
Στου Μάρκου
Μάρκος Βαμβακάρης
10 Μαΐου 1905 – 8 Φεβρουαρίου 1972
[…αυτά δεν είναι τραγούδια, είναι λέξεις χαραγμένες με το μαχαίρι στο ξύλο απάνω του ψυχισμού μας…]
Τ’απόγευμα ανηφορίσαμε για την παλιά πόλη. Περάσαμε τις αυλές τις ανθισμένες και τα ρημάδια, κάτι ερείπια με όλο το βάρος του καιρού απάνω τους. Μας είχε κοπεί η ανάσα μα σαν στραφήκαμε να δούμε την Σύρα, πολύ το χάρηκε η καρδούλα μας. Και είπαμε, μεγάλη η χάρη του και πήραμε το δρόμο. Περάσαμε από τα στενοσόκακα, είπαμε καλησπέρα σε αρχαίες μάγισσες καθισμένες στα πεζούλια του καιρού, μετρήσαμε τις χάντρες του κομπολογιού του μπαρμπα Μηνά που είναι παλιός όσο και οι ρυθμοί και οι μετόπες στους θαλασσινούς ναούς.
Λίγο μετά φτάσαμε στο κονάκι του συνθέτη. Δεν χτυπήσαμε την πόρτα, μόνο που κρατήσαμε την ανάσα μας. Και ακούσαμε από μέσα, την παρέα που είχε πιάσει το τραγούδι με τα όργανα και με τα όλα της. Και ξεχωρίσαμε το μπουζούκι και το μπαγλαμά και την κιθαρίτσα που κρατούσε τ’ακόρντο. Το τραγούδι μιλούσε για έναν έρωτα ανεκπλήρωτο, για την ανθρώπινη επιθυμία που υπό συνθήκες συγκεκριμένες κάνει κακό στην υγεία τ’ανθρώπου.
Μα κάποιος είπε, είναι άλλο πράγμα από αγάπη να πεθαίνεις και ευθύς το τραγουδάκι μας μίλησε μες στις καρδιές. Και όλοι μετανιώσαμε που είπαμε τέτοια λόγια πικρά για τον έρωτα και για την αγάπη. Ακούσαμε το τραγούδι και ύστερα χαιρετηθήκαμε. Ως αργά πίναμε και μεθύσαμε στα γερά και έπειτα, νύχτα βαθιά, μ’άστρα κεντημένη, όσοι είχαμε απομείνει, στην πλώρη σταθήκαμε και είδαμε που εσάλπαρε η Σύρα για τ’όνειρο.
Άμα δείτε τον Αθανάσιο Διάκο
Κωνσταντίνος Παρθένης
10/5/1878 – 25/7/1967
[…και ήταν ξέσκεπο το μέτωπο όσο τον πηγαίνανε και από την πουκαμίσα τη φαρδιά, δέσποζε θαρρείς το πλατύ το στέρνο, τ’ανοιχτό παράθυρο. Λευτεριά φυσούσε παντού τότε…]
Άμα γίνηκε γνωστός ο θάνατος του, παντού στην επικράτεια οι καπεταναίοι λυπήθηκαν. Και τα παλικάρια όλα μήτε που ήπιανε, μηδέ που φάγανε. Μόνο απομείνανε, χούφτες εδώ και εκεί στο ξέφωτο και δεν μιλούσαν, με πράγματα συνηθισμένα καταπιάνονταν, που δεν γεννούν καμιά ευχαρίστηση, με ζητήματα πολεμικά. Άλλος καθάριζε το τουφέκι του και άλλος ακόνιζε με την πέτρα το μαχαίρι. Κάποιοι είχαν κατηφορίσει ως το ποτάμι και επλένονταν από τα αίματα και την καπνιά. Μα ήσαν όλοι με την καρδιά τους πιο βαριά και από το σίδερο, όλοι είχαν που λένε έναν κόμπο στο λαιμό και ένα πλάκωμα στο στήθος.
Περί τις δέκα το βράδυ ιππέας έφθανε από τα ανατολικά. Τον είδαν τα παιδιά που ‘ναι φορτωμένα με το καθήκον της σκοπιάς. Τρέξανε και το ‘πανε στον Ασημάκη. Ανεβαίνει δίχως προστασία, ένας είναι, μονάχος του. Επήραμε τότε τις θέσεις μας και αφήσαμε τον καβαλάρη να προσεγγίσει. Μα σαν να το ‘ξερε και εκείνος πως θα μας έβαζε σε λογισμούς η άφιξή του, λίγα μέτρα προτού πέσει απάνω στον καταυλισμό στάθηκε και κατέβηκε από τ’άλογο. Πήρε τα όπλα του και το μαχαίρι και όλα τα άφησε χάμω και βάδισε με τα χέρι υψωμένα σαν να ‘χε ριχτεί μες στην προσευχή.
Σαν έφθασε απάνω, όλοι ήρθαν γύρω του. Και εκείνος μας μίλησε, διαβάζοντας από ένα χαρτί. Μας είπε πως “τη σήμερον το πρώτο και το σπανιότερο από τ’άνθη του Αγώνος, ο Αθανάσιος Διάκος περνά εις την σφαίρα των αθανάτων. Με αφορμή ετούτο το γεγονός, πήραν απόφαση όλοι οι καπετάνιοι και είπαν αύριο κανείς να μην ριχτεί σε μάχη. Μόνον να μεριμνήσουν όλοι, καθαροί ωσάν αρμόζει στην περίσταση, να βρίσκονται εις το καθορισμένο σημείο. Διά να αποθεώσουν, καθώς έλεγε τον Αθανάσιο Διάκο, τον αδελφό και τον πολεμιστή, τον ήρωα που θα του αφιερώσει κάμποσες σελίδες η ιστορία κάποιου καιρού, πολύ κατοπινού από τις δικές τις ζωές”.
Όλοι συγκινήθηκαν πολύ και συλλογίστηκαν τον ήρωα που περνούσε στην άλλη την πλευρά. Κάποιοι φαντάστηκαν το δικό τους θάνατο, φέρανε στο νου τους τη στιγμή. Έπειτα θαυμάσανε μια ακόμη φορά τον αδικοχαμένο, φέρανε στο νου τους να εφορμά στους ιππείς, να ροβολάει τους βράχους και να κάνει κονάκι του τ’άγριου θηρίου τη φωλιά. Ανθρωπος δεν ήταν, μόνον αερικό και λεβέντης, ένας σαν να λέμε αυθεντικός Διγενής που θα τον ζωγράφιζαν χρόνια μετά οι λαϊκοί τεχνίτες μα και οι άλλοι, όσοι σπουδάσανε την τέχνη τους στα μεγάλα ευρωπαϊκά κέντρα.
Και έτσι και έγινε. Στα 1931 ο Κωνσταντίνος Παρθένης που γεννήθηκε μια μέρα σαν σήμερα το 1878, φανερώνει στο κοινό το έργο του Η Αποθέωσης του Αθανασίου Διάκου. Ο ήρωας υψώνεται εις το στερέωμα, προβιβαζόμενος σε εκείνη την τάξη που συνθέτει το τέμπλο της ζωής μας. Διέρχεται των σύννεφων και των αστέρων, σε σφαίρες του αδυνάτου υψώνεται και ευθύς περνά στον κόσμο των ιδεών. Θα πουν για εκείνον οι άνθρωποι του μέλλοντος, θα τον δικαιώσουν τον Διάκο και θα του αποδώσουν τις σπάνιες και αναμενόμενες τιμές που αρμόζουν στον που περιέσωσε το μέλλον της Ελλάδος.
Και έτσι όπως συλλαμβάνει ο Παρθένης τη σκηνή, ο Αθανάσιος Διάκος μεταπλάθεται σε μια λεπτότητα ηρωική και ένδοξη που δεν την παρασέρνει άνεμος κανείς. Ο ήρωας μεταλαβαίνει των αχράντων, μες σε λάμψεις πορεύεται και πάει. Σαν ήλιος επιφανής, ο Αθανάσιος Διάκος έκλινε προς το θάνατο και ξανά στη δόξα του τραβούσε. Έτσι Βυζαντινό τον συνέλαβε ο χρωστήρας του Παρθένη που σαν σήμερα γεννιέται στα 1878.
Τα μπολερό της νύχτας
Veinte Anos
Maria Teresa Vera, Cuba
Με μια ιστορία
[…Το μαγαζί βρισκόταν πλάι στην αποβάθρα. Και έτσι δεν έμενε ποτέ του αδειανό, αφού κάθε τόσο κάποιο πλοιάριο τουριστικό σάλπαρε. Και το πλήθος ερχόταν και έφευγε και ξανά πάλι, οι άνθρωποι βρίσκονταν και χάνονταν ξαφνικά, κρατώντας μια ανάμνηση κοινή από εκείνο το ταξιδάκι.
Η Μπιάνκα είχε καθίσει σε ένα από εκείνα τα τραπεζάκια πλάι στην όχθη. Φορούσε ένα ανθισμένο φουστάνι και θα ‘θελες να την ζωγραφίσεις μια στάλα. Να σώσεις τη μορφή της που τρέμει, τις τέσσερεις ολόχρυσες δεκαετίες της, θα’ταν αδύνατο, όσο καλός ζωγράφος και αν ήσουν. Όσο δυνατός και αν ήταν ο φακός σου δεν θα μπορούσε να βαστάξει όλο το φως μες στο κλείστρο. Η Μπιάνκα στέκει συνώνυμη της ομορφιάς στο τραπεζάκι της και της ταιριάζουν όλα. Το απόγευμα, ο ήλιος που πέφτει να πνιγεί, ένας άνεμος ξαφνικός που σηκώνεται και παίρνει μακριά τα άνθη από το φόρεμά της. Όλα έχουν φτιαχτεί για να ταιριάξουν στην Μπιάνκα που απόψε, βάζει ένα τέλος σε μια μεγάλη ιστορία αγάπης.
Εκείνος φάνηκε μες στο πλήθος, ντυμένος κυριακάτικα, κρατώντας μερικά λουλούδια, αγορασμένα από τους πλανόδιους πωλητές. Τον ξεχώρισε μες στο πλήθος και εκείνου του φάνηκε πως το κορίτσι του τραπεζιού, το ολομόναχο, ερχόταν από τον ουρανό. Σίγουρα δεν ήταν γέννημα αυτού του κόσμου, συλλογίστηκε και για μια στιγμή τον πάγωσε ο φόβος. Γίνεται όλα να χαθούν, αναρωτήθηκε και κάπως λυπήθηκε για όλα όσα θα ‘ρθουν δίχως εκείνους και την αγάπη τους.
Σαν πλησίασε τα όργανα πήραν μπρος. Ήταν μια ορχήστρα από εκείνες που εκτελούν δίχως δυσκολία τα μεγαλύτερα σουξέ. Είναι ντυμένοι πανομοιότυπα και ίσως να μοιάζουν κάπως αστείοι. Μα έχουν τον ρυθμό μέσα τους και κάθε τόσο, πάνω από κάποιο τραπεζάκι πιάνουν μια μελωδία που ‘χει γράψει ιστορία. Και έτσι όπως πέφτει η νύχτα, σκέτο ειδύλλιο, θαρρείς πως δεν υπάρχει για εκείνον άλλος δρόμος από τη μουσική για να φθάσει ως την Μπιάνκα, για να σμίξουν δυο που αγαπιούνται πολύ.
Κάθισε στο πλάι της, μα δεν μιλήσανε. Μόνο τα χέρια σφίξανε. Και κοιταχτήκανε. Μόνο σαν άρχισε η ορχήστρα να παίζει το “Veinte Anos”, εκείνη σαν να βούρκωσε και ασυναίσθητα το χέρι του έσφιξε μες στο δικό της.
Της άφησε τα άνθη και χάθηκε μες στο πλήθος. Τίποτε δεν είπαν, μόνο κάτι δικό τους άφησαν να πλανάται στη βραδινή την προκυμαία. Στις τσέπες τους δυο δεκαετίες χαμένες, μια αγάπη προδομένη.
Όσο για την τελευταία σκηνή αυτής της αγάπης μικρού μήκους, παρατηρείστε τη διαρρύθμιση. Η Μπιάνκα, λέει στέκει δακρυσμένη στην ίδια θέση και η αποβάθρα παγώνει. Παντού φύλλα φθινοπώρων και τα σινιάλα του χειμώνα που ‘ρχεται και τα άσπρα μαλλιά της Μπιάνκα που χορεύουν μες στον άνεμο.
Σε είκοσι χρόνια πάλι, είπε και απομακρύνθηκε στις γειτονιές που νυχτώναν και στο όνειρο περνούσαν. Ασυναίσθητα πάντα, δίχως να αφήνουν την παραμικρή υποψία για το χρόνο που περνά…]
Τα τραγούδια της ζωής μας
Κυριακάτικες αναμετρήσεις
[…ό,τι μπορείς κάνε και εσύ για μένα, να χαρείς…]
Είχε σκοτεινιάσει και από συνήθεια στο σαλόνι παρέμενε ανοιχτό το αδύναμο φωτιστικό στην πάνω γωνιά, σχεδόν εξορισμένο από τη ζωή εκείνου του διαμερίσματος. Καθένας είχε βρει καταφύγιο σε συνήθειες κυριακάτικες και παντού, στα πράγματα, τις διαθέσεις, τα όνειρα, έπεφτε σαν ρούχο μια μελαγχολία άνευ προηγουμένου.
Η Άννα περπάτησε σχεδόν αθόρυβα κατά μήκος του διαδρόμου. Πέρασε από τη μικρή αποθηκούλα που ‘χαν στοιβάξει τα νεανικά τους αποκτήματα και μια ολόκληρη πανίδα από σκαμπό, σιδερώστρες, απλώστρες και άλλα σύνεργα της καθημερινής ζωής που διαθέτει τη δική της ορολογία και δεν παίρνει από αλλαγές και μεταποιήσεις. Με άλλα λόγια, θέλω να σας πω ότι η ζωή είναι σκληρή, όμως η Άννα το ‘χει βάλει σκοπό να κάνει τη διαφορά. Τον κοιτάζει να διαβάζει, ήσυχος, απορροφημένος σε κάτι στίχους που λίγη σημασία έχουν μες σε τέτοιους καιρούς, αντιποιητικούς.
Η Άννα πλησιάζει σαν αρπακτικό, ελίσσεται μέσα από τα μαζεμένα ρούχα, στην πορεία αλλάζει γνώμη, υποχωρεί, μα και πάλι επανέρχεται πιο αποφασιστική από κάθε άλλη φορά μέσα από πετσέτες και ασπρόρουχα και ένα πουκάμισο αδειανό που το σημάδεψε ένα ποίημα και από τότε κανείς δεν το φορά. Η Άννα μεταβάλλεται βαθμηδόν σε αυτό που λέμε, ζώον διεκδικητικό.
Τώρα οι εραστές μιλούν με σιωπές, με παύσεις και συζυγίες άγνωστων γλωσσών. Η Άννα του δείχνει δυο εισιτήρια για άγνωστο προορισμό. Πάει να πει στη θέση του προορισμού δεν έχει τίποτε και έτσι θα μπορούσαν οι δυο τους να βρεθούν παντού και πουθενά.
Η πόλη ονειρεύεται μα οι δυο τους τώρα ταξιδεύουν με ένα από τα πλοία της γραμμής που θαρρείς πως ποτέ τους δεν πιάνουνε λιμάνι. Δεν έχουν πάρει μαζί τους παρά μόνο μια αλλαξιά και έχουν φροντίσει να στείλουν ένα μήνυμα σε προϊστάμενους και γραμματείες, κάτι λακωνικό όπως “σοβαρό ζήτημα οικογενειακό”, ή “θα χρειαστώ λίγες μέρες άνευ αποδοχών”, αφού κατά βάθος δεν εξαρτάται από τις αποδοχές μας καμιά απολύτως ευτυχία.
Τώρα που το σκέφτομαι, εκείνο το μήνυμα θα μπορούσε να λέει, “για τους άλλους δεν θα μπορέσουμε”. Και αυτό θα ´ ναι αρκετό, Άννα.
Α.Θ