Κουρέλια

© Robert Frank

 

[…στα ηχεία, Peggy Lee Johnny Guitar…]

Η έκθεσης

Όλα ήσαν φτιαγμένα από πρες παπιέ. Τα περίπτερα, οι γλάστρες, οι μαρκίζες. Ως και οι άνθρωποι θαρρείς πως ήσαν ψεύτικοι, σαν φτιαγμένοι για  μακέτες, δίχως ψυχή, σαν ιδωμένοι από μακριά, τόσο μικροί εμπρός στο θαύμα του μοντέρνου κόσμου.  Όλα τα υπόλοιπα τα κάλυψε μια φορά και έναν καιρό ο Βίκτορ Σερζ. Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Μονάχα μια γωνιά λάμψης μες στην σκοτωμένη Ελλάδα. 

Εδώ ποζάρουν αστραφτερά τα τρακτέρ τελευταίας γενιάς, οπλισμένα με ατμοσφαιρικούς κινητήρες που δεν γνωρίζουν κανένα εμπόδιο. Λίγο πιο πέρα ένα ρομπότ γνέφει στους περαστικούς, σε άλλους σφίγγει το χέρι, όλα τα κάνει απολύτως φυσικά. Σε κάποιο περίπτερο κάποιος μιλά. Έπειτα όπλα, όπλα, όπλα, δείτε, όλμοι τελευταίας γενιάς, κανόνια, περίστροφα, επινοήσεις του πυροβολικού, ο θάνατος στην πιο μοντέρνα του εκδοχή. 

Και η Θεσσαλονίκη; Αυτή μόνη στο βάθος της σκηνογραφίας, όσο η τέως χαρισματική τηλεπερσόνα, σε στυλ Αμερικάνου επιχειρηματία πάστορα κάνει τη μια παραχώρηση μετά την άλλη, κάνοντας το κοινό να παραληρεί από μια έκσταση καπιταλιστικού τύπου. Τέτοια φαινόμενα μοιάζει αδύνατο να αντιμετωπιστούν. 

Σε λίγες μέρες όταν αυτή εδώ η χαρτονένια πολιτεία σαρωθεί , όταν η έκθεσης θα ‘ναι πια παρελθόν, θα σε επισκεφτώ Θεσσαλονίκη. Για μένα, θα ‘σαι η πόλη του Χριστιανόπουλου, του Τσίζεκ, του Παπασπύρου, του Ιωάννου, ανθρώπων δημιουργικών που τίμησαν την πόλη και την κουβάλησαν σε στίχους και πεζογραφίες, σαν πολύτιμο φορτίο. Ποτέ ετούτη η πόλη από πρες παπιέ βορά στις τηλεπερσόνες που υποδύονται τους κεντρικούς ρόλους. 

Ο Φρέντι

Ένα γελαστό απόγευμα. Ένα από τα φιλμ που σημαδεύουν τον ελληνικό κινηματογράφο, λίγο μετά το πέρασμα στην έγχρωμη εικόνα. Ο παλιός, έξυπνος κινηματογράφος περνάει λίγο λίγο στην ιστορία. Τώρα πλαταίνουν οι ορίζοντες του, η εποχή θέλει να μιλήσει για πολλά. Δεν θα διστάσει. Οι μεγάλες εκκρεμότητες του Έθνους, τα λάθη και τα πάθη μας βρίσκουν διέξοδο σε μια ιστορία κάπως ρομαντική. Από τότε, βλέπετε ο κόσμος μας είχε απορρίψει κάθε αίσιο τέλος. 

Και έτσι απομένει μόνο το χαμόγελο εκείνου του απογεύματος. Ο Νίκος Κούρκουλος, γιος του χαφιέ και φέρελπις πολιτικός στην ελληνική πραγματικότητα που διψάει για αλλαγή θα γίνει θυσία. Ο ήρωας δίνει ένα τέλος στη βία που κάνει τον κόσμο να τρέμει και να παγώνει. Και ίσως αυτή να είναι η σημαντικότερη προσφορά του, από όσες ονειρεύτηκε. 

Το σενάριο του φιλμ ανήκει στον Φρέντυ Γερμανό και τον Ανδρέα Θωμόπουλο. Ο πρώτος θα γεννηθεί τις 5 του Σεπτέμβρη του 34 και θα αφήσει το αποτύπωμα του στην νέα, ελληνική τηλεόραση με εκπομπές γεμάτες τρυφερότητα και ανθρωπιά. 

Κυρίες και κύριοι, ο Φρέντι Γερμανός, “ένα γελαστό απόγευμα” μες στην ιστορία της νεοελληνικής δημοσιογραφίας.

Ένοχος είσαι
Δημήτριος Τσαφέντας

[…σαν σήμερα ο Δημήτρης Τσαφέντας σκοτώνει τον εμπνευστή του απαρτχάιντ. Όλα θα λάβουν τέλος κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης…

Στα 1966 η κοινωνία της Νοτίου Αφρικής κλυδωνίζεται από το τρομερό γεγονός της δημόσιας δολοφονίας του εμπνευστή του απαρτχάιντ, Χέντρικ Φέρβερντ. Η ιστορία λίγο πολύ έχει ως εξής. Ο Έλληνας Δημήτριος Τσαφέντας, ένας πολύγλωσσος και παράξενος χαρακτήρας που χάνεται και επανεμφανίζεται στο προσκήνιο με έναν συγκλονιστικό τρόπο, γόνος καλής οικογένειας και ευφυής, αγαπάει ένα κορίτσι. Το χρώμα του όμως και οι επινοήσεις του Φέρβερντ δεν επιτρέπουν στους δύο νέους να συνεχίσουν τη ζωή τους. Ο Τσαφέντας συντρίβεται μα συνεχίζει τη ζωή του. Σε λίγο θα αποκτήσει εργασία στο Κοινοβούλιο της χώρας, εκτελώντας υπηρεσίες κλητήρα. Τα προσωπικά βιώματα, η κτηνωδία ενός συστήματος που είχε σπείρει το διχασμό μες στους κόλπους της κοινωνίας, οι θηριωδίες των Ευρωπαίων που εκμεταλλεύτηκαν ψυχές και πόρους, δίχως καμία ανταπόδοση, θα οπλίσουν το χέρι ενός ευαίσθητου ανθρώπου που στάθηκε αδύνατο να προσαρμοστεί στους όρους του κόσμου που του αναλογούσε. 

Ο Τσαφέντας θα του καταφέρει μερικές μαχαιριές. Αρκούν για να σκοτώσουν τον Φέρβερντ και να κλονίσουν όσο τίποτε τη συνέχεια της νοσηρής αυτής ιστορίας με τον τραγικό τίτλο απαρτχάιντ. Θα φυλακιστεί, θα περάσει αρκετό καιρό με τον επίσης φυλακισμένο Μαντέλα, θα αρνηθεί την απόδραση, εκτίοντας την ποινή που του επέβαλε το δικαστήριο της χώρας του. Δημοσιεύματα, αφιερώματα και έπειτα η λήθη για τον Δημήτρη Τσαφέντα. Η μοντέρνα πολιτική δεν θέλει να θυμάται τέτοιους χαρακτήρες. Σε μερικές φωτογραφικές λήψεις ποζάρει χαμογελαστός. Πίσω του η ανοιχτή πόρτα του κελιού. Ο ίδιος με αμερικάνικο, πλατύγυρο καπέλο. 

Θα ταφεί δίχως καμιά ονομαστική αναφορά. Μόνο ένα νούμερο μαρτυρά πως εδώ, σε τούτη τη μικρή, την ελάχιστη πατρίδα, κοιμάται για πάντα ο Δημήτρης Τσαφέντας. Ότι έκανε ήταν από αγάπη, λένε. 

Μα ακόμη και αν ποτέ δεν πρέπει με το αίμα να γράφεται η πολιτική, η μοίρα το θέλει καμιά φορά οι ζωές των ανθρώπων να ανατρέπουν μια ολόκληρη τάξη πραγμάτων. Και έτσι θυμάται κανείς σήμερα τον Τσαφέντα. Με τα ίδια του τα λόγια.

Ένοχος είσαι όχι μόνο όταν διαπράττεις ένα έγκλημα, αλλά και όταν δεν κάνεις τίποτα για να το εμποδίσεις όταν έχεις την ευκαιρία.

Εις μνήμην 

Freddie Mercury, 5 Σεπτεμβρίου 1946 – 24 Νοεμβρίου 1991

[… στα ηχεία το σόου που συνεχίζεται…]

Η φωνή από την άλλη πλευρά της πραγματικότητας υπήρξε ξεκάθαρη. 

Το σόου πρέπει να συνεχιστεί. Κάποιος ήρωας πρέπει να χωρέσει στο δελτίο των έξι, ένας σκοτωμένος πρέπει να αφήσει μια υποψία αίματος. Δυο που αγαπήθηκαν παράφορα πρέπει τώρα να τραβήξουν ξεχωριστούς δρόμους. Το δελτίο των έξι πρέπει να βρει και εκείνο τη φρίκη που θα με κρατήσει στη θέση μου, την ώρα που μεγαλώνει ο κίνδυνος, που μεγαλώνει η μοναξιά μου. 

Όχι, το σόου πρέπει να συνεχιστεί. Τώρα από τη μικρή μου οθόνη περνούν τόποι ειδυλλιακοί και μακρινοί, τον δρόμο διασχίζουν στη διαπασών οι μοτοσικλέτες, κάποιος ουρλιάζει, φυσάει μια μοναξιά ανάμεσα στα μπαλκόνια, άλλο πράγμα. Τα σαββατόβραδα τη λες σχεδόν απτή. Μα το σόου πρέπει να συνεχιστεί, κάπως πρέπει να συνεχίσει αυτός εδώ ο κόσμος. 

Τώρα ήξερα. Δεν άφησα να περάσει περισσότερο από μια στιγμή. Άφησα τη φωνή να μιλάει μονάχη της από μια άγνωστη πλευρά, ίσως από πέρα, στον ποταμό Οκαβάνγκο του δικού μου Στέλιου Λύτρα.  Έβαλα από την αρχή να παίζει εκείνο το κομμάτι. Το σόου έπρεπε να συνεχιστεί, η μουσική είχε αρπάξει την υπόστασή μου, “θα τ’άφηνα λοιπόν όλα στην τύχη τους”. 

Έκλεισα τη μικρή μου οθόνη και ξεχύθηκα έξω στους δρόμους τρελός για άνθρωπο, όπως το ‘πε ο Παπατσώνης. Έτοιμος για το σόου που πρέπει με κάθε τρόπο να συνεχιστεί. 

Ο Νίκος

Νίκος Νικολαϊδης
25/10/1939 – ,5/9/2007

Το μαγαζάκι ήταν ωραίο. Και οι παρέες λιγοστές. Δυο εκεί κάπου κάπου γελούσαν. Οι άλλοι ήσαν ερωτευμένοι, με ολόκληρη την αγάπη ανάμεσά τους. Κάθε τόσο φυσούσε ένας ξεχασμένος άνεμος, σήκωνε μια στάλα τα τραπεζομάντιλα, τα τραπέζια ντρέπονταν τη γύμνια τους, όλο σημάδια τα ξύλα, τι τα θες. 

Δεν μιλούσαμε πολύ. Άλλωστε δεν γνωριζόμαστε. Όλα βλέπετε, τα χρωστώ σε μια αυθαιρεσία του νου, πάντα σε ύφος νουάρ. Αυτή είναι η  σύμπτωσης της παρουσίας μας εδώ, σε αυτήν την ιστορία. Πίναμε σαν ξεπεσμένοι στωικοί φιλόσοφοι, σαν πρώην εραστές, πρώην νέοι, πρώην αθώοι. Ό,τι μας ορίζει ανήκει σε έναν παλιό, καλό καιρό πια, τι τα θες. 

Τότε φάνηκε στην πόρτα του μαγαζιού η μορφή του Τζόνι και οι σκέψεις μου διεκόπησαν. Κουβαλούσε απάνω του όλη τη σκόνη του δρόμου. Τα βλέφαρά του ήσαν ριγμένα, τα χέρια του σφιγμένα κρατούσαν την κιθάρα. Μόνο να την ακουμπάνε, μόνο αυτό για τον Τζόνι θε να ‘ταν αρκετό. Η κιθάρα είναι το βάσανό μου. Εμένα η κιθάρα, για κάποιον άλλο κάτι διαφορετικό, έτσι πάει σε αυτόν τον κόσμο. 

Και ο Τζόνι σαν να μυρίστηκε τη μελαγχολία της γενιάς μας, ήρθε κοντά, σαρώνοντας το γαρμπίλι της αυλής. Και έβαλε μπρος να παίζει ένα τραγουδάκι. Μιλούσε για μια μοναχική κιθάρα που ίσως κάπου να πάγωνε, όσο ζεστή και αν ήταν η καρδιά της, όσο ζεστή. 

Σαν καλεσμένοι ήρθαν και κάθισαν στο τραπέζι μας  ο Άλκης, ο Κωνσταντίνος, η Ρίτα, η κυρία που φορούσε μονάχα λευκά, ο κλέφτης. Και έτσι όπως κοιταζόμαστε, στις παύσεις των σεκάνς, και έτσι όπως μας σημάδευε η νοσταλγία, κάποιος ύψωσε το ποτήρι του. Φάνηκαν τότε τα κουρέλια, θεέ μου, πόσος χρόνος είχε περάσει από πάνω τους. 

Και είπα τότε, -δεν είχα μιλήσει καθόλου ως τότε – είπα, Νίκο, νομίζω πως η νοσταλγία είναι μια μουσική κρυμμένη καλά μες στις ζωές μας, αυτό είναι όλο. Και έπεφταν οι τίτλοι του τέλους και ο Τζόνι ξεμάκραινε παίρνοντας μακριά τη ζωή που θα θέλαμε να έχουμε ζήσει. 

Καμιά φορά σαν να ακούω τα κουρέλια να τραγούδάνε ακόμη. Ο Νίκος δεν μίλησε ποτέ. Μόνο στο μοντάζ έδενε τις σκηνές με μια πατίνα μελαγχολίας και εγκατάλειψης που συνάντησα, ίσως ακαδημαϊκότερη στην επίμονη μοναξιά του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου. 

Un acrobata ficticio

Το ‘χε συνήθειο να τριγυρίζει στα βιβλιοπωλεία τις Κυριακές. Όχι αυτά με τις μοντέρνες βιτρίνες,μα κάτι άλλα κρυμμένα στ’αδιέξοδα των δρόμων, κάτι αποθήκες σαν να λέμε, με την αινιγματική επιγραφή Παλαιοβιβλιοπωλεία. Μικρότερος, έτσι όπως άκουγε να προφέρουν τη λέξη οι μεγαλύτεροι, του φαινόταν πως έλεγαν παλιοβιβλιοπωλεία και αυτό του έδινε την εντύπωση πως σε κάτι τέτοια μέρη στοιβάζουν τα κακά βιβλία. Όταν έμαθε την αλήθεια, τ’αγάπησε βαθιά και δεν επισκέφτηκε ποτέ ξανά εκείνα τα άλλα, με τις φωτεινές βιτρίνες και τα μπεστ σέλερ.

Τρύπωνε μες στις αποθήκες και αναζητούσε τα πιο σπάνια βιβλία. Το φετίχ του ήταν το πάνω ράφι, καθώς εκεί συλλογιζόταν θα έκρυβε κανείς έναν θησαυρό που θέλει να τον κρατήσει κρυφό. Με πόσες επινοήσεις και κάτι ακροβατικά πρώτης τάξεως, σκαρφάλωνε σε πείσμα του ιδιοκτήτη που τα ‘βαζε με την στενοκεφαλιά του πελάτη. Θα πέσετε και θα έχουμε άλλα, μα πού να εισακουστεί ο δόλιος, αφού το κυνήγι του ιδιότυπου θησαυρού είχε αναδειχτεί σε μέγα πάθος. Ήταν μάταιο να προσπαθήσει κανείς να τον συνετίσει. Και ας είχε κιόλας ένα δυο παράσημα πάνω από το φρύδι και τον αγκώνα από κάτι ξαφνικές πτώσεις που ευτυχώς δεν στοίχισαν περισσότερο. 

Θα καθόταν εκεί μέχρι το βράδυ. Πότε χαμένος μες στις σελίδες των Αθλίων, ρακένδυτος να τραβά το δρόμο που βγάζει στο Παρίσι της κομμούνας. Και άλλοτε, ήρωας κεντρικός και μεθυσμένος μέχρι θανάτου σε κάποια σελίδα του Κέρουακ. Μόνος και παράφορος μες στην επιθυμία του, σε μια γωνιά στην κάμαρη του Γκαίτε, παρέα με τον παραδόπιστο Φάουστ. Μερικές φορές έβρισκε μια θέση στη Δίκη και παρακολουθούσε από πρώτο χέρι τον παραλογισμό του κόσμου ώσπου να τον πάρουν είδηση οι άλλοι και να αναγκαστεί να βρει μια θέση στο μελαγχολικό Μανχάταν του Ντος Πάσος και στην τραχιά ζωή του Φώκνερ. Μες στον ακίνητο χρόνο, παγωμένος και εκείνος, μια όψη της νοσταλγίας διά χειρός Μαρσέλ Προυστ και πάλι μες στα ημερολόγια του Καμύ, με τα ειρηνικά λιμανάκια της πατρίδας του. Να λέει καλημέρα στη θλίψη βρίσκοντας μια θέση μες στην πραγματεία της Σαγκάν και να προσμένει δίχως σημασία τον καιρό, με ένα τίποτε για περιουσία του και ένα τσαμπί οργή μες στον σκουπιδότοπο του Στάινμπεκ. 

Καμιά φορά πέφτει απάνω σε τίποτε επικίνδυνα χειρόγραφα, συχνάζει με τους φονιάδες του Βιγιόν, πίνει και μεθά μέχρι θανάτου με πόρνες και αγύρτες και θεατρίνους και ξεχασμένους ξενύχτηδες, δοκιμάζοντας τις αντοχές του. Ο ιδιοκτήτης τον ακούει να αλλάζει χαρακτήρες και διαθέσεις, να αλλάζει φωνές, να μιλάει σε χιλιάδες γλώσσες. Δεν δίνει σημασία, τον αφήνει μονάχο του να ζήσει ολόκληρη την εμπειρία των μεγάλων μυθιστορημάτων. Τις μεγάλες ιστορίες της αγάπης δεν τις συμπαθεί ιδιαιτέρως. Περισσότερο είναι που φοβάται πράγματα ασαφή όπως η αγάπη, τέτοιες μεγαλειώδεις δυνάμεις, όπως τις λέει και ύλες ανυπόταχτες που συντρίβουν τις ζωές. Ίσως να τρέμει τη διάρκεια που κρατάει σαν αδύναμος κηροστάτης μες στα μάτια των εραστών, δεν ξέρει τι ακριβώς φοβάται μα είναι ώρες που η αγάπη του σφίγγει την καρδιά. 

Λίγο πριν πέσει η νύχτα, κλείνει τα μάτια του. Πάντα έτσι τελειώνει τη βραδιά, με μια πικρή, μα μεγάλη ιστορία. Στο νου του είναι ένας Ρωμαίος της παλιάς Βερόνας. Η Τζουλιέτα του τον περιμένει μες στη σκιά και ο Σαίξπηρ δεν θα γράψει ποτέ την ιστορία του, επειδή οι δυο νέοι, αψηφώντας τους κανόνες και τις έχθρες, βρίσκουν τον τρόπο να δραπετεύσουν. Και τώρα τραβούν στο δρόμο που βγάζει ως τη μεγάλη και μαγική Ρώμη, των ξεπεσμένων Θεών και των μοιραίων ανθρώπων. 

Θα τον συνεφέρουν οι φωνές του ιδιοκτήτη. Είναι ώρα και του γελάει από εκεί κάτω. Ο τύπος κατεβαίνει με προσοχή από το ψηλότερο ράφι, φιλά το χέρι της Άννας, της υπόσχεται αιώνια αγάπη, φορεί στο κεφάλι ένα τρίτο στεφάνι, μερικούς στίχους που συχνάζουν σε στέκια οικουμενικά, σφίγγει το χέρι του Οδυσσέα και αφήνει μονάχα τους τα αριστουργήματα. Στέκει εμπρός στον ιδιοκτήτη με τη μεγάλη, στρατιωτική του στολή και μια ιρλανδέζικη φυλλάδα στην μασχάλη και γνέφει το μεγάλο του ναι. 

Και ξέρει ότι κόντρα στην άσχημη και συνηθισμένη του ζωή, υπάρχουν πάντα τα μυθιστορήματα. Εκεί που κυλά ολόκληρη η ζωή και ο θάνατος ολόκληρος. Και όλα συμβαίνουν τόσο μα τόσο καθολικά.

Α.Θ