Απόστολος Θηβαίος | Η μεταμέλεια

© Saul Leiter

Τον γύρεψαν στο λιοτρίβι, στα υποστατικά και σε όλες τις ρούγες. Μόνον στο καλύβι του δεν πήγανε. Μα αυτός ήσαν εκεί και μαστόρευε μια ψάθινη καρέκλα, με τόση προσοχή, με πόσο μελετημένες τις κινήσεις. Σαν τον είδαν δεν του μίλησαν ευθύς, επειδή γοητεύτηκαν και ένιωσαν πως μες στην τέχνη του θα’πρεπε να τον αφήσουν πρόσκαιρα. Τον εθαύμασαν με την καρδιά τους και ήταν εκείνη τη στιγμή που πήρε το λόγο ο επικεφαλής του ασκεριού, της αντιπροσωπείας σαν να λέμε. Ο γερό Φανουργιάς με τ’όνομα, πήρε το λόγο. “Άκουσε Μιχαήλ, πολύ το εζυγίσαμε και αρκετά το βάλαμε χάμω. Δεν παίρνει άλλη αναβολή. Πρέπει να ζωγραφιστεί ο ναός της Παρθένου πέρα στα παλιοκάλυβα. Ειδεμή ο Θεός Μιχαήλ θα μας καταραστεί. Πού ακούστηκε να μένει αφρόντιστο το παρεκκλήσι, Θεέ μου φύλαγέ με, συγχώραμε Θε μου! Έτσι επήραμε την απόφαση και ήρθαμε ως εδώ”. Ο Μιχαλιός δεν είχε σηκώσει το βλέμμα του μήτε μια σπιθαμή και ήταν εκείνη η ψάθινη η καρεκλίτσα όλου του κόσμου το απερινόητο, καθώς λένε, κέντρο. Έτσι αφοσιωμένα διέκοψε τον γερό Φανουργιά και είπε. “Τ’απόγευμα θα κινήσω για το παρεκκλήσι. Και ως μεθαύριο που ‘ναι η γιορτή θα ‘χω τελέψει τη δουλειά. Πηγαίνετε τώρα, άιντε”. Μονάχος του ζούσε, άλλες έγνοιες δεν είχε, μήτε συγγενείς  και ανθρώπους δικούς του. Δίχως ρίζα γερνούσε ο Μιχαλιός και ήσαν η φαντασία του τ’ωραίο και το μέγιστο που τον καθοδηγούσε. 

Τα μέλη της αντιπροσωπείας κοιτάχτηκαν με έκπληξη. Ο γερό Φανουργιάς άφησε το πανέρι με τα πεσκέσια και χτύπησε στην πλάτη φιλικά τον τεχνίτη. Έπειτα όλοι κινήσανε μέσα από τις ελιές και τις φραγκοσυκιές ως κάτω στο χωριό, ευτυχισμένοι και πράοι πια που ‘χαν ολοκληρώσει τη δουλειά. Μάλιστα στάθηκαν στον καφενέ και ήπιαν όλοι μαζί ένα ποτήρι. Και έπειτα σταυροκοπήθηκαν και κίνησε καθένας για το κονάκι του. Άσπρα τα σπίτια και ασβεστωμένα, ανηφόριζαν ως απάνω. Τώρα που’πεφτε το μεσημέρι οι άνθρωποι σώνονταν από τους ντουσαμάδες. Πώς να αντέξει κανείς τούτο το λιοπύρι το μεσημεριάτικο, πώς. Ο γερό Φανουργιάς απόφαγε και κατηφόρισε στο μεσιανό το δώμα. Είχε δροσιά εκεί και τ’άρεσε μες στη ρίγανη τη μαζεμένη να αποκοιμιέται. 

Μα ετούτη τη φορά τον βρήκε τ’άσχημο τ’όνειρο. Ευθύς μόλις τον κατέκλυσε ο νεαρός θεός του ύπνου, ένας κόσμος ολάκερος στερεώθηκε μες στο νου του. Σαν τάχα από χέρι ζωγράφου μαθημένου στο χρώμα και την έκφραση απλώθηκε μια έκταση με λιόδεντρα. Παχύς ήταν ο ίσκιος και στο βάθος το ταπεινό το παρεκκλήσι. Και εκείνος διάβαινε μέσα από τ’αρχαία τα δέντρα, σερσέγκια και μπάμπουρες πετάριζαν τριγύρω. Μια δίψα απρόσμενη του στέγνωνε την καρδιά και όλο ξεμάκραινε το παρεκκλήσι, έτσι που πίστεψε μες στ’όνειρό του πως ποτέ δεν θα το φτάσει ο άμοιρος. Μα συνέχιζε και έπαιρνε το βήμα αγάλι αγάλι και όλος ο κόσμος βαστιότανε από το μπαστούνι του. Θαρρείς πως αν πέσει ο γέρο Φανουργιάς όλος ο κόσμος θα συντριβεί. Κάστρο ο κόσμος, με ανθρώπους να κουβαλάνε πλίνθους και λάσπη, με άλλους να φλογίζουν τις πέτρες. Αν κάποιος δειλιάσει, όλα θα σωριαστούν χάμω. 

Μια και δυο, έφτασε ως το παρεκκλήσι. Έβγαλε το κασκέτο του και πέρασε στο εσωτερικό του ναού. Σκαρφαλωμένο πάνω στη σκαλωσιά, είδε τον Μιχαλιό που δούλευε απάνω στο θέμα των μορφών. Τι πράγματα σπουδαία είχε φτιάξει ο χρωστήρας του. Στη μια πλευρά εδέσποζε η μορφή του Νώε που μαστόρευε την κιβωτό του. Η ιερά του μορφή άπλωνε πίσσα ανάμεσα τα σανίδια ενώ άλλοι, εργάτες, στεφανωμένοι με τη χάρη του Θεού, οσιομάρτυρες τ’αγνώστου και του υψηλού καλαφάτιζαν. Και είχαν όλη στα πρόσωπά των την βαθύτατη εκείνη έκφραση των ανθρώπων που έχει γεμίσει η καρδιά τους από την καλοσύνη του κόσμου. Πιο πέρα, ελάμβανε χώρα η θυσία του Αβραάμ, με το παιδάριο και με τον άγγελο που ‘παιρνε από το χέρι του πατριάρχη τη μαχαίρα. Και έπειτα εφάνηκε το τέμπλο του ναού με τις μορφές των μεγάλων προφητών. Πλάι στη μορφή του Μωυσή, η βάτος καιόμενη τώρα και εις τους αιώνας και πιο πέρα , ο προφήτης ο Άι Λιας υπό του φυτού και άγγελος να του χαρίζει την ευλογία. Και κορυφώνονταν οι μορφές ώσπου να φτάσει κανείς στη δεσποτική μορφή του Ιησού. Αυτήν ο Μιχαλιός την είχε φροντισμένη περίσσια και την συνδύαζε με μικρογραφίες, απαράμιλλα σκαλισμένες που είχαν σαν θέμα τους, γεγονότα βιβλικά, όπως η κρίση υπό του Πιλάτου, η τελετή του νιπτήρος, η ελκόμενη επί του σταυρού αγία Του μορφή.

Τι ομορφιά ήσαν εκείνη, τι θάμα ξετυλιγόταν εμπρός στα μάτια του γερό Φανουργιά. Μα εκείνη τη στιγμή προς το μέρος του έστρεψε το βλέμμα ο Μιχαλιός και ο γέρος είδε και μαρτύρησε την ασθενική την όψη. Βαθουλωτά τα μάτια του τεχνίτη και του προσώπου τα οστά προτεταμένα. Μια φωνή, του’πε τότε, φωνή καθάρια, αναμφίβολη, τρέξε Φανουργιά, τρέξε να σώσεις τον καλόψυχο τεχνίτη. Τρέξε Φανουργιά, ειδεμή το κρίμα στο λαιμό σου . Ακούς Φανουργιά;

Ταράχτηκε, πετάχτηκε ολόρθος μες στη στενή την κάμαρη. Ντύθηκε πρόχειρα, γύρεψε το μπαστούνι του. Ήπιε μια γερή γουλιά νερό και βγήκε στο καλντερίμι που ‘σαν έρημο. Ψυχή δεν υπήρχε. Μα μες στο νου του γέρο Φανουργιά ακουόταν ξεκάθαρη η φωνή τ’αγίου. Τρέξε Φανουργιά, τρέξε να μποδίσεις το κρίμα, άιντε γέρο Φανουργιά, άιντε μωρέ. Στέγνωνε το στόμα του, σκαρφάλωνε τις κροκάλες, στεκόταν να βρει το κουράγιο του, όλο και ψηλότερα στην κορφή του φαινόταν πως δέσποζε το παλιό ξωκκλήσι. Βοήθα με άγιέ μου, βοήθα. 

Μεριάζανε τα φίδια και σκορπούσαν τα πουλάκια. Και όλος ο κόσμος έλεγε, εμπρός Φανουργιά, μην το βάζεις κάτω, εμπρός. Ξοπίσω του έρχονταν και οι άλλοι. Τους είχε μηνύσει η γυναίκα του Φανουργιά πως κάτι κακό συνέβη του ανδρός της. Και να πάνε να τον συντρέξουν γιατί είχε άσχημο προαίσθημα. Με λυτές τις βράκες, άλλοι γυμνοί από τη μέση και απάνω πήραν στο κατόπι τον φίλο με τα ταραγμένα τα φρένα. 

Μια και δυο έφτασε εκεί που ήθελε. Έσπρωξε την πύλη του ναού ο γέρο Φανουργιάς. Έπεσε πάνω του η δροσιά του κόσμου. Μα ευθύς θυμήθηκε το σκοπό του σαν είδε κατάκοπο τον Μιχαλιό πάνω στο τέμπλο να ζωγραφίζει τα μάτια του Χριστού. Άρπαξε τη στάμνα που ‘χε μαζί του, γέρος άνθρωπος εκείνος ανέβηκε την ξύλινη τη σκάλα. Και έδωκε στον άμοιρο να πιει μια στάλα νερό. Και ο Μιχαλιός του’πε, τα καλά του Θεού να σε βρουν γέρο Φανουργιά. Έπειτα, με μια δύναμη που άγνωστο πώς τον πλημμύρισε, έβαλε στον ώμο του το λιπόσαρκο κορμί του Μιχαλιού. Οι άλλοι είπαν, η αποκαθήλωσης και έβγαλαν τα ψαθάκια τους. Χάμω τον ακούμπησε όλο τρυφεράδα ο γέρο Φανουργιάς και ο απόκληρος ψέλλισε ένα ξέπνοο ευχαριστώ. 

Και ευθύς πήραν χρώμα όλες οι μορφές τριγύρω στο κλίτος. Και απέκτησαν όψη ανθρώπινη, ολοζώντανη οι μορφές των αγίων, σαν τάχα να ‘ταν χαρισμένο με την ευλογία του Θεού το χέρι του άμοιρου του Μιχαλιού.  Την επομένη που ‘ρθε η γιορτή, ο γέρο Φανουργιάς συνόδεψε τον Μιχαλιό ως το  παρεκκλήσι και ήσαν ατίμητη η πράξη του τεχνίτη, το έργο του σπουδαίο. Όλοι κοίταξαν αποσβολωμένοι τους δυο φίλους να στέκουν πλάι στον αρχαίο κηροστάτη. Και ήταν όλο ζέστα η καρδιά του γέρο Φανουργιά, τόσο που και εκείνη τη μέρα να πέθαινε, ευχαριστημένος θα’ταν. Ίσαμε να κλείσει τα μάτια του, ο Μιχαλιός έζησε κοντά του και έγιναν οι δυο τους αδελφοποιητοί, καθώς λένε. Για τ’όνειρο σε κανέναν δεν μίλησε, μόνο τη ζωή του άλλαξε διά παντός.

Απόστολος Θηβαίος