
[…ήσυχες που ‘ναι οι μέρες τ’ Αυγούστου, σαν του Μάνου. Αποτρύγι λέει του χρόνου, περνάει αργά με όλες τις τιμές ο αυτοκράτορας μήνας…]
Κατέβηκε με τα σκουπίδια ανά χείρας. Καμία ανεξαιρέτως νύχτα δεν άλλαξε τις συνήθειες του. Και το να πάει τα σκουπίδια εντάσσεται σε αυτές, κάτι σαν σκηνές μιας καθημερινής τελετής. Έπειτα έριξε μια ματιά στην αλληλογραφία. Είχε μαζευτεί σε μια γωνιά στο έπιπλο της εισόδου. Επιστολές, λογαριασμοί και διαφημίσεις, που τίποτε το ενδιαφέρον πια δεν διαφημίζουν. Σκέφτηκε να ρίξει μια ματιά μην τύχει και είχε παραπέσει καμιά σημαντική ειδοποίηση για τον ίδιο, από εκείνες που αλλάζουν τις ζωές μας έτσι στα ξαφνικά. Τίποτε δεν υπήρχε στο όνομά του. Ένιωσε λίγη απογοήτευση μα γρήγορα χάρηκε με την καρδιά του που τον είχαν όλα ξεχάσει. Έπειτα ανέβηκε με τις σκάλες, έτσι δίχως λόγο, έξι ολόκληρους ορόφους. Πουθενά σημάδι ζωής, σαν τάχα μόλις γύρισε ο καιρός και μπήκαν οι νύχτες τ’Αυγούστου οι άνθρωποι όλοι να πήραν τους δρόμους των ταξιδιών. Στάθηκε στο μπαλκονάκι, αντιπαροχή και αυτό με αντάλλαγμα τη ζωή του, μα πού να το ξέρει τότε. Θα ήθελε να ζει κάπου αλλού, θα ήθελε να μπορούσε να κλειδώσει εκεί μέσα την παλιά του ζωή και ελεύθερος να πλανηθεί σε καινούριες πιθανότητες. Μα είναι αργά πια, ο Αύγουστος σαρώνει τις γειτονιές, το φεγγάρι σε λίγο θα στάξει αρχαία σκουριά χάμω στη γη. Μονάχος του εκείνος, μες στην ατέλειωτη την πολιτεία, όρθιος θα πρέπει να κρατηθεί. Θα την πάρει στα πόδια του να την παρηγορήσει, να της πει πως όλα θα επιστρέψουν, εκείνα που χάθηκαν.
Κάτω στο δρόμο κάποιος σταματάει, ένας ταξιδιώτης επιβιβάζεται στο αυτοκίνητο και έτσι δίχως καμιά απολύτως φασαρία, ένας ένας οι φίλοι μας φεύγουν. Και θαρρείς πως όλα ετούτα δεν αφορούν παρά μια νοσταλγία για τότε που θα σφίγγουμε τα χέρια, λίγο πιο γερασμένοι, έχοντας παλέψει με τον ήλιο και με το κύμα. Τον πήρε η νύχτα και εχάθηκε.
Παλεψε με τ’όνειρο μα δεν θυμάται τίποτε από εκείνο τον καιρό πια. Ξύπνησε λουσμένος με το πρώτο φως της μέρας. Κοίταξε τριγύρω του, όλα τα βρήκα αλλαγμένα. Ποιος ξέρει από τι συμπληγάδες είχαν όλα διαβεί για να φτάσουν ως τούτο το πρωινό; Όλα πέφτουν σαν ύφασμα απάνω στον κόσμο. Σάστισε σαν αντίκρισε πλάι του τα εισιτήρια. Ήταν δίχως επιστροφή και ένα χαρτί έγραφε, “μην αφήσεις τον Αύγουστο να ξεγλιστρήσει”.
Τώρα ταξιδεύει, ένας και εκείνος ανάμεσα στους ξέφρενους ταξιδιώτες που όλο τραβούν για κάποιο προορισμό. Διαβαίνουν τα χωριά τα νυσταγμένα, περνούν κάμπους και ίσκιους που τίποτε δεν τους κάνει το φως της μέρας. Σε λίγο το λεωφορείο μπαίνει στη Μεσσήνη. Κάτι σιδερένιες μορφές αλόγων καπνίζουν το στάχυ και το σύννεφο, στο τίποτε χλιμιντρίζουν. Και είναι σαν να λένε πως κάθε τέτοιο καιρό, ο χρόνος επιβραδύνεται και είναι παντού ανιχνεύσιμη μια απουσία που τρέμει.
Είναι οι μέρες, λέει τ’Αυγούστου.
Τραγούδια με μια ιστορία
Ερημητήρια
Άγιος ο Έρωτας
[..δικός σου και ο Αύγουστος με τις μεγάλες μνήμες…]
Την είπε τραγούδι και σώπασε. Είχε σκοπό να την ζήσει, ώσπου απ’έξω να μάθει το πώς και το γιατί της έκφρασής της. Τον τρόπο που ‘χει να τεντώνει τα χέρια της με το πρώτο φέγγος και τον άλλον, εκείνον που επιστρατεύει όταν περνά από όνειρο σ’όνειρο. Κοίταξε τ’απάνω της χείλος που σάλευε μισάνοιχτο, με την άμμο του καλοκαιριού και μια δροσοσταλίδα βγαλμένη από το παραμύθι της θάλασσας στολισμένο. Δεν της είπε τίποτε, μόνο μετάνιωσε που δεν είχε φέρει μαζί του τα σύνεργα της ζωγραφικής και έτσι η στιγμή ξεγλίστρησε.
Όταν ξύπνησε, πρώτα τίναξε τα δάχτυλά της και ύστερα σαν ανθός πρόβαλαν όλοι της οι κάλυκες, μια φλέβα της χτύπησε με έναν ανεπίδοτο χτύπο. Ήταν η ζωή που ερχόταν πίσω, ήταν τα υγρά της μάτια, βγαλμένα από λίμνες κρυμμένες μες στα πιο αθέατα οροπέδια. Εκεί ποτέ δεν θα φτάσει άνθρωπος, εκεί είναι ένα μέρος μόνο για εκείνη, εκεί πηγαίνουν τα πουλιά όταν πρέπει να πενθήσουν, εκεί και οι έρωτες όταν παλιώνουν. Το μεσημέρι διαλύθηκε μες στα νερά και όλη η πλάση υποκλίθηκε στην αίσθηση. Για μια στιγμή πιστέψανε πως ήσαν μόνοι, εκείνοι μόνο και το σκληρό φως, γύρω τους αιώνες, βότσαλα, κύματα, φάροι. Και βράχια. Και η ομορφιά, μια τέλεια δικαιοσύνη, όπως το ‘πε ο Καμύ μια νύχτα κάτω από τ’άστρα του Αλγεριού. Παντού νύχτα και άνεμος, εσύ και ο Αύγουστος, ένας μισοπνιγμένος Αντίνοος δίχως φανάρια, κάποιος που νικήθηκε. Στο φόντο πάντα ο Αύγουστος, μια εικόνα αχνή, όπως οι αγιογραφίες πέρα μακριά, στα μαρωνίτικα ερημητήρια. Όπου κρατεί ακόμη το μεγάλο μυστικό του κόσμου.
Ο Προορισμός
Η πύλη της άμμου
[…φυλάει ο Λεωνίδας μα όλοι προσπερνούν, στην πύλη με την άμμο βιάζονται να βρεθούν…]
Είχαν κουραστεί και ο θόρυβος απαγόρευε κάθε κουβέντα. Οι πίσω είχαν αποκοιμηθεί. Πλάι τους περνούσε ο δρόμος, οι στάσεις και της ανθρωπιάς μας τα σύνεργα. Ξάφνου φθάσανε στην κεντρική πλατεία κάποιου χωριού. Δεν υπήρχε ψυχή, μόνο τα πουλιά χαλούσαν τον κόσμο. Βγήκαν όλοι μαζί και κατευθύνθηκαν προς το καφενείο. Μια Καρυάτιδα εξήλθε με όλη τη μοναξιά του κόσμου. Τους έφερε νερό και υποβρύχιο, τίποτε άλλο δεν είχε, τους είπε.
Μα εκείνοι αρκούνταν σε τούτα τα λίγα. Λίγο μετά και αφού είχαν βρει τον εαυτό τους ευχαρίστησαν τη γυναίκα του καφενείου και έκαναν να φύγουν. Τότε ήταν που φάνηκε εμπρός τους ένα παιδί, όχι πάνω από δώδεκα χρονών. “Από τον Αύγουστο δεν φεύγει κανείς, δεν φεύγει κανείς”, φώναζε καθώς πάλευε να κρατήσει την ισορροπία του πάνω στο μισοδιαλυμένο ποδήλατο. Ήταν κιόλας ένας δικός τους άνθρωπος εκείνο το παιδί.
Κοιτάχτηκαν με τρόπο, σαν τάχα να συζητούν για κάτι σημαντικό και επείγον. Θα ‘μεναν για πάντα, λέει στον Αύγουστο. Ύστερα πιο αποφασισμένοι από ποτέ, βάλανε μπρος το ντε σε βο και χάθηκαν. Όσοι τους βλέπανε πίσω από τις γρίλιες του μεσημεριού σε εκείνο το χωριό, μες στο καταμεσήμερο, έχουν να λένε για τις νύχτες που πέφτανε θερισμένες από μια άγρια ζέστη, για τα τραγούδια που ταξιδεύουν πέρα μακριά, στης χίμαιρας το σύνορο.
Στην Ερηνούλα
[…στον Πειραιά του ‘ 38. Ερηνούλα μου…]
Δήμος Μούτσης
2 Αυγούστου 1938 – 6 Μαρτίου 2024
Δεν ξέρω αν έχουν τα τραγούδια τη μνήμη τους. Κάτι τέτοια θα τ’απαντούσε με σιγουριά ο Σωτήρης Κακίσης. Μα εμείς έχουμε αρκετή, Ερηνούλα μου, εμείς έχουμε αρκετή από αυτήν, ζωντανή, να γεμίζει τα στάδια και οι κερκίδες ν’αγαπιούνται παράφορα. Τα πέταλα να ανοίγουν μια πελώρια αγκαλιά. Τον Δήμο δεν τον ξεχνάμε. Και άμα οδηγάμε στο πουθενά του απογεύματος που βαλτώνει και πέσει το σύνθημα, πέφτει σύρμα, πέφτει σύρμα, οι μισθοφόροι που σε κυβερνούν, πέφτει σύρμα, οι ίδιοι αύριο θα σε δικάζουν και άλλα τέτοια φευγαλέα, τολύπες του εξατμιζόμενου που δίνει νόημα στη ζωή μας, δροσιά νυχτερινή μου πού χάθηκες, στο πουθενά αν τύχει και πέσει, ακολουθούμε δίχως τον ελάχιστο δισταγμό.
Το ποτήρι μου υψώνω με αφορμή και θέμα του παρόντος σημειώματος που θα χαθεί και εκείνο λέγοντας τα ίδια και τα ίδια εις τους αιώνας, στην Ερηνούλα μου φωνάζω να ακουστώ παρακολουθώντας τον καιρό με κόκκινα μάτια. Από το σκοπό πιανόμαστε όλη η παρέα, από όπου μπορούμε κρατιόμαστε και δίχως προσπάθεια, με μια φυσικότητα απαράλλαχτη και αδάμαστη, όπως θα αγγίζαμε το χεράκι της περνούμε τις πύλες της καρδιάς μας.
Θα ανταμώσουμε Δήμο στα ερτζιανά, μες στα βινύλια που πεθαίνουν λίγο λίγο, θα κρατώ ένα πλακάτ με λατινικά τσιτάτα και εσύ θα είσαι σαφής και αμέτρητος μες στο έργο σου. Όσα ποτέ ζητήσαμε εσύ μας τα ανταπέδωσες δίχως δισταγμό.
Α.Θ