Απόστολος Θηβαίος | Οφηλία again please

© Ray K. Metzker

διδασκαλία διασκευής

“…Οι αρχές είχαν συγκεντρωθεί σε μια ορισμένη περιοχή. Οι ντεντέκτιβ της κοντινής πόλης είχαν καταλήξει πως σε μια συγκεκριμένη ακτίνα, θα μπορούσαν με την κατάλληλη έρευνα, να βρουν τα στοιχεία, αν όχι τον ίδιο τον ένοχο. Είχε δοθεί εντολή σε όλες τις εξόδους των αυτοκινητοδρόμων να πραγματοποιούνται έλεγχοι. Ειδικά εκπαιδευμένοι αστυνομικοί, μαιτρ στην ψυχολογία της ενοχής, θα επιφορτίζονταν να δουλέψει το όλο σχέδιο. Με την παραμικρή υποψία ένα κλιμάκιο ένστολων θα παίρνει τον ύποπτο σε οργανωμένες δομές για ανακρίσεις και τα ρέστα.

Ο θάνατος της Οφηλίας θα έπρεπε να διαλευκανθεί, οι ανώτερες τάξεις  δεν έδιναν σημασία, μόνον αντάλλαζαν φήμες για αυτήν την Οφηλία, την ωραία και απόκοσμη αδελφή του βασιλιά. “Την έδιωξε ο ίδιος ο αδερφός της, την κατηγόρησε πως έφταιξε για το θάνατο του πατέρα της, δεν είναι λίγο”, “είναι μάγισσα, της αξίζει να τριγυρίζει τρελή και ολομόναχη ώσπου να ξεψυχήσει”, “ανεξιχνίαστες οι σκοτεινιές τ’ανθρώπου” και διάφορα άλλα μονοπωλούσαν τις συζητήσεις γύρω από το θέμα. 

Την βρήκαν πνιγμένη μες σε μια θάλασσα λουλουδιών, για φαντάσου, να πεθάνει κανείς από πέταλα τριανταφυλλιάς. Είχε γυάλινα μάτια σαν των πλασμάτων του βυθού, όσο περνούσε η ώρα ήταν αδύνατο να θυμηθεί κανείς την ανθρώπινη εκδοχή της. Μόνον υποθέσεις, φαντασίες, το λευκό της χεράκι που άφησε μια σταγόνα να ριχτεί προτού πάρουν τη σορό της. Λένε πως ήταν σχεδόν διάφανη, με δέρμα από λεπτό χαρτί. Είχε στην κίνηση του μια υποψία κομψότητας που δεν εγκατέλειψε την Οφηλία μήτε στο θάνατό της. 

Στην διαδικασία της αναγνώρισης εκτυλίχθηκαν σκηνές αρχαίας τραγωδίας. Η άμοιρη, η μικρούλα είχε πέσει θύμα παράφορης τρέλας. Ήταν η ενοχή, το σφάλμα, η προδοσία και τ’άδικο, ήταν η ευαίσθητη κράση της. Δεν άντεξε  και έτσι η Οφηλία δεμένη στους αιώνες με τις πολύχρωμες γιρλάντες τιμώρησε σκληρά τον εαυτό της. 

Ακολούθησαν ανακρίσεις, έρευνες, τα πρωτοσέλιδα έδιναν και έπαιρναν, διαδίδοντας φήμες. Η Οφηλία κηδεύτηκε σαν νυφούλα. Τη συνόδεψε μια ορχήστρα εκλεκτών μουσικών από όλα τα μέρη της επικράτειας και αντιπροσωπείες από σωματεία και σχολές. Ποιος δεν αγαπούσε την Οφηλία, ποιανού η καρδιά δεν σκίστηκε σαν κυκλοφόρησε το πρωτοσέλιδο με τη βρεγμένη της μορφή, νεκρή κιόλα. Ποιος δεν έχασε την πίστη του στις αρχές, ποιος δεν παραδέχτηκε την απρέπεια του πράγματος, αφού μήτε για την τιμή ή τον σεβασμό δεν έλαβε χώρα το τρομερό φονικό. Ποιος μπορούσε να πιστέψει πως τέτοια νιάτα πληγώθηκαν θανάσιμα.

Δεν βγήκε κανένα αποτέλεσμα. Ο ένοχος υπήρξε άπιαστος. Ο βασιλιάς έπεφτε σε βαθιά μελαγχολία και κάθε μέρα καλούσε τους επικεφαλείς, τους έπαυε με φριχτά απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς, έφερνε άλλους, νέους που του υπόσχονταν πως θα φέρουν το ποθητό αποτέλεσμα. Άνθρωποι της ασφάλειας ρωτούσαν ξανά και ξανά τους πιο διαβόητους κακοποιούς, τους έσερναν στην ασφάλεια, τους απειλούσαν, ορισμένοι γίνονταν θύματα αυθαίρετων ξυλοδαρμών. Ώστε δεν γνωρίζεις και αμέσως τσάκιζαν τον άμοιρο ύποπτο – ύποπτο μόνον στα δικά τους μάτια και με λογικές που εκτελούσαν άλματα κάτι παραπάνω από παράτολμα.

Αφού πέρασε ο καιρός όλοι συμφώνησαν πως ο θάνατος της Οφηλίας υπήρξε μια φριχτή συνέπεια του ακαταλόγιστου που τη χαρακτήριζε. Μια έξαλλη επιθυμία, μια φύση φρενήρης και ανυπόταχτη στους κανόνες της λογικής, μια μπαλάντα που μιλάει για εκείνη και θρηνεί μαζί της, όλα συνηγορούσαν στο τέλος της, όλα θα το τραγουδούσαν μες στα χρόνια ώσπου να γίνει μύθος, λιμπρέτο, τίποτε. Και αν κανείς δεν το ‘χε προβλέψει τότε δεν θα ‘ταν άξιος να υποστηρίζει πως γνωρίζει τους ανθρώπους σε βάθος ικανό για να τους ξεχωρίζει σε επικίνδυνους και χρήσιμους, καλοσυνάτους ανθρώπους.

Εδώ και λίγο καιρό οι αρχές ξανάνοιξαν το φάκελο της δολοφονίας. Λέγεται πως κάποιος από εκείνους που συστηματικά και αυτόκλητα φέγγουν στο δρόμο των πεθαμένων, παρατήρησε μια κάποια κινητικότητα κοντά στο μνήμα της Οφηλίας. Οι αρχές έστησαν καρτέρι και τότε όλοι σάστισαν. Τέτοιο τέλος δεν το περίμενε κανείς. Η Οφηλία λέει έπεσε θύμα του Άμλετ. Εκείνος αν και δεν έπνιξε με τα ίδια του τα χέρια στάθηκε ο ηθικός αυτουργός. Με άλλα λόγια αυτός ευθύνεται που το καημένο το κορίτσι δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τη θλίψη του και πέρασε στην άλλη πλευρά, με μια παγωμένη έκφραση θανάτου στο πρόσωπό του. 

Ο Άμλετ συνελήφθη. Τώρα μπορούσε να βασανιστεί για όσα τρομερά έπραξε. Τον φωτογράφισαν οι αρχές και τον καταδίκασαν χίλιες φορές οι άνθρωποι του κλήρου. Δεν θα ‘βρισκε ποτέ σωτηρία και έτσι έδωσε τέλος στη ζωή του, ακολουθώντας την Οφηλία, μες στο δωμάτιο της λήθης, με τις αδιαπέραστες  ομίχλες.

Αυτή η ίδια ιστορία λένε πως στάθηκε η αφορμή στο μέλλον για κάποια όπερα μοντέρνα. Έτσι θα προϊδεάζει κανείς με επάρκεια  για όσα πρόκειται να δει επί σκηνής προτού αρχίσει το έργο…”

Έπειτα πήρε τέλος η αφήγηση. Οι ηθοποιοί είχαν σαφώς αντιληφθεί πως κάτι νέο ετοιμαζόταν σε τούτη τη σκηνή. Φυσικά όλοι συμφώνησαν πως δεν περίσσευε η μουσική του Αμπρουάζ Τομά ενώ θα ήταν ιδανικά να παιχτεί ξανά το έργο, μα με πρεμιέρα στο Παρίσι, όπως στα 1868. Συμφώνησαν δε πως δεν θα ταίριαζε η σάλα του παλατιού για την κεντρική σκηνή και πως άρμοζε καλύτερα η λύση ενός ταπεινού βασιλείου, ξεπεσμένου από πανάρχαιες αιτίες. Έφθανε ως τις μέρες μας ο οίκος αυτός, μα ήταν μοιραίο να χαθεί μαζί με όλες του τις ιστορίες. 

Οι πιο πολλοί έδειχναν μελαγχολικοί, συλλογιζόμενοι εκείνη τη μικρή που ‘χε πέσει θύμα του εαυτού της. Μα είχαν ανάγκη τη δουλειά και δεν μιλούσαν πολύ για το πόσο τους είχε συγκλονίσει αυτή η ιστορία, ξανά, μετά από χρόνια πώς τους είχε λυπήσει εκείνο το κορίτσι με τα τσακισμένα φρένα. Μα ήσαν αρτίστες και έπρεπε να δείχνουν λαμπεροί, σαν το βλέμμα της ακριβώς μετά τον πνιγμό. Με τα λουλούδια στο λαιμό της γύρω όπως άστρα.

Απόστολος Θηβαίος