Απόστολος Θηβαίος | Crush Cacao

Εντυπώσεις από την ποιητική συλλογή
“Τα Ηλιομάτια”
του Στέργιου Τσακίρη.
Από τις εκδόσεις Αγιάρι


Από την Καππαδοκία ως την Πτολεμαίδα χωρεί καμιά φορά ολόκληρη η ιστορία. Στο ενδιάμεσο βλέπεις που συνομιλεί ο χρόνος με το αιώνιο, τα σημάδια αναγνωρίζεις. Είναι πράγματα, φωτογραφίες, ακόμη και λέξεις. Αυτές οι τελευταίες ελεύθερες τριγυρίζουν μες στο πνεύμα του τόπου, βρίσκοντας έναν άλλο δρόμο, άμεσο, σχεδόν σαν μουσική. 

Τις ξεχνούμε, για να έρθουν κάποτε τα βιβλία και οι κατοπινοί για να τις αναστήσουν. Έτσι που λέγοντας τη λέξη αγιάρι να σαλεύουν τα χείλη τόσων και τόσων. 

Συνάντησα τη λέξη στο Ιστορικό Λεξικό των Ιδιωμάτων της Καππαδοκίας. Σχετίζεται με μια άλλη, τουρκικής προέλευσης, αγιάρ, που πάει να πει το μέτρο και η στάθμη. Και ήταν το πρώτο που συνάντησα στο βιβλίο του φίλου μου Στέργιου Τσακίρη, αυτή η παράξενη λέξη. Έπειτα, ακολούθησα το δέσιμο στο μέσον του βιβλίου. Ένας κόμπος άλυτος τα ποιήματα, σκέφτηκα. Και τ’άφησα δεμένο μην τύχει και οι λέξεις πετάξουν από το χαρτί alga avorjo των 120 γραμμαρίων και αψηφώντας τα τετελεσμένα ξεφύγουν από τα φθινόπωρα. Μέσα μου κρυφά ελπίζω πάντα πως κάπως έτσι θα επαναστατήσουν μια μέρα τα βιβλία, οι πόλεις, το συντελεσμένο.

Και έπειτα συνάντησα την Πάτυ. Παντού τριγύρω μου ηλιοτρόπια. “Ηλιομάτια” την ονομάζει τη συλλογή του Στέργιος, μικρές μνήμες θαμμένες ποιος ξέρει για ποια άνοιξη. Πάντα στη μοναξιά της επιθυμίας, στ’ακρότατο όριο, περνώντας πλάι από τη ζωή του. Έτσι τη φαντάζομαι τη θέση του ποιητή που λέει η κριτική πως πρέπει να γυρέψεις, αν θέλεις να αντιληφθείς τα βαθύτερα νοήματα. Μα αν σας μίλησα για την Πάτυ νωρίτερα, είναι επειδή ακριβώς δεν χρειάζεται να δικαιολογηθεί τίποτε, μήτε που πρέπει κάποιος να αφήσει τα κλειδιά. Είναι μυστήριο προσωπικό οι στίχοι. Όταν μεταδίδουν μια αίσθηση και όταν μιλούν για τις ιδέες χτυπούν εντός μας μια χορδή και μένουμε μόνοι για να μεταφράσουμε τον κόσμο. Από παντού τα πράγματα ξερνούν τη σκουριά των πιάνων του Γιάννη Βαρβέρη. Μένει μια γλώσσα κοινή που θα μιλάει για την μοναξιά όλων μας και την απόσταση, για την υπέροχη και φυσική αγάπη, τη μόνη ευτυχία που μας μένει. Αλλιώς αδέξιοι θα γυρίζουμε γράφει στο υπ’αριθμό III ποίημα των “Ηλιοματιών”. 

Αν δεν ήταν η ποίηση, αν δεν ήταν τα τραγούδια, όλα αυτά θα σε είχαν συντρίψει. Αν δεν ήταν ραγισμένη η καρδιά του κόσμου, πώς θα περνούσε το λιγοστό εκείνο φως που υπερασπίζεται ένα βιβλίο; Πού θα’βρισκε λέει τις χαραμάδες που θα χρειαζόταν, αν δεν ήταν η ευαισθησία του δημιουργού που συλλαμβάνει από το γενικό τ’απόσπασμα που συμπληρώνει το μυθιστόρημα της ζωής του. Αν δεν ήταν η ποίηση να φωτογραφίζει το εξατμιζόμενο με τ’αγιάρι για κριτήριό της αδιαπραγμάτευτο, τίποτε δεν θα μας λέγανε τα ηλιοτρόπια που εκτίθενται προς πώληση σ’ανθοπωλείο στην Αιόλου, τίποτε και εκείνα που μελαγχολούν στα έργα του Βαν Γκονγκ. Θέλω να πω πως με έναν στίχο αναποδογυρίζει κανείς τον κόσμο και ξυπνάει τις συγκινήσεις. Να μην χωράς λέει μες στην ύπαρξη και να αφήνεις στη θέση σου ένα ποίημα, μια φράση, λίγη ευγένεια, το δευτερόλεπτο που καίγεται  και η συλλαβή που λείπει. 

Παρέμεινα ατάραχος, ακριβώς όπως τελειώνει ένα ποίημα. Κοίταξα τον κόμπο στον μέσα κόσμο του βιβλίου. Επέστρεφα στις αρχικές μου τις προθέσεις. Όλα κρατιόνταν από το τίποτε ενός λεπτού σχοινιού. Εκείνος που έδεσε τις σελίδες του βιβλίου, προσπάθησε να ασφαλίσει καλά τα εφόδια. Μα δεν θα μπορούσα να αρνηθώ την πρόκληση. Και έτσι, με επιμονή και όχι με λιγοστή προσπάθεια, οι λέξεις λύθηκαν. Κύλησαν στους δρόμους, βγήκαν στις μεγάλες λεωφόρους του κόσμου που καμιά φορά χωρεί στη διαδρομή Μητρούσι – Σέρρες. Παντού έπεσε τ’απόγευμα, μια ηχώ μελλοντικών παρακειμένων, στην ωραία διατύπωση του Χρήστου Βακαλόπουλου. Αθώος πάντα και επιλήσμων, τραυματισμένος και αμήχανος τράβηξα ξοπίσω τους. Ετούτη η θητεία ποτέ δεν θα τέλειωνε, συλλογίστηκα και άκουσα κάτι λέξεις που φτεροκοπούσαν, τη νύχτα πάντα, τη νύχτα πάντα. Τότε είναι που φέγγουν τα πνευματικά ηλιοτρόπια, κάτι αβέβαια άνθη, που ραγίζουν τον κόσμο με τη μελαγχολία τους, δίνοντας πρόσβαση σε μια άλλη τεχνοτροπία, της ψυχής ετούτη τη φορά. Έλα Πολ, πες μας  για αθώες σκέψεις, φλόγες, φτερά και πρασινάδες που ποτέ δεν εφηύρε ο ήλιος. Μες στα αγνά τα μάτια των ηλιοτροπίων φάνηκε κάτι από νοσταλγία, μια άθιχτη ζωή, στα χάδια τυλιγμένη της καρδιάς, καλέ μου φίλε ποιητή. Η Πάτυ από μια μεριά του χαμογελούσε. Και ήταν ο τρόπος της , μες στην υπερένταση. Αργότερα, εχάθη μαζί με το ρεύμα που βγάζει στην ανάμνηση, το σοφό, καθώς λένε, του ενστίκτου ρεύμα. 

Κράτησα για το τέλος λίγες κουβέντες για τις εκδόσεις που υπογράφουν την ποιητική συλλογή του Στέργιου Τσακίρη. Λίγες κουβέντες για τη σημασία που κατέχει η δημιουργία ενός εκδοτικού οίκου στην Πτολεμαϊδα που πεθαίνει αργά, δοσμένη στη μελαγχολική απολιγνιτοποίηση της – καινούριες λέξεις, κανείς δεν μπορεί ακόμη να τις διορθώσεις και μήτε που θα τις βρεις αποθηκευμένες στην ηλεκτρονική ψυχή των μοντέρνων εφαρμογών. Λίγες κουβέντες για τη βιβλιοδεσία της συλλογής που ολοκληρώθηκε με την επιμέλεια του Κέντρου Διημέρευσης και Ημερήσιας Φροντίδας ΑΜΕΑ “Λαμπηδόνες”. Λίγες κουβέντες για την προσπάθεια που γίνεται να μας χωρέσει ο κόσμος, να μας αντέξει. Λίγες κουβέντες για τις εκδόσεις που ανέλαβαν να επαναφέρουν στο προσκήνιο χαμένους από τα βιβλιοπωλεία ποιητής, όπως ο Φώτης Αγγουλές. Λίγες κουβέντες για την Όλγα Ντέλλα και τον Νίκο Χουλή που δεν γνωρίζω προσωπικά και που ελπίζω να τονίζω σωστά. Τους ανθρώπους πίσω από τις εκδόσεις Αγιάρι που επαναφέρουν με καλαισθησία και πρωτόγνωρη για την εποχή μας ανθρωπιά, την καλή ποίηση. 

Κατά τα άλλα ελπίζω πως αργά ή γρήγορα θα φανεί η δική μου Πάτυ. Θα ‘χω τα “Ηλιομάτια” μου ανοιχτά και τη ζωή μου θα μετρώ με τ’Αγιάρι και τον έρωτα. Με ηλιοτρόπια που χαμογελούν, σαν τα άλλα, τα επιγραμματικά, τα γελώντα κρίνα. Μου φάνηκε πως μες στη συλλογή του Στέργιου Τσακίρη ξανάζησε κάτι από το αλαργινό, κιόλας καλοκαιράκι. Και αυτό είπα, θα’ναι φαινόμενο ποιητικό.