Σάρα: Η γυναίκα που επέλεξε να είναι

 

Γράφει η Κική Αραβίδου

Το νέο ποιητικό έργο Μόρα της Βίκυς Κατσαρού, όπως και οι Χαρακίδες και η Παπούσα, έχει απαιτήσεις αν θες να αναμετρηθείς μαζί του. Η ποιήτρια, πιστή στη θεματική της για τις γυναίκες και το τραύμα, εκκινώντας από κάποιο μύθο της ελληνικής παράδοσης,  συνδυάζοντας και άλλους μύθους, την ψυχολογία, τη γυναικεία εμπειρία αλλά και προσωπικά βιώματα, καταλήγει να δημιουργήσει ένα πολυεπίπεδο και συμβολικό ποίημα-αφήγημα.

Ο λόγος της είναι ατμοσφαιρικός, πυκνός και σκοτεινός,  χωρίς όμως να γίνεται βαρύς, σκληρός, αλλά την ίδια στιγμή τρυφερός,  βαθιά υπαρξιακός, αφού επιδιώκει να φτάσει στην αρχή, εκεί όπου γεννιούνται ο φόβος, η μνήμη κι η ανάγκη για λύτρωση. 

Ο χρόνος δεν είναι γραμμικός. Η μνήμη, το όνειρο και η πραγματικότητα μπλέκονται μεταξύ τους και κάθε λέξη, κάθε εικόνα, έχει μια υπόγεια σημασία χωρίς όμως να γίνεται δυσνόητη. Η ποιήτρια δεν εξηγεί, δεν αναλύει, μας αφήνει μόνους να αισθανθούμε και να ανακαλύψουμε το νόημα. Οι συμβολισμοί είναι ατελείωτοι, κάθε στίχος παραπέμπει κάπου και διαβάζοντας μπορούμε να εστιάσουμε σε αυτούς που ταυτιζόμαστε περισσότερο, γιατί σίγουρα κάποια ταύτιση σε κάποιο επίπεδο θα συμβεί. Εδώ όμως θα αναφερθούμε ενδεικτικά σε ορισμένους μόνο από τους πολλούς, πάρα πολλούς συμβολισμούς του ποιήματος.

Στις σελίδες του βιβλίου, πρωταγωνιστούν τρεις γυναίκες: η Μύριαμ, η Ελσινόρη και η Σάρα. Από διαφορετικές γενιές, όμως μητέρες και κόρες από επιλογή γιατί καμία δεν γέννησε βιολογικά την άλλη. Είναι δεμένες μεταξύ τους μέσα από ένα διαγενεακό Τραύμα. Το Τραύμα μεταφέρεται ως κληρονομιά από μάνα σε κόρη, όχι μόνο σαν γεγονός αλλά και σαν φόβος, σαν αίσθηση καθήκοντος και καταπίεση. Η εικόνα με τις γυναίκες να προσπαθούν με βίαιο τρόπο να απομακρύνουν τα δόντια που κουνιούνται από το στόμα όταν η Σάρα είναι παιδί, δεν συμβολίζει τίποτε άλλο από τη βία που ασκούν οι μεγαλύτερες γυναίκες στις νεότερες προκειμένου  να συμμορφωθούν με τις κοινωνικές νόρμες. Κάθε γυναίκα ασυνείδητα κουβαλά κάτι που δεν της ανήκει εξ ολοκλήρου αλλά της επιβλήθηκε.  Και όπως η Σάρα σπάει την κλωστή που τραβάει η μητέρα της για να της βγάλει το δόντι, έτσι εναπόκειται στην καθεμία μας να σπάσει τις εξαρτήσεις που διαιωνίζουν το τραύμα και την καταπίεση.  

Προχθές έκλεισα τα επτά,
η μαμά μου ξέχασε πάλι να μου πάρει δώρο.
Σβήσαμε μια τούρτα,
παρακαλούσα να τελειώσει αυτή η συνθήκη
που έπρεπε να υποκρίνομαι χαρά.
Σήμερα, κοιτάζομαι στον καθρέφτη και βλέπω
το μπροστινό μου δόντι να κουνιέται.
Το κάνω πέρα δώθε,
ελπίζω ότι θα πέσει
και δεν θα βάλει κανείς το χέρι του στόμα μου,
το δόντι όμως δεν πέφτει
κι η μάνα μου με βλέπει απ’ την κουζίνα
και καταλαβαίνει
και έρχεται και προσπαθεί να μπει στο στόμα μου,
και θυμώνω και δαγκώνομαι και φεύγω
και φωνάζει τη γειτόνισσα να μου πει χρόνια πολλά,
και η γειτόνισσα μου λέει
Έλα, Σάρα μου,
να σου πω χρόνια πολλά,
και πάω κοντά
και μου λέει
Καλέ, τι ωραία δόντια,
άνοιξε να δω,
κι εγώ πίστεψα ότι όντως έχω ωραία δόντια,
και χαμογέλασα, κι εκείνη, βίαια,
μού κατέβασε το δόντι
και ούρλιαξα και θύμωσα,
μα ήρθε από πίσω η Μητέρα.
Σάρα. Θα έρθει και η σειρά της.
Ήξει τοις ασεβέσιν η καταστροφή, και έσονται ώσπερ
άχυρα υπό ανέμου.
Και έτρεξα στο δωμάτιό μου.
Πρώτη ηρωίδα. Η αρχαία Τιτάνισσα.

Η Ελσινόρη, είναι η αρχέγονη θεά, η μητέρα όλων των γυναικών. Πρόκειται για την αρχή του νήματος, ένα σύμβολο του αρχαίου τραύματος, αφού είναι η πρώτη που το φέρει και το κληρονομεί στις επόμενες γενιές.  Είναι αυτή που θυσιάζει τη θεϊκή της αθανασία για την αγάπη του άντρα, που υποχωρεί για να του αφήσει χώρο να κυριαρχήσει, αλλά η απόρριψη και η υποτίμησή του την περιχαρακώνει στο μίσος της για τους άντρες και ορίζει ως χρέος της την προστασία των γυναικών, όλων αυτών που είναι διαφορετικές, όλων αυτών που διεκδικούν τη ζωή τους, «των μαγισσών».  Ο κόσμος καταστρέφεται και αναγεννάται. Η Ελσινόρη  είναι αυτή που κάθε φορά τον καίει για να γίνει ένας καινούριος και αυτό το χρέος θέλει να το κληρονομήσει στις κόρες της.  

Γιατί εκείνη ήταν ολωνών μας η Mητέρα. Και τότε η Λύκαινα όρμησε απ’ τους κρατήρες της σελήνης, ένα θεριό τεράστιο, με γούνα ολόλευκη και κίτρινα μάτια ριγωτά, και στάθηκε ακριβώς μπροστά μου.

«Ελσινόρη», μου είπε, «έχε θάρρος».
«Εσύ κι οι κόρες σου τον κόσμο νικήσατε ήδη. Τη φωτιά
κρατήσατε και τώρα θα κάψετε τα πάντα».

Το όνομα της προγόνισσας κυοφορεί τον πυρήνα του ποιήματος της Κατσαρού. Πριν υπάρξει κάστρο, πριν υπάρξει ο Άμλετ, υπήρξε η λέξη. Και πριν από τη λέξη, υπήρξε η Ελσινόρη, η πρώτη γυναίκα που δεν μίλησε απλώς, αλλά έγραψε. Μάγισσα και αρχέγονη συγγραφέας, η Ελσινόρη δεν έπλασε τον κόσμο με πέτρα ή πηλό, αλλά με νόημα και φωτιά. Η γραφή της δεν κατέγραφε όσα γίνονταν· τα προκαλούσε.

Το κάστρο που αργότερα θα φέρει το όνομά της, δεν είναι τυχαίο σκηνικό. Είναι σύμβολο της μνήμης και της λήθης, του δράματος που γεννιέται όταν οι λέξεις ξεχνούν τη δημιουργό τους. Εκεί όπου ο Άμλετ διστάζει, η Ελσινόρη αποφασίζει. Εκεί που ο ήρωας αμφιβάλλει, η συγγραφέας γεννά.

Η συγγραφή, όπως και η μαγεία, είναι πράξη πρώτης ύλης: μια μεταμόρφωση του αόρατου σε πραγματικότητα. Και κάθε γυναίκα που γράφει —που επιλέγει να δει τον κόσμο και να τον ονομάσει ξανά— περπατά στο αρχαίο της ίχνος. Γίνεται, έστω για λίγο, η Ελσινόρη.

Η Μύριαμ, η πρώτη της κόρη, που προδόθηκε από το φύλο της,  επιβίωσε από τη φωτιά και αναλαμβάνει το δύσκολο καθήκον να συνεχίσει την κληρονομιά για καταστροφή και λύτρωση, ταυτόχρονα με την προσπάθεια να σώσει τις γυναίκες. Η λύκαινα με την οποία ταυτίζεται εκφράζει τη φυσική άγρια δύναμη των γυναικών. Τη γυναίκα που βρίσκεται μέσα τους και τρέχει ελεύθερη, πλήρης, αδάμαστη.

Είμαι η Μύριαμ,
νιώθω πως είμαι
η πρώτη των γυναικών από πάντα.
Δεν είμαι οσία και άσπιλη
όπως η προκάτοχός μου
που κρατάει στα χέρια της το βρέφος.
Εγώ θα κρατήσω στα χέρια μου τον Λύκο. 

Μέσα από τη Λύκαινα, εξοντώνοντας τους άντρες, όπως συμβολικά δίνεται η μάχη των φύλων, ονειρεύεται έναν νέο κόσμο όπου οι γυναίκες θα είναι ελεύθερες.  Η λύτρωση των γυναικών έρχεται λοιπόν μέσα από την καταστροφή των αντρών και η εκκαθάριση ξεκινάει από τη θεσμοθετημένη εξουσία (ο αρχηγός της χωροφυλακής)  με τελευταίο θύμα τον Χ. που αγαπούσε. Θυσιάζει την αγάπη και τον έρωτα στο χρέος  και ντύνεται για πάντα το πένθος.

Η Σάρα είναι η κόρη που η Μύριαμ επέλεξε. Έχει τη δύναμη να αναστήσει τη ζωή, να επουλώσει το τραύμα (ακόμη μία εικόνα έντονου συμβολισμού με τη γάτα και τα σκουλήκια) και είναι αυτή που προσπαθεί να σπάσει τον κύκλο του τραύματος. Αν και η μητέρα της τη μεγάλωσε για να καταστρέψει τον κόσμο, στο τέλος της ζωής της της μίλησε για αγάπη και την ώθησε να σπάσει τον κύκλο της καταστροφής. 

Τα παιδιά γελάνε, τα παιδιά γελάνε με τη μαύρη γάτα
που τρων τα σπλάχνα της σκουλήκια,
τη χτυπάνε με πέτρες και ραβδιά,
μια γάτα μαύρη και παχιά αποσυντίθεται στο χώμα.
Τα παιδιά τη χτυπάνε με μανία, γελάνε,
περιεργάζονται τα σωθικά της,
σε λίγο όμως βαριούνται, πετούν τα ξύλα, φεύγουν.
Τώρα έχω μείνει μόνη.
Η Μητέρα με πιάνει από το χέρι.
Κόρη,
μου λέει,
εσύ αποφασίζεις.
Σκύβω πάνω από το πτώμα,
δάκρυα καιν τα μάγουλά μου.
Θάνατος δεν πρέπει σε καμία γάτα.
Χαμηλώνω το κεφάλι, βλέπω τα σκουλήκια κόμπους
― μπαινοβγαίνουν μες στη σάρκα.
Τα φιλάω ένα ένα, νιώθω στον λαιμό μου χάδι,
κι όταν τα βλέφαρα ανοίγω,
η γάτα, ξαπλωμένη, κουνάει την ουρά.
Σκουλήκια πλέον δεν υπάρχουν,
η γάτα σιγά σιγά ανοίγει τα κίτρινά της μάτια.
Ο θάνατος ήρθε στον κόσμο από έναν άνθρωπο
και από έναν άνθρωπο ήρθε η ανάσταση νεκρών.
Σάρα;
Ναι, Μητέρα.
Θυμήσου.
Είσαι η πρώτη των γυναικών από πάντα. 

Το βιβλίο της ζωής της  Σάρας είναι κενό. Η Σάρα ξεκινάει να γράφει για να αναμετρηθεί με το τραύμα. Και όσο γράφει εξανθρωπίζεται και νικάει τα τραύματα το δικά της αλλά και αυτά που της επέβαλλαν. Σκάβει τον λαιμό της για να γεννήσει τη φωνή της. Μόνη της επουλώνει το τραύμα με υλικά όμως από το παρελθόν της μητέρας της. Και πάλι εδώ έχουμε ένα ισχυρό σύμβολο καθώς η δύναμη των γυναικών πηγάζει από τις τρίχες των μαλλιών τους, τα μαλλιά (αναφέρονται 44 φορές)

 είναι μια ασπίδα προστασίας για την καρδιά και γίνονται κλωστή για να ραφτούν οι πληγές.  Και όταν η Σάρα με την αγάπη της λυτρώνει την Ελσινόρη, πάλι συμβολικά οι τρίχες γίνονται πρώτη ύλη για φυλαχτά. Και συνδέουν με αυτόν τον τρόπο ιστορίες από την παλαιά διαθήκη (ο Σαμψών και τα μαλλιά του) με τη μαγική δύναμη των τριχών, πρώτη ύλη που χρησιμοποιούσαν οι μάγισσες που τις καίγανε τον μεσαίωνα.

[Αν πλέξουν τις επτά πλεξούδες σου στον αργαλειό, η δύναμή σου θα
χαθεί κι οι μάγισσες θα λησμονήσουν την κοιλιά σου. Κόρη, πρόσεχε
καλά τα άκοπα μαλλιά σου, οι άντρες τρεις παγίδες θα σου στήσουν.]

[Κόρη, ξυράφι ποτέ από το κεφάλι σου να μην περάσει, αφιερωμένη
είσαι στη Θεά απ’ την κοιλιά της μάνας σου. Αν τα μαλλιά
σου κόψουν, τις δυνάμεις σου θα χάσεις κι άνθρωπος θα γίνεις. Το
στήθος σου πάντα σκέπαζε με τα μαλλιά σου, την καρδιά σου να
μη βλέπουν.]

Και η Μόρα; Είναι η προσωποποίηση του τραύματος;  Είναι μάγισσα ή μοίρα; Ίσως είναι μάγισσα που μιλάει με σύμβολα για τις ιστορίες των γυναικών αλλά και η κοινή μοίρα που η κοινωνία επιβάλλει στις γυναίκες. Είναι αυτή που συνδέει τις τρεις γυναίκες, που δημιουργεί το τραύμα στη Σάρα όταν γεννήθηκε, της το  κληροδοτεί με τη γέννησή της. Οι γυναίκες του ποιήματος την αναγνωρίζουν ως Μητέρα αφού είναι αυτή που μεταφέρει τη βαριά κληρονομιά των γυναικών μέσα στους αιώνες και μέσω των σταγόνων του αίματός της μεταγγίζει  όλη την ιστορία των γυναικών στη Σάρα. Σαφέστατοι οι υπαινιγμοί ανθρωποφαγίας.

 Μήπως όμως η Μόρα είναι ο Εφιάλτης;  «Μόρα» στην ελληνική παράδοση είναι ο δαίμονας που κάθεται στο στήθος σου την ώρα του ύπνου και σε πνίγει. Στο βιβλίο, αυτός ο συμβολισμός είναι πολύ ισχυρός. Είναι το βάρος του τραύματος που σε κρατά ακίνητο. Η καταπίεση, η παράδοση που πνίγει τις γυναίκες. Το αρχέτυπο του τραύματος και της Σιωπής.  Η Μόρα μιλάει μέσα από τη Μύριαμ, η Μύριαμ γίνεται Μόρα, δεν μπορεί να την αποβάλει. Και αναρωτιόμαστε: Τελικά κληρονομούμε το τραύμα ή επιλέγουμε να το κουβαλάμε;

 Η Μητέρα Μύριαμ κληροδοτεί τη δύναμη μαζί με την κόλασή της στην κόρη, όμως αυτή έχει καταλάβει τι γίνεται, έχει καταλάβει ότι υπάρχει ένας καταστροφικός φαύλος κύκλος. Και ενώ το αρχικό χρέος  είναι η καταστροφή,  η Μύριαμ εύχεται να σπάσει η κόρη της  τον κύκλο και της ανοίγει τον δρόμο ώστε να την απαλλάξει από το βάρος αυτού του χρέους. Η Σάρα είναι η ελπίδα για την ανατροπή της καταστροφής, αυτή που θα επιτελέσει ένα διαφορετικό χρέος, το χρέος στην αγάπη.

Και ποιος είναι ο ρόλος του άντρα; Παρότι γυναικείο αφήγημα ο άντρας είναι παρών σε όλες τις ιστορίες, στις ζωές και των τριών γυναικών. Είναι ο άγνωστος Χ. , δεν είναι πλήρως αναπτυγμένος χαρακτήρας, όμως έχει έναν συμβολικό και ψυχολογικά καθοριστικό ρόλο στη δυναμική του τραύματος. Στην Ελσινόρη και τη Μύριαμ η αγάπη προς τον Χ. γίνεται αδυναμία, είναι η αχίλλειος φτέρνα, η υποταγή. Στη ζωή της Σάρας παρουσιάζεται  απόμακρος,  φαίνεται να έχει άγνοια ως προς την κατανόηση της Σάρας και των αναγκών της.  Γνωρίζει όμως την ευαλωτότητά της και η Σάρα τον αισθάνεται σαν κίνδυνο, για αυτό και τον εξαφανίζει. Ο τοίχος είναι το φράγμα που υψώνει απέναντι στον Χ. και ανακτά την αυτονομία της.

Για την Ελσινόρη, οι γυναίκες είναι κάτι ανώτερο από τους ανθρώπους, η γυναικεία φύση είναι μπροστά, την αναγνωρίζει σαν κάτι θεϊκό και πλήρες. Αντίθετα όταν ο Χ. της μιλάει, «Μα εσύ είσαι γυναίκα, όχι άνθρωπος», αντιστρέφει τη φράση και δίνει υποτιμητικό νόημα στη γυναικεία φύση, παρουσιάζοντάς την υποδεέστερη του ανθρώπου.

Ενδιαφέρον τεχνικά έχει ότι σε διάφορα σημεία μέσα στο ποίημα επαναλαμβάνονται οι ίδιοι ιερουργικοί στίχοι μεταφέροντας την ένταση.  Επιπλέον χρησιμοποιούνται ευρηματικά παραλληλισμοί με την εβραϊκή θρησκευτική παράδοση, τη χριστιανική θρησκεία, το Πάσχα, την Παρθένο που γεννάει το παιδί.

Τελευταίο και σημαντικότατο: Το θέμα της μητρότητας είναι κυρίαρχο.  Η μητρότητα, μας λέει η Κατσαρού, δεν είναι προορισμός, ούτε καθήκον. Είναι επιλογή, και όταν δεν επιλέγεται δεν σημαίνει απουσία, σημαίνει χώρο για κάτι άλλο.  Στο τέλος αυτού του ταξιδιού η Σάρα δεν είναι μόνο κόρη. Ούτε μια γυναίκα που απλώς επιβίωσε από τους κύκλους της καταστροφής. Είναι κάτι πιο δύσκολο και πιο γενναίο.

Είναι η γυναίκα που επέλεξε να είναι.  

 

Η Κική Αραβίδου είναι συνιδρύτρια του οργανισμού SHE-Society for Help & Empowerment.