
έργο θεατρικό
διά εξαπατημένον
αρραβωνιαστικό
(Σκηνικό πόλεως των αρχών του περασμένου αιώνα. Λαδοφάναρα ψηλά πάνω από τους λασπωμένους δρόμους. Κάθε τόσο συναντάει κανείς παρέες ζητιάνων, τριγύρω από αναμμένες φωτιές. Συνήθως προλαβαίνουν όσο περνά κανείς να γυρέψουν το κατιτίς τους. Μια αίσθηση σκοτεινιάς και κινδύνου τριγύρω. Ακόμη, σπίτια σε ρυθμούς αντίστοιχους με εκείνους των νεοκλασικών του οικείου τοπίου. Στην άλλη πλευρά του δρόμου μικροί κήποι και ακόμη πιο σκοτεινές γωνιές. Δυο άνδρες περπατούν βιαστικοί, σταματούν, μιλούν. Είναι ντυμένοι επίσημα, ιδίως ο ένας θα έλεγε κανείς πως φοράει αμφίεση γαμβρού. Αυτός ο τελευταίος λέγεται Σεργκέι, ο σύντροφός του, Ροδόλφο. Έχουν σκοπό να πραγματοποιήσουν μια επίσημη επίσκεψη στην οικογένεια Φλοριανόφ, καλή και αξιόλογη οικογένεια της πόλης. Παρά το μαρτύριο τους, καθώς όλοι έχουν να λένε πως η κόρη τους είναι τόσο άσχημη που δεν θα βρεθεί κανείς να την πάρει. Ο θεατής δε, οφείλει να γνωρίζει πως μια αξιόλογη οικογένεια έχει συνήθως και μεγάλα χρέη και οι Φλοριανόφ δεν θα μπορούσαν να αποτελούν εξαίρεση. Δράμα υπ’αριθμόν δύο. Αυτός ο Σεργκέι από την Οδησσό, ο πάμφτωχος και χλομός συνιστά την τελευταία τους ευκαιρία.)
Ροδόλφο: (θυμωμένα) Σου είπα! Λέγεσαι Σεργκέι. Κατάγεσαι από την Οδησσό. Διαθέτεις μεγάλη περιουσία, μιλάμε για ατέλειωτα εκτάρια σιταριού και έναν ικανό αριθμό αλόγων πρώτης ποιότητος. Εμπορεύεσαι τα πάντα.
Σεργκέι: (με αγωνία) Τα πάντα;
Ροδόλφο: Ναι! Τα πάντα!
Σεργκέι: Δηλαδή, θα μπορούσαμε να πούμε ότι πουλάω και αγοράζω αλεύρι; Και όσο θέλω, μάλιστα;
Ροδόλφο: (τον κοιτάζει με απορία) Μερικές φορές διστάζω στ’αλήθεια να πιστέψω πως κατέληξα σε σένα.
Σεργκέι: (απορροφημένος στην προηγούμενη κουβέντα τους) Θα είχα όλο το αλεύρι του κόσμου δικό μου! Θα καθόριζα τις τιμές (παριστάνει τον καμπόσο) και θα έψηνα, Θεέ μου, όσο ψωμί μου ‘κανε κέφι! (κλείνει τα μάτια, ονειρεύεται)
Ροδόλφο: (εξοργισμένα, διορθώνει κάτι στα ρούχα του Σεργκέι) Καλύτερα να αφήσεις τα αλεύρια, τώρα αδελφέ μου! Πρέπει να κάνουμε καλή εντύπωση. Οι Φλοριανόφ, ίσως να διαθέτουν ένα όνομα ξεπεσμένο μα κρατεί καλά ακόμη η μπογιά τους. Αδελφάκι μου, αν τα καταφέρουμε απόψε, τότε σώθηκες! Και ούτε η καλύτερή σου τύχη δεν θα μπορούσε να συγκριθεί με το λαχείο!
Σεργκέι: Αφού έχω τόσα λεφτά, μπορώ στ’αλήθεια να εμπορεύομαι αλεύρι και λάδι και τουρσί!
Ροδόλφος: (γελώντας) Μα είσαι άλλο πράγμα εσύ, φίλε μου! Ναι, ότι τραβάει η όρεξή σου μπορείς να εμπορεύεσαι.
Σεργκέι: Έτσι μάλιστα, (φτιάχνει και εκείνος τα ρούχα του, μιλά σε έναν ζητιάνο που τους πλησιάζει, τον κοιτάζει υποτιμητικά) Δεν έχω παιδί μου, πώς να πω, δεν μου βρίσκονται τώρα δα. Θα ήθελες μια επιταγή; (στρέφεται στον Ροδόλφο) Μην μου πεις μονάχα πως δεν μπορώ να κόβω επιταγές! Δεν θα το άντεχα, με τέτοια εμπορική έκταση στις δουλειές μου! Μπορώ; Μπορώ;
Ροδόλφο: Μα και βέβαια! Όσες επιταγές θέλεις! Μα όχι σε τούτον εδώ. (προς τον ζητιάνο) Πήγαινε άνθρωπέ μου παραπέρα, δεν βλέπεις πως έχουμε σοβαρή δουλειά; Να, πάρε αυτά! (του δίνει μερικά χρήματα, ο Σεργκέι τον κοιτάζει με θαυμασμό)
Σεργκέι: Μα τι ωραία που του τα έδωσες! Όλο χάρη! Αμ, φαίνεται πως έχεις δώσει πολλά του λόγου σου!
(Καθώς περπατούν, στα πόδια τους εμπρός προσπέφτει κάποιος. Φοράει στρατιωτική στολή, μα του λείπουν τα χέρια. Στο στήθος του φοράει ένα παράσημο. Το κέρδισε θυσιάζοντας τα χέρια του. Τους κοιτάζει, εκείνοι τον αποφεύγουν, δεν του μιλούν, σαν να τον φοβούνται)
Σεργκέι: Και είναι όμορφη; (κοιτάζουν τον στρατιώτη και απομακρύνονται)
Ροδόλφο: (διστάζει) Ε, όμορφη! Τι ‘ναι όμορφο μου λες; Ότι μπορεί να ‘ναι για σένα, μπορεί για μένα να ‘ναι άσχημο.
Σεργκέι: Ναι, πώς!
Ροδόλφο: Και άλλωστε, εδώ που τα λέμε, πρόκειται για σωστό κοριτσόπουλο. Με τις χάρες του, τη νοικοκυροσύνη του, την καταγωγή. Γνωρίζει και διαβάζει, υπολογίζει, πάει να πει κρατά ένα σπίτι δίχως κόπο. Και είναι γερή, σου λέω! Μπορεί να σου κάνει πολλά παιδιά, μια ντουζίνα Φλοριανόφ! Και δώσ’του τα μπράβο και τα εύγε του μπαμπά, και να οι γλυκύτητες της μητρός, οι θαυμασμοί, όλα τα ωραία.
Σεργκέι: Και θα ανοίγουν και οι δουλειές όσο χαίρεται ο μπαμπάς (το λέει με τρόπο, στραβώνοντας το στόμα του), και από άρχοντας του αλευριού, θα γενώ βασιλιάς, τι βασιλιάς, αυτοκράτωρ, τι αυτοκράτωρ, παντοκράτωρ και βάλε. Άμα ήξερα γράμματα θα σου ‘λεγα και άλλα. Εσύ μήπως ξέρεις τι ‘ναι πάνω από τον παντοκράτορα;
Ροδόλφο: Δεν ξέρω τι μου τσαμπουνάς, αλλά μάθε τούτο. Τέτοια τύχη, μήτε στον εχθρό μου!
Σεργκέι: (κορδώνεται δίχως να καταλαβαίνει την ειρωνεία) Ευχαριστώ! Μα το άξιζα, να σου πω. Κακουχίες, τρόμους, αγριότητες. Και ξύλο; Ένα φόρτωμα και βάλε! Μα τώρα, είπαμε, παντοκράτωρ του αλευριού. Θα πεθάνω μανούλα μου, μες στα καρβέλια, ευτυχής και χορτάτος. Με την ανάποδη σειρά, διότι ποια ευτυχία μου λες, όταν σε τραβάει το στομάχι;
Ροδόλφο: Να ‘μουν νέος! Και θα στην έπαιρνα!
Σεργκέι: Α, θα τα χαλάσουμε εδώ! (κάνει πως θυμώνει, λύνει τη γραβάτα του, ο άλλος τη διορθώνει)
Ροδόλφο: Καλά βρε παιδί μου, μην τσαλακώνεσαι, μια κουβέντα είπαμε, δεν βάλαμε και κοντράτο.
Σεργκέι: Α, εγώ με το στεφάνι μου δεν παίζω! Και είναι όμορφη; (γελώντας)
Ροδόλφο: Εμένα με πονούν τα μάτια μου άμα την κοιτάζω. Και αν δεις κανείς δεν κοιτάζει απάνω, μην τύχει και την ξεκρίνει πίσω από το λιακωτό και τότε πάνε τα ματάκια του παθόντος. Μα, πρέπει να βιαστούμε! Φλοριανόφ, είναι αυτοί, δεν είναι τίποτε τυχαίοι!
Σεργκέι: Όμορφη, ε; Διότι, δεν σου κρύβω ότι με λυπεί που ουδέποτε αντίκρισα την δεσποσύνη, την περί ου. (σκεπτικός)
(Στο μπαλκόνι των Φλοριανόφ, μια παρέα. Μερικοί Γάλλοι, δυο Γερμανοί, ένας Βρετανός που θα ξεχώριζε από το λονδρέζικο κόψιμο του σακακιού του. Κάποιος Τούρκος, με το φέσι του και με όλα στέκει στη μέση της παρέας και κάνει όλους να γελούν. Ο Ροδόλφο τους γνέφει. Δείχνει τον Σεργκέι που περπατεί με ύφος καρδιναλίου εν καιρώ δόξης. Οι άλλοι κοιτάζουν, μιλούν, βάζουν τα γέλια, βγάζουν στο μπαλκόνι τον παλιό στρατιώτη, τον δακρυσμένο. Φορεί τη στολή με την πουλάδα του, μα δεν έχει χέρια. Τα χέρια του πεθάνανε ή μπορεί και να τα πούλησε στο διάβολο. Ο στρατιώτης κοιτάζει στο κενό. Εκείνη τη στιγμή ένας ντυμένος καουμπόι, με γιλέκο και περίστροφο αστραφτερό, φράντζα και καυτά σπιρούνια, εμφανίζεται στο μπαλκόνι.)
Καουμπόι: Έι Ροδόλφο! Άστον αυτόν, βρήκαμε καλύτερο! Να, κοίτα! Ο πόλεμος τον έχει εξημερώσει. Είναι ότι πρέπει.
Ροδόλφο: (δυνατά) Και αυτόν εδώ; Μου κόστισε ήδη δέκα δολάρια. Διάφορο μηδέν. Μου λες τι κάνω με αυτόν; Και το κοστούμι; Α, όχι , πάει πολύ, θα του το πάρω. Ευτυχώς που είναι κοντός και ο ράφτης ξοφλήθηκε μεμιάς. Φαντάσου να ‘θελε παραπάνω από ένα τόπι; Να χρειαζόταν δηλαδή χέρια;
Καουμπόι: Πάρτο λοιπόν και ξεφορτώσου τον! Έπειτα, έλα πάνω να πιούμε στις χαρές των παιδιών!
Ροδόλφο: (στον Σεργκέι) Άκουσες φίλε μου! Η τύχη σου έκανε φτερά! Τώρα, το κοστούμι! Απάνω περιμένει άλλος γαμπρός. Θα κόψω τα χέρια και θα γυρέψω έκπτωση από τον ράφτη. Ας τ’αρνηθεί και θα δει. Ο άνδρας γύρισε σακάτης από τον πόλεμο. Άντε, το καλό που σου θέλω, βιάσου και δίψασα!
Σεργκέι: (τα’χει χαμένα) Και το αλεύρι; Και η ομορφιά της; Πάνε όλα; Και οι επιταγές;
Ροδόλφο: Βρε, φέρε το κοστούμι! (τον δέρνει και τον γδύνει, ο Σεργκέι μένει μόνος μες στην παγωνιά.
(Οι άλλοι μαζί με τον Ροδόλφο τώρα ντύνουν τον ανάπηρο πολέμου. Πετούν την παλιά στολή από το μπαλκόνι. Ο Σεργκέι την φορά, την ώρα που μια διμοιρία περνάει οπλισμένη και χαρωπή. Ο επικεφαλής γνέφει στους άλλους, αργά βγάζει το περίστροφο, οπλίζει και φωνάζοντας, εις τον εχθρό!, με μια δύναμη πρωτόγνωρη πυροβολεί και σκοτώνει εν ψυχρώ τον Σεργκέι. Για λίγο σιωπή στη σκηνή και ερημιά. Μες στην ατμόσφαιρα της σκοτεινιάς και του κινδύνου, ο καουμπόι σπεύδει και ψάχνει στις τσέπες του νεκρού. Κοιτάζει τριγύρω και επιστρέφει θριαμβευτικά στην πολυεθνική παρέα του εξώστη ρίχνοντας δυο τρεις πιστολιές, έτσι για το κέφι. Σκοτάδι στη σκηνή και τίποτε.)
Απόστολος Θηβαίος