτε για αστείο. Οι Εγγλέζοι τα είχανε και σε άρματα επάνω. Πώς να ξεφύγεις. Συχνά ήταν σταματημένοι πριν την Παναγίτσα. Οι ριπές του είναι σχετικά αργές. Τα – τα – τα – τα. Γιατί καμιά φορά ρίχνεις μία μία, όχι αυτόματο. Τις μετράς κιόλας αν έχεις το μυαλό εκείνη τη στιγμή. Οπότε μετρούσαμε. Έφτασε ο κυρ-Γιώργης; Δεν έφτασε; Θα τον μάζευα σακατεμένο από τη λεωφόρο τη νύχτα; Δεν ξέραμε. Περιμέναμε. Τελικά έφτανε. Μετά τον στείλανε εξορία στην Ικαρία να σπάει πέτρες. Άλλο εκείνο… Γι’ αυτό σου λέω, μην ζήσεις πόλεμο.»
Οι σημερινοί πόλεμοι με τον πόλεμο του πατέρα μου δεν έχουν καμία σχέση. Εκτός των νεκρών, των σακατεμένων, του αίματος, της ανείπωτης βίας, των εξορισμένων, των φυλακισμένων, των λιωμένων αιχμαλώτων, των άψυχων παιδιών, των βομβαρδισμών της νύχτας, των εθνοκαθάρσεων, των καθαρμάτων, των φασιστών που έκλεψαν εξουσία και περνιούνται για ηγέτες, των κατακτητών, των πολεμιστών χωρίς πόδια, των άψυχων παιδιών (ξανά), των πολυκατοικιών με τρύπες που μέσα φαίνονται διαμερίσματα με τοίχους να κρέμονται από λιανισμένα καλώδια ζωών με ψυχές λευκές κλωστές να περιμένουν, κρεμασμένες κι αυτές, πάντα, καμία σχέση δεν έχουν με τον πόλεμο του πατέρα μου.
Ή πιθανόν.